Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΒΙΒΛΙΟ

/

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Τρίτο

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Τρίτο

του Στάθη Θ. Πολίτη

Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».

Μια ιστορία για τη φιλία, τα ανθρώπινα πάθη που τη δοκιμάζουν, αλλά και την ασύγκριτη δύναμή της όταν έχει ρίζες γερές.

Μια ιστορία για το ψέμα και τη συμφιλίωση, για τα λάθη και την αποδοχή τους.

Μια ιστορία για τη φρίκη του πολέμου και τις βαθιές πληγές που αφήνει σε σώματα και ψυχές.

Μα πάνω απ' όλα, μια ιστορία για την καταλυτική επίδραση του πανδαμάτορα Χρόνου στις ζωές μας.

Διαβάστε εδώ το Δεύτερο Μέρος

_

#5

Το υπεραιωνόβιο επιδαπέδιο ρολόι στεκόταν εκεί στη γωνία και τους κοιτούσε, σαν ξεχασμένος φρουρός. Θύμιζε επίτιμο αξιωματικό της Φρουράς του Χρόνου.

«Η μητέρα σου άφησε ένα γράμμα μετά τον θάνατό της, σωστά;»

«Σωστά.»

«Σε αυτό το γράμμα πρέπει να σου εξηγούσε για εμένα και για τον λόγο που ήθελε να έρθεις να με βρεις.»

«Όχι ακριβώς. Το μόνο που έλεγε ήταν πως υπήρχαν γεγονότα από την ζωή της που αφορούσαν κι εμένα, τα οποία δεν πρόλαβε να μου πει. Και πως έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, τώρα έπρεπε να τα ανακαλύψω μόνος μου. Επέμενε δε σε αυτό -παρ' όλο που έγραφε ότι είχε μετανιώσει που δεν μου τα είχε πει νωρίτερα, με παρακαλούσε να κάνω αυτό το ταξίδι για "να ανακαλύψεις την αλήθεια μου παιδί μου -που είναι και δική σου αλήθεια".»

Ο γέρος πήρε ένα σκυθρωπό, φουρτουνιασμένο ύφος. Το μέτωπό του χωρίστηκε σε δεκάδες αυλάκια που σε λίγο θα γέμιζαν με το αλμυρό υγρό που γεννά η αγωνία.

«Πανάθεμά την -καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται. Ίδια μια ζωή. Ποτέ δεν έκανε τα σημαντικά στον σωστό τους Χρόνο.»

Στρέφοντας το βλέμμα του στον Μαρκ, είπε με μια βαθιά και γλυκιά, ταυτόχρονα, φωνή: «Εγώ αγόρι μου νόμιζα πως τα ήξερες αυτά. Έτσι μου είχε πει τουλάχιστον στο τελευταίο της γράμμα, πως αν τελικά δεν σας έμελλε να ξαναβρεθείτε, θα στα έγραφε να τα ξέρεις. Αλλά προφανώς πήρε άλλη απόφαση.»

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα από όλα αυτά. Είχατε επικοινωνία με τη μητέρα μου; Πώς; Πότε; Δεν ξέρω. Δε νομίζω πως είμαι σε θέση να συνεχίσω αυτή την κουβέντα.»

Είχε βγει πλέον εκτός εαυτού. Όντας άνθρωπος που παθολογικά σιχαινόταν τις εκπλήξεις, όλα αυτά τον είχαν οδηγήσει σε όρια που σπάνια προσέγγιζε.

Πετάχτηκε ξαφνικά από την καρέκλα και βγήκε έξω.

Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη του τζιν κι άναψε αλαφιασμένος ένα τσιγάρο. ¨Συνήθεια κι αυτή. Όταν φύγω απ’ αυτό το μέρος, το πρώτο πράγμα που θα κάνω θα είναι να το κόψω μαχαίρι¨.

Έστρεψε το βλέμμα του ψηλά. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, ούτε το παραμικρό σύννεφο δεν τολμούσε να χαλάσει την τελειότητά του.

Τι είδους παγίδα ήταν αυτή στην οποία είχε οδηγηθεί; Και μάλιστα από την ίδια του τη μητέρα! Τι ήταν αυτό το παράξενο μέρος που τον είχε στείλει; Και επιτέλους, ποιος ήταν αυτός ο γέρος που είχε το θράσος να του μιλά λες και τον ήξερε και να του λέει για παππούδες και φθαρμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες;

Ξαφνικά, το απόλυτο γαλάζιο σκίστηκε από το πέταγμα ενός εντυπωσιακού πουλιού. Πετούσε πάνω από το κεφάλι του.

Aquila Heliaca. Imperial Eagle.

Ναι, ήταν βέβαιος. Βασιλαετός. Ένα από τα λίγα πανέμορφα πράγματα που ήθελε να επιδιώξει να συναντήσει σε αυτό τον περίεργο τόπο, είχε έρθει να τον βρει μόνο του.

Δεν είχε μαζί του τα επαγγελματικά κιάλια που τον συντρόφευαν στους ατελείωτους περιπάτους που έκανε όταν είχε χρόνο στην αγγλική εξοχή, για να απολαμβάνει το αγαπημένο του χόμπι –την παρακολούθηση πτηνών.

Ξαφνικά, το πουλί έκανε μια απότομη βουτιά προς τα κάτω και μετά το ίδιο απότομα, εξαφανίστηκε.

Στα λίγα εκατοστά του δευτερολέπτου που τον πλησίασε, ο Μαρκ θα ορκιζόταν πως ο επιβλητικός Βασιλαετός τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

 

#6

Ο Αητός ήταν από τους πρώτους στους οποίους σε τόσο μικρή ηλικία ανατέθηκε η ηγεσία της δικής του ομάδας. Απολάμβανε μάλιστα και μία σχετική ανεξαρτησία κινήσεων που του είχε παραχωρηθεί από τη Διοίκηση, γεγονός που οι άλλοι καπεταναίοι της περιοχής -πολλοί εκ των οποίων είχαν τα διπλά του χρόνια- το είχαν πάρει εξαρχής με στραβό μάτι.

Γεγονός είναι πάντως πως τίποτα δεν του είχε χαριστεί. Αποφασιστικός, παράτολμος -τον έλεγες και ατίθασο-, από την στιγμή που βγήκε στο βουνό ήταν από τους πρώτους που έπεφταν στην μάχη κι από τους τελευταίους που οπισθοχωρούσαν όταν η περίσταση το καλούσε.

Σε αυτή του την παρουσία τον βοηθούσε τόσο το ότι ήταν μεγαλωμένος σε εκείνο τον τόπο και ήξερε κάθε σπιθαμή του, κάθε πλαγιά και κάθε χωριό, κάθε ρέμα και κάθε δρομάκι, σαν την παλάμη του χεριού του, όσο κι η απαράμιλλη φυσική δύναμη που τον χαρακτήριζε. Την οποία σε καμία περίπτωση δεν την αντιλαμβανόταν κανείς με την πρώτη ματιά. Ήταν μεν ψηλός, αλλά αρκετά ξερακιανός για να δικαιολογείται η τόση δύναμη που έκρυβε το κορμί του.

Θαρρείς και επρόκειτο για κάτι που ανέβλυζε από βαθιά μέσα του, από μια πηγή άγνωστη, έναν άλλο εαυτό. Από μικρός έτσι ήταν. Στο σχολειό τα παιδιά τον έλεγαν Ηρακλή και το πιο συχνό παιχνίδι στη γειτονιά ήταν να του ζητούν να κάνει μικρούς άθλους -να σηκώσει μια θεόρατη πέτρα ή να κουβαλήσει σάκους με σιτάρι.

Ο ίδιος καμωνόταν στη μάνα του πως δεν του άρεσαν όλα αυτά, μέσα του όμως το απολάμβανε -του άρεσε που όλοι τον θαύμαζαν, ένοιωθε ξεχωριστός, πως ήταν κάτι το διαφορετικό για τη μικρή τους κοινωνία.

Οι μόνες στιγμές που δεν αισθανόταν έτσι, ήταν όταν βρισκόταν μαζί με τους δύο παιδικούς του φίλους. Ο Ηλίας κι ο Στέφανος ήταν μια ζωή μαζί του. Κυριολεκτικά σχεδόν, καθώς είχαν γεννηθεί και οι τρείς σε απόσταση ενάμισι μόλις μήνα, το καλοκαίρι του 1925.

Από φτωχές οικογένειες αυτός με τον Ηλία, από μεσοαστική ο Στέφανος.

Οι γονείς του Στέφανου ήταν μικρασιάτες από την Σμύρνη και είχαν καταλήξει στην περιοχή μετά από μία μικρή οδύσσεια που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όντας ο πρώτος ωρολογοποιός της περιοχής, κατάφερε σύντομα να φτιάξει μαγαζί στον κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας του νομού και να ανοίξει καλές παρτίδες με τον αστικό κόσμο, καθώς ήταν ιδιαίτερα αγαπητός αλλά και καπάτσος πωλητής.

Μέχρι που για λόγους που ποτέ η οικογένεια δεν έμαθε, τη χρονιά που γεννήθηκε ο Στέφανος, ο Κωνσταντίνος Μακρίδης αποφάσισε να πάνε να ζήσουν σε ένα χωριό όχι πολύ μακριά από την πόλη, μέσα στα έλατα που κατέκλυζαν τον ορεινό όγκο που δέσποζε στην περιοχή. Μετέφερε εκεί και την τέχνη του -ως τέτοια την αντιμετώπιζε μια ζωή- και μάλιστα, κάτι τελείως απροσδόκητο για τα δεδομένα της εποχής, τον ακολούθησε εκεί και το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας του. Κάπως έτσι ο κύριος Μακρίδης και η οικογένειά του, παρά το ότι είχαν ξεκινήσει ως αποσυνάγωγοι "τουρκόσποροι", είχαν καταφέρει να ανέλθουν την κοινωνική σκάλα και να γίνουν εκλεκτά μέλη της κλειστής τοπικής κοινότητας.

Οι πατεράδες των δύο άλλων παιδιών ήταν κτηνοτρόφοι. Φίλοι από παιδιά, μαζί πάλευαν από μικροί για να αυγατίσουν το βιος τους. Δεν τα 'χαν καταφέρει και άσχημα, το γεγονός όμως πως είχαν πέντε παιδιά ο ένας και τέσσερα ο άλλος, δεν τους επέτρεπε να πάρουν ανάσα.

Τα τρία παιδιά μεγαλώνοντας από μικρά στην ίδια γειτονιά του χωριού, είχαν γίνει αχώριστα. Ο Στέφανος ήταν η συγκολλητική ουσία που κρατούσε ενωμένους και τους τρεις, καθώς οι άλλοι δύο ήταν από χαρακτήρα πιο ζωηροί κι ατίθασοι, με αποτέλεσμα συχνά να καβγαδίζουν, ακόμα και για ψύλλου πήδημα. Εκείνος όμως, πάντα πράος και πανέξυπνος ταυτόχρονα, κατόρθωνε να σβήνει τα πάθη και να μονιάζει την παρέα.

Όπως αργότερα -όταν μαγεύτηκαν από το σχετικό κόμικ που είχε πέσει στα χέρια τους- θα τιτλοφορούσαν εαυτούς, ήταν σαν τους τρεις σωματοφύλακες, ένας για όλους και όλοι για έναν.

Κι έτσι πίστευαν πως θα 'ναι για μια ολόκληρη ζωή.

Διαβάστε εδώ το Τέταρτο Μέρος

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Culture