Ο ηθοποιός μιλάει για το θέατρο και τη νέα γενιά ηθοποιών
Αθόρυβα, δίχως διαφημιστικές καμπάνιες, με ελάχιστη ή και χωρίς καθόλου κρατική επιχορήγηση, κάποτε παίζοντας μόνο για δυο-τρεις θεατές, ο Αντώνης Αντωνίου –με πείσμα και σεμνότητα, προσωπικό μόχθο και άποψη– έχει κατορθώσει να διατηρήσει ζωντανό εδώ και 30 χρόνια το θεατράκι του σε ένα στενάκι της Κυψέλης. Πρόσφατα ήρθε η μεγάλη δικαίωση γι’ αυτόν τον ακάματο «εργάτη» του θεάτρου με δύο σημαντικότατα βραβεία που απέσπασε ο μονόλογός του με βάση τη νουβέλα «Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» του Θανάση Βαλτινού [απόσπασμα από το περιοδικό Αθηνόραμα]. Ο ηθοποιός έρχεται σήμερα στο entertv.gr και μιλάει αποκλειστικά στον Αλέξανδρο Κούρτη για την παράσταση, το θέατρο και τη νέα γενιά ηθοποιών.
- Το εξαιρετικό «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» ανεβαίνει για 2η χρονιά στη Θεατρική Σκηνή και θέλω, για όσους λίγους θαρρώ που δεν το έχουν ανακαλύψει, να μου πείτε περί τίνος πρόκειται.
Είναι ένα έργο που αναφέρεται στη μετανάστευση από τις αρχές του 1900 μέχρι το 1920 περίπου των Ελλήνων, κυρίως της Πελοποννήσου, που πήγαν στην Αμερική. Ήταν μία αρκετά ταραγμένη εποχή για την Ελλάδα με πολέμους, πτώχευση και ιδιαίτερες φυσικές και οικονομικές καταστροφές. Τα χτυπήματα ήταν πολλαπλά, η μόνη λύση ήταν ο ξενιτεμός και το έργο πάνω σε αυτό το πλαίσιο αφηγείται τις περιπέτειες ενός υπαρκτού προσώπου, του Ανδρέα Κορδοπάτη, και το τι τράβηξε για να φύγει, να βγει έξω λαθρομετανάστης, να τον κυνηγάνε για να τον γυρίσουν πίσω, αυτός να ξαναπηγαίνει και όλη την υπόλοιπη περιπέτεια του.
- Πόσο σύγχρονη μπορεί ενδεχομένως να παραμένει η ιστορία αυτού του ανθρώπου ως και σήμερα;
Έχει σίγουρα μία επικαιρότητα αρκετά ενοχλητική γιατί οι συνθήκες περίπου είναι ίδιες, όχι ακριβώς βέβαια. Νομίζω πως ξυπνάει στον θεατή κάποια ένστικτα και κάποιους εφιάλτες ότι αυτή την κατάσταση μπορεί να την υποστεί ξανά η νεότερη γενιά και τα νέα παιδιά γιατί δυστυχώς πλέον δεν υπάρχει ίσως άλλη διέξοδος από το να φύγεις από αυτή τη σάπια χώρα.
- Η παράσταση και πέρυσι και φέτος δεν είχε κάποια ιδιαίτερη διαφήμιση ή κάποια μεγάλη προβολή από τα Μέσα, και θα αναφερθώ στο βραβείο του Αθηνοράματος στη συνέχεια, παρόλα αυτά όμως πιστεύετε πως ο κόσμος ανακαλύπτει τις καλές και σωστές δουλειές; Τις ξεχωρίζει;
Πράγματι δεν υπήρχε διαφήμιση πριν το βραβείο αυτό από όπου κι έπειτα η παράσταση απέκτησε μία άλλη εικόνα. Αυτό σημαίνει ότι η διαφήμιση είναι απαραίτητη, ή για να το πω καλύτερα η γνωστοποίηση μια δουλειάς είναι απαραίτητη, γι’ αυτό και όσοι κρατούν και κινούν τα νήματα στο χώρο του θεάτρου ξέρουν πάρα πολύ καλά τι γίνεται και ή στην επιτρέπουν ή δε στην επιτρέπουν. Πολύ δύσκολα σπας τα κλειστά κυκλώματα της τηλεόρασης, με λιγότερη δυσκολία μπορεί να σε βοηθήσει ως ένα βαθμό το ραδιόφωνο και με μεγαλύτερη δυσκολία όλων μπορεί να σε στηρίξει και να σε προβάλλει ο Τύπος και ο περιοδικός Τύπος. Εδώ λοιπόν είναι μία άλλη θλιβερή εικόνα αυτής της χώρας όπου πρέπει να είσαι μέσα στο κύκλωμα για να μπορείς να προβληθείς. Εμείς παρόλα αυτά δίνουμε έναν αγώνα, έχουμε τη ζωντανή διαφήμιση του κοινού που είναι πάρα πολύ σημαντική αλλά επειδή και η προβολή μιας δουλειάς από τα Μέσα είναι απαραίτητη πάντοτε δυσκολευόμαστε.
- Προσφάτως λοιπόν τιμηθήκατε και με το βραβείο Αθηνοράματος για τη συγκεκριμένη δουλειά και θέλω να σας ρωτήσω τη σημαίνει για σας αυτή η βράβευση αυτή τη χρονική στιγμή.
Είναι μία πολύ καλή αφορμή να δει ο κόσμος ότι υπάρχει καταρχήν αυτή η δουλειά και ότι έχει αρκετά ποιοτικά στοιχεία μιας και δεν είναι μονό ότι βραβεύτηκα εγώ αλλά βραβεύτηκε και ο Θανάσης Βαλτινός σαν συγγραφέας του έργου και πήρε το πρώτο βραβείο για ελληνικό έργο. Αυτά τα δύο πράγματα μαζί νομίζω πως έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην πορεία της παράστασης.
- Είστε ένας άνθρωπος που μετράει πολλά χρόνια στο χώρο έχοντας διανύσει πολλά θεατρικά χιλιόμετρα, αποτελεί εν τέλει ο μονόλογος το πλέον δύσκολο θεατρικό είδος;
Μπορώ να πω ότι ο μονόλογος βεβαίως έχει τις δυσκολίες του αλλά όλο το θέατρο είναι δύσκολο και απαιτητικό. Χρειάζεται πολύ δουλειά και αξιόλογους συνεργάτες. Να πω εδώ ότι στο “Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη” είναι από τις λίγες φορές που είχα 3 σπουδαίους συνεργάτες που καθόρισαν το αποτέλεσμα της δουλειάς και έφτιαξαν ένα πλαίσιο ποιότητας όπου μέσα εκεί ένιωσα την ανάγκη να προσπαθήσω πολύ περισσότερο για να ανταπεξέλθω και γω στην ποιότητα τους. Το σκηνικό του Νίκου Κασαπάκη, τη μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και του φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ.
- Ο κόσμος που σας βλέπει μετά την παράσταση τι σας λέει; Με τι αίσθηση αποχωρεί από το θέατρο;
Του αρέσει το έργο, του αρέσει η παράσταση και κυρίως βλέπει με φρίκη τα πράγματα να επαναλαμβάνονται. Άλλοι έχουν συγγενείς μετανάστες, άλλοι έχουν οι ίδιοι κάποια προσωπικά βιώματα ξενιτεμού και γενικά επικρατεί μια συγκίνηση και ένα ενδιαφέρον συναισθηματικό και λογικό. Βρίσκεις δηλαδή μια συναισθηματική σχέση με αυτό τον ξεριζωμό, που είναι σαν να συμπονάς έναν ολόκληρο λαό στην πορεία του, και αυτό λειτουργεί πάρα πολύ έντονα στο θεατή.
- Ξεκινώντας στο χώρο του θεάτρου πριν πολλά χρόνια, θα μου λέγατε πως έχετε εκπληρώσει τώρα όλους τους στόχους που είχατε θέσει;
Δεν νομίζω να τους έχω εκπληρώσει διότι το θέατρο είναι ατέλειωτο και απύθμενο. Αυτά που θέλεις να κάνεις μπαίνοντας σε αυτό δεν τελειώνουν ποτέ. Προλαβαίνουμε να κάνουμε μόνο κάποια μικρά πραγματάκια και να δοκιμαστούμε από δω κι από κει. Όσο μας επιτρέπουν τα οικονομικά και οι δυνάμεις μας προσπαθούμε να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε.
- Διάβασα πως η Θεατρική Σκηνή, εδώ στην Κυψέλη όπου και βρισκόμαστε, μετράει ήδη 30 χρόνια. Αγαπημένες στιγμές; Αγαπημένες δουλειές που ανεβάσατε;
Οπωσδήποτε θα πω το πρώτο έργο που ανεβάσαμε σαν Θεατρική Σκηνή με τίτλο «Ο φονιάς» του Μήτσου Ευθυμιάδη, το «Εστω» του Μάριου Ποντίκα, το «Γέυμα» της Λείας Βιτάλη, σίγουρα το τωρινό «Το Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» καθώς και αρκετά ξένα έργα κυρίως του Ντέιβιντ Μάμετ. Αυτά θεωρώ τους βασικούς σταθμούς χωρίς όμως να θέλω να υποτιμήσω και τις υπόλοιπες προσπάθειες και τα άλλα έργα που ανεβάσαμε. Πάντα υπήρχε μία προσπάθεια να μιλήσουμε για πολλά θέματα και άλλα ήταν πιο εύστοχα άλλα ήταν πιο επίκαιρα και άλλα είχαν μια διαφορετική αξία και προσφορά στο κοινό.
- Στην τηλεόραση έχετε κάνει αρκετά πράγματα και προσωπικά μπορώ να απαριθμήσω αυτή τη στιγμή πολλές βαθιές και ανθρώπινες ερμηνείες σας στις σειρές του Π. Κοκκινόπουλου, όμως θα μου λέγατε ειλικρινά πως την έχετε αγαπήσει;
Δεν μπορώ να πω ότι την έχω αγαπήσει πολύ την τηλεόραση αλλά έχει ενδιαφέρον. Σίγουρα δεν είναι σινεμά, σίγουρα δεν είναι θέατρο. Συσσωρεύει νομίζω περισσότερα αρνητικά όπως είναι η προχειρότητα στο σενάριο και η ταχύτητα στην παραγωγή που δεν σου επιτρέπουν να έχεις μία περισσότερο ουσιαστική απόδοση. Βέβαια στις συνεργασίες με τον Πάνο Κοκκινόπουλο, τον Κώστα Κουτσομύτη και τον Μανούσο Μανουσάκη υπήρχε μία καλύτερη και πιο ουσιαστική σχέση και προσέγγιση στις σειρές τους.
- Οπότε έχετε κάνει και επιλογές στην τηλεόραση με βάση καθαρά τις οικονομικές απολαβές;
Βέβαια και κυρίως λόγω αυτών. Ήμασταν τυχεροί νομίζω όταν βρίσκαμε να συνδυάσουμε τις οικονομικές απολαβές με την ποιότητα και επειδή το θέατρο ήθελε στήριξη υποχρεωτικά έκανες διάφορα πράγματα γνωρίζοντας ότι «μπόρα είναι θα περάσει».
- Αυτή η περίοδος που διανύουμε οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πώς σας βρίσκει;
Προβληματισμένο μεν αλλά και προβληματισμένο προς όλες τις πλευρές. Δηλαδή πιστεύω είναι μία εποχή που πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τα πιστεύω μας και την πολιτική μας τοποθέτηση. Οι συνθήκες είναι πολύ πιο πρωτόγνωρες και δεν μπορεί φαινόμενα τόσο σύνθετα να τα λύνεις με την απλούστευση που υπήρχε πριν αρκετά χρόνια. Παλιά έλεγες «είμαι αριστερός» και αυτό κάτι σήμαινε, ενώ τώρα το λες και αμέσως ρωτάνε «δηλαδή»; Και πρέπει να εξηγήσεις γιατί τα πράγματα πλέον είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Οι περισσότεροι κάνουν το λάθος και απαντούν με παλιές συνταγές στα πιο σύνθετα προβλήματα του τόπου και αυτό όχι μόνο λύση δε μπορεί να φέρει αλλά φέρνει περισσότερη οπισθοδρόμηση και σκοταδισμό.
- Πώς μπορούν οι καλλιτέχνες γενικότερα και οι ηθοποιοί ειδικότερα να βοηθήσουν τον κόσμο αυτή τη συγκεκριμένη συγχυσμένη περίοδο;
Μονάχα με ένα τρόπο. Να κάνουν καλά τη δουλειά τους με ήθος, αυτοπεποίθηση, πείσμα και αξιοπρέπεια. Αυτό νομίζω εγώ πως πρέπει να γίνεται, από κει και έπειτα το ποιός το κάνει και πως είναι στην κρίση του κόσμου. Η δουλειά μας είναι δημόσια, εκτίθεται και μπορεί ο καθένας να τη δει και να την κρίνει και πιστεύω πως ο καθένας απολαμβάνει αυτά που προσφέρει. Νομίζω πως η εποχή πρέπει να έχει μεγαλύτερη συνέπεια και η συμπεριφορά μας, η προσφορά μας και η δουλειά μας να έχουν ποιότητα σε όλα τα επίπεδα. Εάν αυτά λειτουργήσουν, η προσφορά του καλλιτέχνη θα είναι σημαντική.
- Στην όλη πορεία σας έχετε αντιμετωπίσει δυσκολίες τέτοιες που να σας βάλουν στη σκέψη να αφήσετε αυτό το χώρο;
Δυσκολίες έχω συναντήσει πάρα πολλές, άπειρες και μεγάλες αλλά η σκέψη όχι δεν μπήκε. Απλώς υπήρχε η συνειδητοποίηση πως πρέπει να δουλέψω πιο σκληρά και περισσότερο για να μπορέσω να βγω από τις όσες δύσκολες καταστάσεις υπήρξαν.
- Η νέα γενιά, οι νέοι άνθρωποι που ξεκινούν στο χώρο αυτό από τι πρέπει να κρατηθούν σήμερα για να συνεχίσουν;
Τα νέα παιδιά έχουν πολύ ταλέντο αλλά πρέπει να βρουν απλώς περισσότερο το στίγμα τους. Δηλαδή εάν ξεπεράσουν το θέμα της επιβίωσης, να αρχίσουν να σκέφτονται και το θέμα της επικοινωνίας όσον αφορά όχι μόνο να μιλάμε αλλά να ελέγχουμε και το τι λέμε. Το να λύσεις βέβαια το αρχικό θέμα της επιβίωσης, ειδικά στον κλάδο μας που η ανεργία αγγίζει το 80%, μοιάζει να είναι πολυτέλεια και δεν έχεις δυστυχώς πολλά περιθώρια να βρεις ποιός είναι ο ρόλος σου και τι θα πεις στο χώρο.
- Για εσάς το θέατρο τι σημαίνει κ. Αντωνίου;
Είναι μία μορφή πρώτα δουλειάς και μετά μια μορφή τέχνης, με ότι δυσκολίες συνεπάγεται το ένα και το άλλο. Το θέατρο για μένα είναι ένας τρόπος σκέψης, ένας τρόπος ζωής και ένας τρόπος επικοινωνίας.
- Κλείνοντας, μετά το τόσο ισχυρό και έντονο θεατρικό βήμα με το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» τι σκέφτεστε για την ερχόμενη χρονιά;
Ακόμη η αλήθεια είναι πως δε γνωρίζω. Ψάχνω, διαβάζω και σκέφτομαι να βρω τι θα κάνω γιατί μετά από το έργο αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ η επιλογή του επόμενου. Θέλεις να είναι τουλάχιστον ισάξιο, θέλεις να έχει όλα αυτά τα στοιχεία που κουβαλάει ο «Κορδοπάτης» και είναι ειλικρινά πολύ δύσκολο. Όσο δηλαδή ανεβαίνει ο πήχης, μετά λες «και τώρα που πρέπει να πάμε». Επειδή επίσης θέλω οπωσδήποτε ελληνικό έργο, η επιλογή δυσκολεύει ακόμη περισσότερο.
Από τον Αλέξανδρο Κούρτη/entertv.gr
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr










