του Γιάννη Μουγγολιά
Η πολιτική με την ευρύτερη αλλά και με την κλασική έννοια που τη γνωρίζουμε έχει διακριτό και κυρίαρχο ρόλο στο πρόγραμμα του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για ντοκιμαντέρ, ταινίες δηλαδή που αφορούν την πραγματική ζωή και που πολλές από αυτές αντλούν τη δυναμική τους και τεκμηριώνονται από αρχειακό υλικό, η πολιτική δεν θα μπορούσε να απουσιάσει από την προβληματική και τον στοχασμό των σκηνοθετών.
Πολιτική ταινία ήταν το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Σπόροι» της Αμερικανίδας Brittany Shyne που προβλήθηκε στο πλαίσιο του επίσημου διαγωνιστικού προγράμματος «Film Forward» θέτοντας στον πυρήνα της τη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στους γεωργούς των οποίων η κτηματική περιουσία αλλά και η κοινότητα συρρικνώνονται με δραματικούς ρυθμούς.
Στην προβολή της ταινίας βρέθηκε η μαύρη νεαρή σκηνοθέτρια που προλόγισε την ταινία και απάντησε σε ερωτήσεις του κοινού στο τέλος. Πρόκειται για μια ανεξάρτητη κινηματογραφίστρια με έδρα το Dayton του Οχάιο, που δουλεύει στην αφηγηματική και μη φανταστική μορφή του κινηματογράφου και το έργο της επιδιώκει να απεικονίσει την πολυπλοκότητα της καθημερινής ζωής εξετάζοντας θέματα όπως οι προσωπικές ιστορίες, η αποξένωση και ο πολιτισμικός εκσυγχρονισμός. Το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ της «Σπόροι» που είναι και το ντεμπούτο της προβλήθηκε πρόσφατα (2025) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance αποσπώντας το μεγάλο βραβείο Grand Jury Award της κριτικής επιτροπής για ντοκιμαντέρ των ΗΠΑ. Όπως είπε στην προβολή της ταινίας της, η ίδια κατάγεται από γονείς γεωργούς που αντιμετώπισαν προβλήματα με αυτά που θίγει η ταινία και είναι κατά κάποιο τρόπο εκτοπισμένοι από την οικονομική κατάσταση της αμερικάνικης κυβέρνησης. Όπως υπογράμμισε, η κατάσταση των γεωργών είναι ανάλογη με αυτή της ταινίας και πλέον στις αγροτικές περιοχές υπάρχουν μόνο άτομα ηλικιών 70 έως 80 ετών που ασχολούνται. Ουσιαστικά εξορισμένοι λόγω των οικονομικών κυβερνητικών επιλογών στον αμερικανικό Νότο.
Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τον αγώνα ενός γεωργού και της οικογένειάς του στο Νότο να κρατήσουν τους δεσμούς με την παράδοση, τις ιστορικές ρίζες και τους καρπούς που δίνει το χώμα και να κρατηθεί αλώβητη κοντά στο σπίτι της κρατώντας τη γη της. Είναι αγώνας επιβίωσης αλλά και ταυτόχρονα αντίδραση στον συστημικό ρατσισμό που επιβάλλεται από την κυβέρνηση. Η έννοια της κληρονομιάς και της διατήρησης της γης αποκτούν διαστάσεις αντίστασης εκθέτοντας τις πολιτικές διαστάσεις του θέματος. Ωστόσο η Brittany Shyne σκηνοθετεί όχι με ζητούμενο την στείρα άρνηση και αντίδραση και με μέσο τον καταγγελτικό στόμφο. Αντιθέτως επιδεικνύει εξαιρετική δυναμική, εσωτερική ενέργεια και βαθιά ωριμότητα ακολουθώντας και ενσωματώνοντας στην ντοκιμαντερίστικη, αφηγηματική προσέγγισή της σπάνια ποιητικά στοιχεία, ξεχωριστή ευαισθησία, συναίσθημα και απίστευτης ομορφιάς και έντασης εικαστικά πλάνα όχι μόνο στο τοπίο αλλά ακόμα και όταν μας δείχνει τις χειρωνακτικές εργασίες ή τις μεταφορές των σπόρων με οχήματα. Η σκηνοθέτρια ενεργοποιεί με υποδειγματικό τρόπο τις τεχνικές παρατήρησης και την ποιητική, συχνά λυρική αλλά ποτέ μελοδραματική γλώσσα, και αξιοποιεί ιδανικά τα μοτίβα της φυλής, της τάξης και της οικογενειακής καταγωγής. Μια ταινία συγκλονιστική που μαγεύει, αρθρώνει τον καθαρό και διακριτό πολιτικό της λόγο αλλά και σκορπίζει παντού τη μελαγχολία της με τον πιο ευγενικό και αξιοπρεπή τρόπο. Ένα ντοκιμαντέρ που δικαιολογεί με τον καλύτερο τρόπο τον αδόκιμο αλλά διευκρινιστικό όρο «φεστιβαλική ταινία», ένα ντοκιμαντέρ από αυτά που τελικά μένουν και χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη.
Σπουδαία ταινία αποδείχτηκε «Ο Προπαγανδιστής» του Ολλανδού Luuk Bouwman που προβλήθηκε τους «Ανοικτούς Ορίζοντες» του φεστιβάλ και εξετάζει τον ρόλο του κινηματογράφου στην υποδοχή και υποστήριξη του ναζισμού την περίδο του Πολέμου στην Ολλανδία, μέσα από την άνοδο και την πτώση του Ολλανδού σκηνοθέτη Γιαν Τέουνισεν (1898-1975). Ένας πλούσιος γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που είχε την οικονομική άνεση και τη δυνατότητα να κάνει τις φιλοδοξίες του πράξη. Στον δρόμο αυτό Τέουνισεν και κινηματογράφος γίνονται οι πιο απροκάλυπτοι υποστηρικτές και υμνητές του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος. Η αφήγηση της ταινία ξεδιπλώνεται μέσα από σπανιότατο αρχειακό υλικό που περιλαμβάνει συνεντεύξεις οι οποίες παρουσιάζονται για πρώτη φορά, ημερολόγια, οικογενειακά αρχεία και κειμήλια αλλά και προπαγανδιστικές ταινίες. Μέσα από αυτά παρακολουθούμε την αναρρίχηση του Τέουνισεν στην κορυφή της ολλανδικής κινηματογραφικής βιομηχανίας στην περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και στην κορυφή της πολιτικής προπαγάνδας ως επικεφαλής του τμήματος Κινηματογράφου των SS και του ναζιστικού κόμματος NSB. Δεν του αποδόθηκαν τυχαία τα προσωνύμια «Λένι Ρίφενσταλ της Ολλανδίας» και «τσάρος του κινηματογράφου». Με την πτώση όμως των Γερμανών αμέσως μετά τον Πόλεμο, ο Τέουνισεν κυνηγήθηκε, εκδιώχθηκε και καταδικάστηκε χωρίς να μετανοήσει και να παραμελεί με κάθε ευκαιρία να περηφανεύεται για την ευφυία και τις μεγάλες γνωριμίες του.
Εκτός από το φως που ρίχνει «Ο Προπαγανδιστής» σε ένα σχετικά άγνωστο θέμα της ιστορίας, διατυπώνει έναν τολμηρό στοχασμό για τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει ο κινηματογράφος και κυρίως το ντοκιμαντέρ για να κατασκευάσει πραγματικότητα με τη χρήση ιδεολογίας, εικόνων, ιστοριών και παραπληροφόρησης, των οποίων η δοσολογία και η σύσταση ποικίλει στην υπηρεσία της προπαγάνδας. Βλέπουμε εκτός από την περίπτωση Τέουνισεν, πόσο δυσδιάκριτα και θολά μπορούν να γίνουν τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και προπαγάνδας και πώς ο κινηματογράφος μπορεί να ανοίξει τα φτερά του και να χειραγωγήσει. Ένα συμπέρασμα που βέβαια ξεφεύγει από τα περιοριστικά χρονικά όρια του φιλμ και γίνεται απόλυτα επίκαιρο και στην εποχή που ζούμε.



Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr










