Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Ρούλα Πισπιρίγκου Βασιλιάς Κάρολος της Αγγλίας Κέιτ Μίντλετον
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΒΙΒΛΙΟ

/

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Δωδέκατο

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Δωδέκατο

του Στάθη Θ. Πολίτη

Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».

Διαβάστε εδώ το Ενδέκατο Μέρος

_

#23

Μετά τη μικρή περιπέτεια που λίγο έλειψε να τους κοστίσει την ίδια τους τη ζωή, επέστρεψαν στην καθημερινότητα των τελευταίων μηνών.

Όχι πως αυτή διέφερε αρκετά από το σφοδρό κυνηγητό των δύο προηγούμενων ημερών. Πάλι κρύβονταν, πάλι πεινούσαν, πάλι έσερναν τα πληγιασμένα πόδια τους κάτω από τον ανελέητο καλοκαιρινό ήλιο.

Ο Αητός ήταν κλεισμένος στον εαυτό του. Πάντα του λιγομίλητος ήταν, αλλά μετά και το τελευταίο επεισόδιο, δεν του έπαιρνες κουβέντα.

Τα παιδιά της ομάδας δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έβαλαν τον Μπάμπη να του μιλήσει, μπας και τον πείσει να έρθουν σε επαφή με κάποια άλλη ομά­δα ή ακόμα και με το στρατηγείο, να μάθουν τι γίνεται. Είχαν πάρει κατεύθυνση προς τα νότια και κόντευαν να φτάσουν στην οροσειρά που ήξεραν πως ήλεγχαν οι φασίστες. Εάν συνέχι­ζαν την πορεία τους, όδευαν κατευθείαν στο στόμα του λύκου.

Ο Αητός δεν άκουγε τίποτα. Είτε έκαναν πορεία -τις περισσότερες ώρες της μέρας-είτε σταματούσαν λίγο για να ξαποστάσουν, εκείνος δεν ήταν μαζί τους.

Ταξίδευε μακριά.

Τελευταία, στα όλο και πιο συχνά όνειρά του, ερχόταν και τον επισκεπτόταν ο πατέρας του.

«Πατέρα».

Πόσο καιρό αλήθεια είχε να την προφέρει αυτή τη λέξη τη μαγική;

Όταν εκείνος έμπαινε στα χρόνια της οργισμένης εφηβείας, ο πατέρας του έφυγε για να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο.

Του είχε κοστίσει πολύ εκείνο το φευγιό. Τον είχε μάλιστα βάλει να του υποσχεθεί πως θα του έστελνε συνέχεια γράμματα.

Όπως πάντα, ο πατέρας τήρησε τον λόγο του. Από κάθε πόλη που έμπαινε νικηφόρος ο ελληνικός στρατός, του έστελνε κι από ένα γράμμα.

Κορυτσά, Πόγραδετς, Κλεισούρα, Άγιοι Σαράντα. Τα είχε όλα φυλαγμένα. Κειμήλια ιερά.

Ο πατέρας ήταν άνθρωπος σκληρός μα και δίκαιος. Κεφάλι αγύριστο, κάτι που κληροδότησε και στον μεγάλο του γιο.

Δεν ήθελε να γυρίσει από το μέτωπο. Μετά τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, ένοιωθε ντρο­πιασμένος. Ήθελε να φύγει για Κρήτη, για Αφρική, για οπουδήποτε συνέχιζαν οι λαοί να δίνουν την ιερή μάχη κατά του φασισμού.

Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τον στόχο του. Σε μία από τις τελευταίες μάχες πριν την υποχώρη­ση, τραυματίστηκε βαριά στο δεξί του πόδι. Κόντεψε να το χάσει, φθηνά την είχε γλυτώσει του είχαν πει οι νοσηλεύτριες.

Επέστρεψε μετά από λίγο καιρό σαν ήρωας. Με τη στολή γεμάτη παράσημα και το ηθικό πιο καταρρακωμένο από ποτέ.

Όταν γύρισε, έτυχε της λαμπρής υποδοχής των επισήμων από όλη την περιοχή. Ήταν ο ήρωας της Αλβανίας, ο δικός τους ήρωας.

Ο μεγάλος γιος υποδέχθηκε τον ήρωα πατέρα με αισθήματα ανάμεικτα. Ενώ είχε σίγουρα χαρεί με την επιστροφή, έβλεπε πως στο σπίτι είχε γυρίσει ένας άλλος άνθρωπος. Λιγομίλητος, κακοδιάθετος, δεν ήταν αυτός ο πατέρας του, ήταν κάποιος άλλος. Ένας ήρωας.

Το χωριό δεν άργησε και πολύ να φανερώσει τα αληθινά του συναισθήματα. Άλλωστε, σε ένα κεφαλοχώρι που φημιζόταν πάντα για τις φιλο­βασιλικές του προτιμήσεις, έπεφτε κομματάκι βαρύ να τους φορτωθεί για ήρωας του πολέμου ο Αντώνης ο κόκκινος.

Όταν μετά από κάμποσο καιρό, ο πατέρας ξεκίνησε πάλι να βγαίνει από το σπίτι, να ασχο­λείται με τα ζώα, να πηγαίνει και στο μεγάλο καφενείο της κεντρικής πλατείας, άρχισαν να φτάνουν και στα δικά του αυτιά οι ψίθυροι.

Ήξερε καλά ποιοι τον είχαν βάλει στο μάτι. Ήταν ο Νικολής και η συμμορία του, που απ' ότι είχε μάθει είχαν ήδη προφτάσει να γίνουν οι σπιούνοι των Ιταλών στο χωριό.

Θα μπορούσε να κάτσει για λίγο καιρό ακόμα σπίτι του. Να μείνει ήσυχος, να κουρνιάσει μέχρι να περάσει η μπόρα που έβλεπε πως ερχόταν στον ορίζοντα.

Όμως, ο Αντώνης ο κόκκινος δεν ήταν από τέτοια υλικά φτιαγμένος.

Ένα βράδυ που ήταν κόσμος πολύς στο καφε­νείο, ο Νικολής έψαχνε αφορμή για καβγά. Ήταν μπόλικοι δικοί του μαζεμένοι, σε ένα τρα­πέζι κάθονταν και τρεις Ιταλοί φαντάροι.

Ο Αντώνης έπαιζε το τάβλι του με τον Κωνσταντίνο τον ωρολογοποιό.

Μια, δυο, τρεις κουβέντες, δεν κρατήθηκε τελικά. Πιάστηκαν με το Νικολή στα χέρια. Ήταν τέτοια η φούρια του που αν δεν τους χώριζαν οι Ιταλοί, θα τον είχε αφήσει στον τόπο.

Τους μάζεψαν και τους δύο και τους πήγαν στο φρουραρχείο.

Την επόμενη μέρα κιόλας, ο Νικολής έκοβε βόλτες στην πλατεία του χωριού.

Τον Αντώνη όμως δεν το είχε δει κανείς.

Και κανείς δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.

 

#24

Δεν είχε καν καταλάβει πώς είχε βρεθεί πίσω στο ξενοδοχείο. Απορροφημένος από την ανάγνωση εκείνων των γραμμάτων, είχαν αναλάβει τα πόδια του να τον οδηγήσουν πίσω.

Ένοιωθε αποσβολωμένος, με κάποιον τρόπο άδειος.

Βγήκε στο μεγάλο, δρύινο μπαλκόνι του πετρόχτιστου ξενοδοχείου. Ο ήλιος είχε ξεκινήσει την καθοδική του πορεία και στεφάνωνε το επιβλητικό κτίριο.

Οι τελευταίες ισχνές του αχτίδες, έβαφαν με λογής-λογής αποχρώσεις του κίτρινου και του πορτοκαλί την απέναντι βουνοπλαγιά με το πυκνό ελατοδάσος.

Είχε μια τόσο ιδιαίτερη αύρα εκείνο το μέρος, σχεδόν μαγνητική. Σε ρουφούσε εντός του.

Όμως, παρά τη μαγεία της στιγμής, η σκέψη του δεν άργησε να επανέλθει στη νέα, συντριπτική πραγματικότητα. Έσβησε το μάλμπορο πριν της ώρας του και γύρισε την πλάτη στο τοπίο, με κατεύθυνση προς το δωμάτιο του.

Η μέρα είχε περάσει χωρίς καν να το καταλάβει. Παρήγγειλε να του φέρουν μια μπριζόλα στο δωμάτιο –τη χρειαζόταν, με όλα αυτά δεν είχε φάει μπουκιά και το στομάχι του διαμαρτυρόταν. 

Το λαχταριστό βουνίσιο κρέας το χώνεψε με ευχαρίστηση. Αυτό που δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα ήταν όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που μόλις είχε μάθει από την αλληλογραφία της μητέρας με εκείνον τον παράξενο γέρο. 

Ευτυχώς, σκεφτόταν, που ο ωρολογοποιός είχε και τα δικά του γράμματα προς τη μητέρα –τα είχε λάβει όλα μαζεμένα μαζί με το τελευταίο της γράμμα, όπως του είπε- οπότε μπορούσε τουλάχιστον να έχει μία ολοκληρωμένη εικόνα της αλληλογραφίας τους.

Το γεμάτο πλέον στομάχι είχε ως άμεσο επακόλουθο την υπνηλία. Ήταν εξαντλημένος. Όχι άδικα, είχε ζήσει την πιο έντονη μέρα της έως τότε ζωής του, χωρίς καν να γνωρίζει πως η επόμενη θα κατόρθωνε να την ξεπεράσει.

Τα μάτια του έκλειναν αλλά έπρεπε να συνεχίσει.

Έβαλε ένα ουίσκι για να υποβοηθήσει την όλη κατάσταση και άνοιξε το επόμενο γράμμα της μητέρας του.

Διαβάστε εδώ το Δέκατο Τρίτο Μέρος

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Culture