Πρόκειται για πρίκουελ της θρυλικής σειράς του HBO, Sopranos - Παίζουν ο Αλεσάντρο Νιβόλα και ο γιος του αξέχαστου Τζέιμς Γκαντολφίνι, Μάικλ
Η ταινία «The Many Saints of Newark – Οι Άγιοι της Μαφίας» σε σκηνοθεσία Άλαν Τέιλορ που ήδη έκανε πρεμιέρα στις Αμερικάνικες αίθουσες την Παρασκευή 1η Οκτωβρίου 2021 και μέχρι στιγμής οι εισπράξεις είναι στα 4,7 εκατ. δολάρια συν άλλα 2,3 από τον υπόλοιπο κόσμο, καταφθάνει και στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 2021 σε διανομή της Tanweer.
Σενάριο: Ντέιβιντ Τσέις, Λόρενς Κόνερ.
Πρωταγωνιστούν οι: Αλεσάντρο Νιβόλα, Λέσλι Όντομ Τζούνιορ, Τζον Μπέρνταλ, Κόρεϊ Στολ, Μάικλ Γκαντολφίνι, Μπίλι Μάγκνουσεν, Μικέλα Ντε Ρόσι, Τζον Μαγκάρο, Ρέι Λιότα, Βέρα Φαρμίγκα.
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Κράμερ Μοργκεντάου
Κάστινγκ: Ντάγκλας Άιμπελ
Σχεδιασμός Παραγωγής: Μπομπ Σο
Κοστούμια: Έιμι Γουέστκοτ
Μοντάζ: Κρίστοφερ Τέλεφσεν
Διάρκεια: 2 ώρες
Κατά κοινή ομολογία, η πολυβραβευμένη τηλεοπτική σειρά «Sopranos» του HBO ανέβασε τον πήχη της τηλεόρασης εκεί που κινούνται οι μεγαλειώδεις κινηματογραφικές αφηγήσεις. Ο ευφυής δημιουργός Ντέιβιντ Τσέις δημιούργησε έναν καμβά με αξέχαστους χαρακτήρες σε κρίση και εξασφάλισε κορυφαίες ερμηνείες από τους ηθοποιούς της σειράς.
Χρόνια μετά το πολυσυζητημένο τέλος των Sopranos όπου πρωταγωνιστούσε ο αξέχαστος ηθοποιός Τζέιμς Γκαντολφίνι, ο Τσέις επιστρέφει στην αρχή της επικής αυτής ιστορίας με ένα πολυαναμενόμενο πρίκουελ, μία αιρετική «αγιογραφία» των πρωταγωνιστών της παραδειγματικής αυτής αφήγησης.
Με φόντο «το καυτό καλοκαίρι» της μαύρης εξέγερσης της Αμερικής, οι Άγιοι της Μαφίας πιάνουν την αρχή του νήματος στο Νιούαρκ του 1967 που καίγεται από διαφυλετικές εντάσεις. Με αυτή την αφετηρία, παρακολουθούμε τον Τόνι Σοπράνο να ωριμάζει, μέσα στα χρόνια, κοντά στον θείο και μέντορα του Ντίκι και πολλούς ακόμα αγαπημένους χαρακτήρες της σειράς.
Για την υλοποίηση της ιδέας και την εκπλήρωση της επιθυμίας των φαν της σειράς για μια νέα δόση Sopranos, ο Ντέιβιντ Τσέις – David Chase απευθύνθηκε στους πιστούς συνεργάτες της σειράς, τον βραβευμένο σκηνοθέτη Άλαν Τέιλορ και τον σεναριογράφο Λόρενς Κόνερ.
Η ταινία σταχυολογεί το καστ και δίνει την ευκαιρία στον μόλις 22χρονο Μάικλ Γκαντολφίνι, γιο του κορυφαίου Τζέιμς Γκαντολφίνι (1961-2013), να υποδυθεί τη νεαρή εκδοχή του Τόνι Σοπράνο. Ο νεαρός, ταλαντούχος ηθοποιός παραδίδει μία ανατριχιαστικά άρτια ερμηνεία στα χνάρια του πατέρα του δίπλα στους Αλεσάντρο Νιβόλα (Disobedience, The Clearing/Το Ξέφωτο), Λέσλι Όντομ Τζούνιορ (Murder on the Orient Express), Τζον Μπέρνταλ (The Wolf of Wall Street), Κόρεϊ Στολ (First Man), Μπίλι Μάγκνουσεν (Game Night), Μικέλα Ντε Ρόσι (Boys Cry), Τζον Μαγκάρο (The Finest Hours), Ρέι Λιότα (Goodfellas) και την Βέρα Φαρμίγκα (The Conjuring, Up in the Air).
Σύνοψη
Ο νεαρός Τόνι Σοπράνο (Μάικλ Γκαντολφίνι ) μεγαλώνει σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους στην ιστορία του Νιούαρκ και ανδρώνεται, καθώς αντίπαλες συμμορίες ανελίσσονται και διεκδικούν την εξουσία από την πανίσχυρη εγκληματική οργάνωση των ΝτιΜέο, που κυριαρχεί στη διχασμένη από τον ρατσισμό πόλη. Εγκλωβισμένος σε μία εποχή που αλλάζει ραγδαία είναι ο θείος που θαυμάζει, ο Ντίκι Μολτισάντι (Αλεσάντρο Νιβόλα), ο οποίος παλεύει να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές και προσωπικές του υποχρεώσεις. Η επιρροή που ασκεί στον ανιψιό είναι τέτοια που ο θείος θα πλάσει τον εύπιστο έφηβο και θα τον μεταμορφώσει στον πανίσχυρο αρχιμαφιόζο, τον Τόνι Σοπράνο.
To φιλμ το αναμένουμε για προβολή και στην Πάτρα όταν βγει.
Όπως αναφέρει το δελτίο Τύπου, η διαδικασία που θα έφερνε την πρώτη γενιά των Μολτισάντι και των Σοπράνος στη μεγάλη οθόνη ξεκίνησε πολύ πριν τελειώσει η σειρά ορόσημο, όταν ο Τόμπι Έμεριχ, επικεφαλής της New Line Cinema, πρότεινε μια ιδέα στον δημιουργό της σειράς, Ντέιβιντ Τσέις. «Με κυνηγούσε πολύ πριν τελειώσει η τηλεοπτική σειρά και επέμενε. Του έλεγα πάντα ότι δεν θα το κάνω, αλλά, την ίδια στιγμή, έλεγα ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη ποτέ» θυμάται ο Τσέις.
Το 2019, περίπου δύο δεκαετίες μετά το ντεμπούτο της σειράς, ξεκίνησε τελικά η παραγωγή της ταινίας. «Υπάρχουν τρεις ή τέσσερις ιστορίες στην ταινία» επισημαίνει ο Τσέις. «Αλλά η πιο σημαντική είναι η ιστορία του νεαρού Τόνι και ενός τύπου, που θεωρεί ότι είναι ο μέντορας του, του Ντίκι Μολτισάντι, που τον επηρεάζει».
Ιούνιος 1967. Σε έναν έρημο δρόμο της εργατικής γειτονιάς και των μαύρων του Νιούαρκ στο Νιού Τζέρσεϊ, ένας άψογα ντυμένος μαφιόζος, ο Ντίκι Μολτισάντι σταματάει την άσπρη κάμπριο Impala του για να κανονίσει κάτι δουλειές. Τα μέλη της συμμορίας των Black Saints κλέβουν για καιρό τους δικούς του και τώρα καταφθάνει για να επιβλέψει τον συνεργάτη και συμπαίχτη του από τη σχολική ποδοσφαιρική ομάδα, τον Χάρολντ ΜακΜπάιερ. Εντωμεταξύ, ο Χάρολντ σπάζει στο ξύλο, παραδειγματικά, έναν ατίθασο νεαρό παραβάτη.
Στον ιταλικό τομέα του Νιούαρκ, ο μανιώδης καπνιστής Τζόνι Σοπράνο, ρίχνει μία μπάλα στον 11χρονο γιο του Άντονι, ενώ η αγχωμένη γυναίκα του Λίβια προσέχει το μωρό τους, την Μπάρμπαρα, και η κόρη τους Τζάνις διαβάζει ένα νεανικό περιοδικό στα σκαλιά του καθαρού και σεμνού σπιτιού τους. Υποδέχονται θερμά τον οικογενειακό φίλο και συνεργάτη Ντίκι Μολτισάντι, που έρχεται για να πάρει τον νεαρό Τόνι μέχρι τις αποβάθρες. Εκεί θα καταφθάσει ένα ιταλικό ατμόπλοιο που φέρνει τον πατέρα του Ντίκι, τον Χόλιγουντ Ντίκι Μολτισάντι, και τη νέα και όμορφη σύζυγο του Τζουζεπίνα από την Ευρώπη.
Κουλ και γοητευτικός, αγαπητός και σεβαστός από την ευρύτερη οικογένεια των Ιταλοαμερικανών, και αντικείμενο ιδιαίτερου θαυμασμού από τον ανιψιό του Άντονι Σοπράνο, ο Ντίκι Μολτισάντι μοιάζει να τα έχει όλα. Όταν όμως ο αυταρχικός πατέρας του και η νέα του Ναπολιτάνα σύζυγος μετακομίζουν στο σπίτι του στο Νιούαρκ, εγείρονται μεταξύ τους όλα τα άλυτα ζητήματα. Εντωμεταξύ, ο Ντίκι αρχίζει να νιώθει την όλο και μεγαλύτερη απέχθεια του Χάρολντ για τον ίδιο και την ιταλοαμερικάνικη κουστωδία του, που κατέχει από παλιά τον έλεγχο του οργανωμένου εγκλήματος στο Νιούαρκ.
Η αστυνομική βία στη διχασμένη από το ρατσισμό, πόλη πυροδοτεί τις εξεγέρσεις του Νιούαρκ, αντανακλώντας τις υπόγειες εντάσεις στην οικογένεια που σύντομα θα ξεσπάσουν βίαια. Τον Ιούλιο του 1967 το Νιούαρκ καιγόταν και ο άβγαλτος Τόνι γίνεται μάρτυρας όλου αυτού.
Για τη σκηνοθεσία της ταινίας, ο Ντέιβιντ Τσέις στράφηκε στον Άλαν Τέιλορ, έναν βετεράνο των Sopranos, που σκηνοθέτησε επεισόδια και στους έξι (6) κύκλους της σειράς. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι που νιώθω ότι ανδρώθηκα μέσα από τη σειρά, γιατί μόλις είχα αποφοιτήσει από τη σχολή κινηματογράφου. Έμαθα από τον Ντέιβιντ, από τη σειρά και από τους ηθοποιούς. Ήταν συναρπαστικό, γιατί το υλικό και οι ηθοποιοί ήταν πολύ σπουδαίοι», είπε ο Τέιλορ.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ο Τσέις τον είχε προσεγγίσει όταν είδε την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του, το «Palookaville». «Η πρώτη μου ταινία ήταν μία περιπέτεια καταδίωξης που διαδραματιζόταν στο Νιού Τζέρσεϊ. Νομίζω ότι άρεσε στον Ντέιβιντ μόνο και μόνο επειδή λάμβανε χώρα εκεί. Μάλλον θεώρησε ότι κατάγομαι από το Νιού Τζέρσεϊ ή κάτι τέτοιο».
Να θυμίσουμε πως μέσα σε έξι κύκλους, οι Sopranos ανέτρεψαν τα στερεότυπα και απέσπασαν αναρίθμητα βραβεία χάρη στο συναρπαστικό πορτρέτο της ιταλοαμερικανικής οικογένειας, τόσο με την έννοια των δεσμών αίματος, αλλά και των δεσμών ανάμεσα στα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης. Στο επίκεντρο φυσικά ήταν η περίφημη ερμηνεία του Τζέιμς Γκαντολφίνι ως Τόνι, ενός ευφυούς, βίαιου, καταθλιπτικού και ευαίσθητου αρχιμαφιόζου, ενός από τους πιο επιβλητικούς και πληθωρικούς αντιήρωες της τηλεόρασης. Ποτισμένη με μαύρο χιούμορ, η σειρά απεικόνιζε έναν βίαιο κόσμο οργανωμένου εγκλήματος, ξεδιάντροπης προδοσίας και δόλου, αλλά και τα καθημερινά βάσανα μιας «ενδιάμεσης» γενιάς που προστατεύει τους ηλικιωμένους και μεγαλώνει τα δικά της παιδιά.
Η σειρά ήταν ομόφωνα συναρπαστική, κυρίως, για έναν απλό λόγο, σύμφωνα με τον Τσέις: «Εντελώς παράδοξα, ο κόσμος ένιωσε οικεία με τη σειρά και ταυτίστηκε μαζί της».
Ο αιφνίδιος θάνατος του Τζέιμς Γκαντολφίνι το 2013 έβαλε τέλος στις εικασίες που υπήρχαν και ήθελαν τη σειρά να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε.
Γνωστός ως Τζέντλεμαν Ντίκι, ο Ντίκι Μολτισάντι είναι μέλος της εγκληματικής οργάνωσης του Νιου Τζέρσεϊ, της ΝτιΜέο και τον υποδύεται ο Αλεσάντρο Νιβόλα, ο οποίος έκανε έρευνα για τον χαρακτήρα, το Νιούαρκ και τους μαφιόζους της περιόδου. Μάλιστα μέσα από οικογενειακούς φίλους, ο Νιβόλα γνωρίστηκε με έναν Ιταλοαμερικανό ιερέα από το Νιούαρκ, που του έδειξε τις γειτονιές της ταινίας. Ο Νιβόλα διάβασε επίσης απομνημονεύματα μελών εγκληματικών οργανώσεων.
Τον Χάρολντ ΜακΜπράιερ που είναι γέννημα θρέμμα του Νιούαρκ και δουλεύει για τον Ντίκι, υποδύεται ο Λέσλι Όντομ Τζούνιορ, ο οποίος χαρίζει μία απρόσμενη ποιότητα στον χαρακτήρα.
Όσο για τον ρόλο του θετού γιου του Ντίκι, του εφήβου Τόνι Σοπράνο -για τις σκηνές που λαμβάνουν χώρα το 1971, μετά τις εξεγέρσεις στο Νιούαρκ, όταν οι Σοπράνος έχουν μετακομίσει από το Νιούαρκ- οι δημιουργοί έπεσαν πάνω σε ένα μοναδικά εξοπλισμένο και ταλαντούχο νεαρό ηθοποιό: τον Μάικλ Γκαντολφίνι, τον γιο του Τζέιμς Γκαντολφίνι, του κλασικού Τόνι δηλαδή. «Είδαμε πολλούς ηθοποιούς και πρότεινα να δοκιμάσουμε τον Μάικλ» θυμάται ο Ντέιβιντ Τσέις. «Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι άξιζε τον κόπο».
Ο τότε μόλις 18 χρονών Μάικλ Γκαντολφίνι είχε μόλις βγει σαν επαγγελματίας ηθοποιός, με ρόλους στα Ocean’s 8 και The Deuce, πριν κάνει οντισιόν για τον ρόλο του νεαρού Τόνι.
Ο Αλεσάντρο Νιβόλα αναφέρει πως «ο Μάικλ έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που θυμίζουν τον μπαμπά του που είναι συναρπαστικά και πολύ σπαραχτικά. Τον κοιτάς στα μάτια και βλέπεις τον μπαμπά του».
«Η ταινία εξερευνά τη σχέση ανάμεσα σε δύο κουλτούρες: την κουλτούρα των Ιταλοαμερικανών μεταναστών και την αφροαμερικανική κουλτούρα. Δεν κλείνει τα μάτια και φωτίζει το ζήτημα με γενναιότητα», επισημαίνει τέλος ο Αλεσάντρο Νιβόλα.
*O Μπομπ Σο που ανέλαβε τον σχεδιασμό παραγωγής της ταινίας, μας ξεναγεί στον κόσμο των Sopranos σε μία εποχή πολύ πριν τους γνωρίσουμε στη σειρά. Tη δεκαετία του ’60 και του ’70 οι μαφιόζοι είχαν πιο διακριτικές ζωές, ενώ τη χρονική περίοδο της σειράς οι γκάνγκστερ διένυαν την εποχή μετά τον Τζον Γκότι (διαβόητος γκάνγκστερ και αφεντικό της ιταλοαμερικανικής Μαφίας με φανταχτερό τρόπο ζωής). Οπότε, στην ταινία οι μαφιόζοι διατηρούν ένα χαμηλό προφίλ και δεν έχουν κραυγαλέα σπίτια. Προτιμούν τα μικρά σπίτια και μία μεγάλη Κάντιλακ παρκαρισμένη απέξω.
Η ταινία γυρίστηκε στο Νιούαρκ, στο Πάτερσον, το Μπλούμφιλντ και το Τζέρσεϊ Σίτι. Σκηνές γυρίστηκαν στο Μπρονξ, το Γιόνκερς, το Μπρούκλιν και το Κουίνς, σε περιοχές που θυμίζουν το Νιούαρκ του παρελθόντος. Εκατοντάδες ντόπιοι συμμετείχαν ως κομπάρσοι στις σκηνές των εξεγέρσεων και υποδύονταν διαδηλωτές, πλιατσικολόγους, μέλη της Εθνοφυλακής και της αστυνομίας. Η παραγωγή απευθύνθηκε σε ειδικούς συμβούλους του στρατού και της αστυνομίας για να εξασφαλίσει την αυθεντικότητα των σκηνών.
Επιμέλεια: Τ. ΜΑΡΤΑΤΟΣ




Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr













