Στις 14 Ιουλίου, το Θερινό Δημοτικό Θέατρο του Δήμου Πατρέων
Στις 14 Ιουλίου, το Θερινό Δημοτικό Θέατρο του Δήμου Πατρέων, στο Παμπελοποννησιακό Στάδιο, υποδέχεται μια από τις σημαντικότερες τραγωδίες του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία ενός παλιού γνώριμου: του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, Θέμη Μουμουλίδη.
Μια παράσταση που ήδη συγκινεί κοινό και κριτικούς σε όλη την Ελλάδα, με έναν θίασο υψηλής δυναμικής και ουσιαστικής ερμηνείας.
Αφορμή για τη συζήτησή μας με τον Μιχάλη Οικονόμου είναι η ξεχωριστή ερμηνεία του ρόλου του Φύλακα, ενός προσώπου απλού και ανθρώπινου, που φέρνει τη δραματική αποκάλυψη χωρίς να το επιλέξει. Ο ηθοποιός, με βαθιά ενσυναίσθηση και εσωτερικότητα, μιλά για την πορεία του χαρακτήρα του, την ηθική σύγκρουση, την αμηχανία μπροστά στην εξουσία και την αφύπνιση της συνείδησης. Με αφορμή την παράσταση, μας ανοίγει και την προσωπική του διαδρομή, από ρόλους που τον καθόρισαν, μέχρι την εμπειρία της πατρότητας και της ορατότητας στην LGBTQ+ κοινότητα.
Μια συνέντευξη για το θέατρο, τη ζωή και τις σιωπές που τελικά ζητούν να ακουστούν.
Ας ξεκινήσουμε με το ρόλο στην Αντιγόνη. Ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη όταν σου προτάθηκε;
Υποδύομαι τον Φύλακα — σε ένα κείμενο που, όσο περνάει ο καιρός, το νιώθω όλο και πιο επίκαιρο. Είναι ο άνθρωπος που φέρνει στη σκηνή ένα τρομερό νέο, χωρίς να το έχει διαλέξει - ότι η Αντιγόνη παρέβη την εντολή του Κρέοντα και έθαψε τον αδερφό της Πολυνείκη- και έτσι μπλέκεται άθελά του σε μια σύγκρουση τεράστιας ηθικής βαρύτητας. Η πρώτη μου σκέψη όταν μου έγινε η πρόταση ήταν ότι θα μπω σε διαδικασία να κάνω τραγωδία μέσα στο ζεστό καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα. Αυτό από μόνο του μοιάζει πολύ κοπιαστικό και ψυχοφθόρο. Η ίδια όμως η ομάδα που έχει φτιαχτεί και με αρχηγό τον Θέμη, ντύνουν με χαρά αυτό το εγχείρημα. Μεγάλη χαρά έχω επίσης που θα συναντήσω από κοντά και σε όλη την Ελλάδα ανθρώπους/θεατές που με στηρίζουν σε όλη την καλλιτεχνική πορεία μου ως τώρα.
Πώς προσέγγισες αυτόν τον χαρακτήρα; Τι ήθελες να αναδείξεις μέσα από την ερμηνεία σου;
Τον είδα σαν έναν άνθρωπο που προσπαθεί να κάνει σωστά τη δουλειά του, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου μηχανισμού. Έχει αυτή την αμηχανία του ανθρώπου που δεν ανήκει ούτε στον έναν ούτε στον άλλον πόλο — κι όμως, βρίσκεται στη μέση. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να οδηγηθεί μέσα του σε μία εξέγερση, από την ταύτιση με το σύστημα, στο δρόμο της συνείδησης και της ελευθερίας που εμπνέει η Αντιγόνη. Ένα φύλακα που να διανύει μία διαδρομή μέσα του. Και να εκφράζει τη φρίκη των σημερινών τραγωδιών του κόσμου. Κι αυτό είναι πάντα πρόκληση για έναν ηθοποιό, να βρεις το βάθος και την οικουμενικότητα σε ένα ρόλο. Αλλά ο Φύλακας εδώ έχει ένα ακόμα χαρακτηριστικό, είναι ένας λαϊκός ήρωας, δεν έχει βασιλικό αίμα ούτε είναι κάποιος άρχοντας. Είναι ο καθρέφτης του φόβου, της αμηχανίας, της επιβίωσης του κάθε θεατή απέναντι σε ένα καταπιεστικό σύστημα. Και κάπου εκεί, ταυτίστηκα και ελπίζω και οι θεατές.

Η σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη διαφέρει αισθητά από πιο κλασικές αναγνώσεις του έργου. Τι σε συγκίνησε ή σε προκάλεσε στη συγκεκριμένη εκδοχή;
Αυτό που με συγκίνησε πιο πολύ είναι ότι ο Θέμης καταφέρνει να διατηρεί το αρχαίο, χωρίς να το κρατά “στη βιτρίνα”. Το φέρνει στο τώρα, όχι μέσα από ιδέες ή τεχνάσματα, αλλά με ουσία. Δουλεύει με τους ηθοποιούς βαθιά, ουσιαστικά, και κυρίως δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που δεν είναι αυστηρά επαγγελματική, αλλά ανθρώπινη. Στη δική του εκδοχή, νιώθεις πως όλοι οι χαρακτήρες κουβαλούν κάτι δικό σου: μια στάση ζωής, ένα τραύμα, πίστη. Κι αυτό, σαν ηθοποιό, με κινητοποιεί με έναν άλλο τρόπο.
Η Αντιγόνη είναι ένα έργο που αγγίζει έντονα ζητήματα εξουσίας, αντίστασης και ηθικής. Πώς συνδέεις το περιεχόμενό της με τη σημερινή κοινωνική ή πολιτική πραγματικότητα;
Ζούμε σε μια εποχή όπου η εξουσία παίρνει χίλια πρόσωπα, πολιτικά, θεσμικά, ακόμη και “ηθικά”. Η Αντιγόνη είναι εκείνη που λέει «όχι», όχι από αντίδραση, αλλά επειδή μέσα της δεν χωράει το «ναι». Και ο Κρέοντας είναι η εξουσία που έχει πειστεί ότι το δίκιο είναι μόνο αυτό που λέει ο ίδιος. Αυτή η σύγκρουση υπάρχει παντού γύρω μας, στις αποφάσεις που παίρνουν κράτη, στις φωνές που φιμώνονται, στους ανθρώπους που σηκώνονται να πουν “ως εδώ”. Το έργο σε αναγκάζει να αναρωτηθείς: εγώ, πού στέκομαι; Σιωπώ; Φοβάμαι; Συμφωνώ χωρίς να το πιστεύω; Βολεύομαι;
Υπάρχει κάποια σκηνή ή στιγμή στο έργο που σε φορτίζει ιδιαίτερα κάθε φορά που τη ζεις πάνω στη σκηνή;
Ναι, υπάρχει. Είναι η στιγμή που φέρνω την Αντιγόνη μπροστά στον Κρέοντα. Κάθε φορά που φτάνω εκεί, νιώθω ένα βάρος. Γιατί ναι μεν δεν είναι ο φύλακας ο τιμωρός, αλλά ουσιαστικά είναι αυτός που ανοίγει την πόρτα στην καταδίκη της. Και, αυτή η πράξη κουβαλάει μια καταδίκη. Είναι σαν να λες: “εγώ έκανα τη δουλειά μου”, αλλά μέσα σου να ξέρεις ότι αυτό που έκανες είχε συνέπειες. Εκεί έχουμε χωρέσει μια μεγάλη ρωγμή στο φύλακα, σε ένα μονόλογο στον οποίο κοιτάζει την Αντιγόνη, τη θαυμάζει και κάτι αρχίζει να αλλάζει μέσα του.
Πώς έχει ανταποκριθεί το κοινό στην παράσταση;
Πολλές φορές, στο τέλος της παράστασης, η σιωπή του κοινού είναι πιο εύγλωττη από κάθε χειροκρότημα. Υπάρχει συγκίνηση, αλλά και προβληματισμός. Αρέσει πολύ στο κοινό πως επιτέλους ακούν καθαρά το κείμενο αυτού του έργου σε μια παράσταση που δεν κουράζει και κρατάει έντονα το ενδιαφέρον. Έχουν έρθει άνθρωποι να μου πουν ότι κάτι τους «ξεβόλεψε» εσωτερικά, ότι ένιωσαν κομμάτι αυτής της ιστορίας. Κι αυτό, νομίζω, είναι το πιο σημαντικό. Να αφήσεις κάτι πίσω. Ένα ερώτημα, μια φράση, ένα σπόρο αλλαγής που θα μείνει μαζί τους φεύγοντας.

Πώς διαχειρίζεσαι τις κριτικές – θετικές ή αρνητικές;
Με τον καιρό έμαθα να τις φιλτράρω. Οι θετικές είναι πάντα ευπρόσδεκτες, αλλά προσπαθώ να μην επαναπαύομαι. Και οι αρνητικές, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι, πονάνε,γιατί όλοι μας βάζουμε την ψυχή μας σε αυτό που κάνουμε. Όμως, όταν μια κριτική είναι ουσιαστική, σου ανοίγει έναν δρόμο. Με βοηθάει να επανεξετάσω πράγματα, να κοιτάξω πιο καθαρά το υλικό μου. Δεν με καθορίζουν πια οι γνώμες, αλλά με ενδιαφέρει η αλήθεια μέσα τους. Όταν υπάρχει.
Ποιους ρόλους θεωρείς καθοριστικούς για την εξέλιξή σου;
Υπάρχουν αρκετοί, ο ρόλος μου στο Σφαγείο, που μου χάρισε το βραβείο Χορν, όλη η συνεργασία μου στον Αρίστο μια συγκλονιστική παράσταση, ο Τσάρλι στο Ντα, ο Ξέρξης στου Πέρσες… Τι να πρωτοπώ! Αν πρέπει να ξεχωρίσω, θα έλεγα ότι ο κάθε ρόλος που με δυσκόλεψε με κάποιο τρόπο — ψυχικά ή τεχνικά — ήταν και καθοριστικός. Ουσιαστικά, οι ρόλοι που με πήγαν κάπου που δεν είχα ξαναπάει. Αυτοί μένουν. αλλά πιο πολύ υπάρχουν οι συναντήσεις με σπουδαίους ανθρώπους: ο Μηνάς Χατζησάββας , η Ξένια Καλογεροπούλου , ο Δημήτρης Καραντζάς, και άλλοι πολλοί.
Ποια ήταν η πιο απαιτητική εμπειρία που είχες ως ηθοποιός μέχρι σήμερα;
Η πιο απαιτητική… θα έλεγα ήταν κάθε φορά που χρειάστηκε να εκτεθώ απόλυτα. Υπήρξαν έργα που με ξεβράκωσαν ψυχικά, που δεν μπορούσα να τα παίξω «τεχνικά», έπρεπε να μπω με το σώμα και την καρδιά. Αυτές είναι οι στιγμές που φτάνεις στα όριά σου. Και δεν εννοώ μόνο σκηνικά, αλλά και σε περιόδους που ήμουν πιο εύθραυστος προσωπικά. Το να κουβαλήσεις έναν ρόλο ενώ παράλληλα προσπαθείς να σταθείς και ως άνθρωπος, αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο. Αλλά και το πιο αληθινό.
Έχεις μιλήσει δημόσια για την προσωπική σου ζωή και την οικογένειά σου. Πώς νιώθεις που η παρουσία σου έχει βοηθήσει στη μεγαλύτερη ορατότητα της LGBTQ+ κοινότητας στην Ελλάδα;
Νιώθω ευγνωμοσύνη. Γιατί αν με κάποιον τρόπο η δική μου διαδρομή άνοιξε λίγο χώρο — έστω και για έναν άνθρωπο — τότε έχει νόημα. Δεν το έκανα για να γίνω “παράδειγμα” ή να κάνω ακτιβισμό, απλά είπα ανοιχτά την αλήθεια για την οικογένειά μου. Και δεν είναι πάντα εύκολο. Ζούμε σε μια κοινωνία που -παρ’ όλους τους νόμους- ακόμα φοβάται το διαφορετικό. Αλλά όταν κάποιος σου πει “με βοήθησε που σε είδα να ζεις ανοιχτά”, τότε καταλαβαίνεις ότι η έκθεση έχει αξία. Και είναι και ένας τρόπος ταύτισης κι αγάπης.
Πιστεύεις ότι ο χώρος του θεάτρου και της τηλεόρασης, αλλά και η κοινωνία ευρύτερα έχει αλλάξει απέναντι στη διαφορετικότητα τα τελευταία χρόνια;
Έχουν γίνει βήματα, ναι, αλλά δεν είναι όλα κερδισμένα εκ των προτέρων. Το θέατρο ανέκαθεν ήταν λίγο πιο μπροστά, πιο ανοιχτό. Στην τηλεόραση, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια μεγαλύτερη ποικιλομορφία, με βάση την αλήθεια, χωρίς γραφικότητες. Αλλά στην καθημερινότητα, στην εργασία, στην παιδεία, υπάρχει ακόμα δρόμος. Δεν αρκεί να το παίζουμε ανεκτικοί, να δεχόμαστε τη διαφορετικότητα αρκεί «να μην ενοχλεί» — πρέπει να τη σεβόμαστε, να τη θεωρούμε αυτονόητη. Και να φτάσουμε σ’ ένα σημείο όπου δε θα χρειάζεται καν να τη συζητάμε ως “θέμα”.
Ποια είναι η πιο δύσκολη και η πιο συγκινητική στιγμή που έχεις ζήσει μέχρι σήμερα, μετά τον γάμο σου με τον Γιώργο Μακρή;
Η πιο δύσκολη… ίσως ήταν το στρες πριν τη ψήφιση του νομοσχεδίου. Αλλά η πιο συγκινητική — χωρίς δεύτερη σκέψη — ήταν η μέρα του γάμου μας και η αγκαλιά του γιου μας. Το να μεγαλώνεις ένα παιδί, να του δίνεις αγάπη, να το βλέπεις να σε κοιτάει χωρίς καμία προκατάληψη… είναι σαν να ξαναγράφεται ο κόσμος από την αρχή. Και αυτό, για μένα, είναι το πιο δυνατό φως στη ζωή μου.

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr










