Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

/

ΦΑΚΕΛΟΣ Αχαϊοί Πολιτικοί: Ρούφος, Ζαϊμης, Γούναρης

ΦΑΚΕΛΟΣ Αχαϊοί Πολιτικοί: Ρούφος, Ζαϊμης...

Αφιέρωμα στους Αχαιούς πρωθυπουργούς και βουλευτές

Ο Μπενιζέλος Ρούφος (1795-18 Μαρτίου 1868) ήταν Έλληνας πολιτικός και Φιλικός. Αναδείχτηκε δήμαρχος Πατρέων, μέλος της αντιβασιλείας και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1795 και ήταν γιος του Αθανασίου Κανακάρη, οπλαρχηγού και πολιτικού, και της Μαρίας Κωστάκη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την οικογένεια Κανακάρη - Ρούφου και ήταν εγγονός του εμπόρου Μπενιζέλου Ρούφου και της Αγγελικής Κανακάρη ενώ από την πλευρά της μητέρας του, Παρασκευής, καταγόταν από την ισχυρή εμπορική οικογένεια Κωστάκη και ήταν ανιψιός του Φίλιππου Κωστάκη, εμπόρου, κτηματία και προέδρου του δημοτικού συμβουλίου Πατρών, καθώς και πρώτος εξάδελφος του Κωνσταντίνου Κωστάκη, κτηματία και βουλευτή.

Ο Μπενιζέλος Ρούφος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην οποία είχε προσφέρει σημαντικά χρηματικά ποσά για την προετοιμασία της επανάστασης του 1821. Συμμετείχε στην κήρυξη της εξέγερσης στην Πάτρα την 23η Μαρτίου 1821 και στη δημιουργία του Αχαϊκού Διευθυντηρίου. Έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Αχαΐας όπως π.χ. στην πολιορκία της Πάτρας ενώ μετέβη κατά το πρώτο έτος της επανάστασης στην Ζάκυνθο για συλλογή πολεμοφοδίων.
Το 1828 διορίστηκε διοικητής Ηλείας και κατόπιν Σύρου, γρήγορα όμως, αν και αρχικά υπήρξε υποστηρικτής του Ιωάννη Καποδίστρια μεταπήδησε στο αντικυβερνητικό στρατόπεδο. Μάλιστα το 1832 συνέδραμε τις δυνάμεις του Ιωάννη Κωλέττη στην ανατροπή της κυβέρνησης του Αυγουστίνου Καποδίστρια. Το ίδιο έτος διορίστηκε μέλος της Γερουσίας ενώ το 1835 διετέλεσε σύμβουλος επικρατείας.
Αργότερα χρημάτισε υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη του 1848. Το 1854 προσέφερε σεβαστό χρηματικό ποσό για την οργάνωση της επανάστασης της Ηπείρου που ξέσπασε εκείνη τη χρονιά. Το 1855 εκλέχτηκε δήμαρχος Πατρέων (1855-1858). Το 1862 συγκρότησε μαζί με τον Δημήτριο Βούλγαρη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη την Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξωση του Όθωνα. Διορίστηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1863 σε διαδοχικές φάσεις με διαφορά δύο ημερών λόγω των Ιουνιανών (Κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου 1863 και Κυβέρνηση του Οροπεδίου) και στη συνέχεια το 1865 (Κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου 1865).
Ως δήμαρχος Πατρέων έθεσε τα θεμέλια του Δημοτικού Νοσοκομείου Πατρών, δώρισε το μισθό του για την ίδρυση υδραγωγείου και διαμόρφωσε την πλατεία Υψηλών Αλωνίων στην οποία και δόθηκε, για ένα χρονικό διάστημα, το όνομα του. Τελικά παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας σχετικά με την μελέτη της πλατείας.

Παντρεύτηκε αρχικά την Βικτωρία Σισίνη, αδερφή του προεστού Χρύσανθου Σισίνη ενώ ύστερα από τον θάνατο της, στις 28 Αυγούστου του 1836, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Μαρία Κουντουριώτη, χήρα του Γεωργίου Χατζηγιάννη Μέξη και κόρη του Γεώργιου Κουντουριώτη, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Λουκά Κανακάρη - Ρούφο, που απεβίωσε σε νεαρή ηλικία, τον Αθανάσιο Κανακάρη - Ρούφο, δήμαρχο Πατρέων, βουλευτή και υπουργό, τον Γεώργιο Ρούφο, δήμαρχο Πατρέων, βουλευτή και υπουργό, τον Ανδρέα Ρούφο, σταφιδέμπορα και κτηματία και τον Αγγελή Ρούφο, βουλευτή. Εγγόνια του ήταν ο Λουκάς Κανακάρης - Ρούφος, βουλευτής και υπουργός, ο Βασίλειος Ρούφος, δήμαρχος Πατρεών και βουλευτής και ο Ιωάννης Ρούφος, βουλευτής, ενώ δισέγγονά του οι Ρόδης Κανακάρης - Ρούφος, λογοτέχνης και διπλωμάτης, και Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος, βουλευτής και υπουργός. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1868 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Πατρών σε λόφο στον οποίο βρίσκεται μόνο το μνήμα της οικογένειας Ρούφου. Επικήδειο λόγο εκφώνησαν οι Χαλικιόπουλος και Αριστομένης Κοντογούρης.

Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης (1825 - 27 Οκτωβρίου 1880) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας και πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.
Γεννήθηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων το 1825 και ήταν γιος του Ανδρέα Ζαΐμη, κοτζαμπάση και πρωθυπουργού της Ελλάδας, και της Ελένης Ιωάννου Δεληγιάννη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την παλιά ισχυρή οικογένεια Ζαΐμη των Καλαβρύτων ενώ από την πλευρά της μητέρας του από την Οικογένεια Δεληγιάννη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία.
Απεβίωσε εν ενεργεία βουλευτής στις 27 Οκτωβρίου 1880 στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων. Ήταν παντρεμένος με την Ελίζα Αλεξάνδρου Μουρούζη και είχαν αποκτήσει αρκετά παιδιά μεταξύ των οποίων: τον Ασημάκη Ζαΐμη, βουλευτή, τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, πρωθυπουργό και πρόεδρο της Δημοκρατίας, και τον Παναγιώτη Ζαΐμη, βουλευτή και υπουργό.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Καλαβρύτων στις εκλογές του 1850 και επανεξελέγη σε αυτές του 1853, του 1856, του 1859, του 1862, του 1868, του 1869, του 1872, του 1873, του 1874, του 1875 και του 1879.

Το 1854 εξελέγη πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1855. Το 1860 εξελέγη, απέναντι στον προτεινόμενο από την κυβέρνηση, Δημήτριο Καλλιφρονά, για δεύτερη φορά πρόεδρος της Βουλής, θέση στην οποία εξελέγη πάλι το 1874 και 1875 παραμένοντας μέχρι και το 1877. Στην κυβέρνηση Μιαούλη διετέλεσε υπουργός εκκλησιαστικών ενώ λίγο αργότερα συμμετείχε στα γεγονότα για την ανατροπή του Όθωνα στην Αθήνα αναλαμβάνοντας μάλιστα υπουργός εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση του 1862. Ταξίδεψε στη Δανία ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που θα προσέφερε το στέμμα στον Γεώργιο Α΄ ενώ έναν χρόνο αργότερα παρέλαβε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης τα Επτάνησα από τους Άγγλους.
Τον Ιανουάριο του 1869 σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία κέρδισε και τις ενδιάμεσες εκλογές του 1869. Αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί τον Ιούνιο του 1870 ύστερα από πιέσεις που δέχτηκε για τα γεγονότα της σφαγής του Δήλεσι. Τον Οκτώβριο του 1871 σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση δύο μηνών. Το 1877 ανέλαβε το υπουργείο δικαιοσύνης στην οικουμενική κυβέρνηση Κανάρη, χαρτοφυλάκιο το οποίο διατήρησε μέχρι και το 1878. Το ίδιο έτος σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση με τον Χαρίλαο Τρικούπη, στην οποία ανέλαβε το υπουργείο δικαιοσύνης και εσωτερικών. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 1880.

Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης (9 Νοεμβρίου 1855 - 15 Σεπτεμβρίου 1936) ήταν Έλληνας τραπεζίτης και πολιτικός που κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας διετέλεσε έξι φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, δύο φορές Πρόεδρος της Βουλής, πρόεδρος της Γερουσίας, Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα Πρίγκιπα Γεώργιο, καθώς και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι ο μόνος πολιτικός που κατέλαβε τόσα πολλά σημαντικά αξιώματα στην πολιτική σκηνή της σύγχρονης Ελλάδας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν δευτερότοκος γιος του Θρασύβουλου Ζαΐμη, κτηματία και πρωθυπουργού της Ελλάδας, και της Ελένης Μουρούζης. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την παλαιά οικογένεια Ζαΐμη και ήταν εγγονός του Ανδρέα Ζαΐμη, ανηψιός του Θεόδωρου Δηλιγιάννη ενώ από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την φαναριώτικη οικογένεια Μουρούζη και ήταν εγγονός του Αλέξανδρου Μουρούζη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Λειψίας, Βερολίνου και Χαϊλδεβέργης, από το οποίο και έλαβε το διδακτορικό του. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι όπου και σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του πολιτεύτηκε στην επαρχία Καλαβρύτων, όπου και πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής Καλαβρύτων με την πολιτική μερίδα (κόμμα) του Θ. Δεληγιάννη
Βουλευτής Καλαβρύτων εκλέχθηκε επίσης στις περιόδους 1887-1890, 1890-1892, 1895-1898, 1899-1902, 1905-1906, στις Α΄και Β΄Αναθεωρητικές Βουλές (1910, 1910-1911), καθώς επίσης και βουλευτής Αχαΐας και Ήλιδας στην περίοδο 1912-1913. Διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης (1890-1892) και προσωρινός υπουργός Εσωτερικών στις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη (Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1890, καθώς και την προεδρία της κυβέρνησης (21 Σεπτεμβρίου 1897) από την οποία και παραιτήθηκε στις 2 Απριλίου του 1899. Τέλος ανέλαβε Πρόεδρος της Βουλής στην περίοδο 1895-1898 και μάλιστα δύο φορές, το 1895 και την περίοδο 1896-1897.
Ειδικότερα στις 21 Σεπτεμβρίου του 1897, όταν ανατράπηκε από τον Θ. Δηλιγιάννη η μέχρι τότε κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, ο Α. Ζαΐμης με την προτροπή του Δηλιγιάννη εγκατέλειψε τη μέχρι τότε θέση του Προέδρου της Βουλής και ανέλαβε τον σχηματισμό της Κυβέρνησης του 1897, κρατώντας για τον εαυτόν του το υπουργείο Εξωτερικών. Η κυβέρνηση αυτή του Αλ. Ζαΐμη παρέμεινε δύο χρόνια, μέχρι το 1899, μετά την ήττα που υπέστη στις εκλογές του έτους εκείνου.
Επί της 1ης αυτής πρωθυπουργίας o Αλ. Ζαΐμης έφερε σε πέρας τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Σημειώνεται ότι αρχικά, με την ανάληψη των καθηκόντων του, διαμήνυσε στις Μεγάλες Δυνάμεις την άρνησή του να αποδεχθεί τους όρους της προκαταρκτικής συνθήκης, που είχε καταρτισθεί ερήμην της Ελλάδας, αποστέλλοντας στη συνέχεια στη Κωνσταντινούπολη τους Ν. Μαυροκορδάτο και Δ. Στεφάνου ως πληρεξούσιους, δια των οποίων και επανακαταρτίσθηκε και συνομολογήθηκε η οριστική συνθήκη ειρήνης, η επιλεγόμενη Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1897), στις 22 Νοεμβρίου (π.ημ.) / 4 Δεκεμβρίου (ν.ημ.), του 1897.
Επίσης ρύθμισε τα της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα επί ορισμένων προσόδων του κράτους για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεωλυσίων, παρότι η Ελλάδα είχε εξέλθει από ένα πόλεμο και είχε αναλάβει επιπρόσθετα έξοδα - αποζημιώσεις, που πέτυχε με διαρρύθμιση των οικονομικών ζητημάτων, συμβιβασμού των αρχικών όρων του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, φέρνοντας στη Βουλή και ψηφίζοντας τον Φεβρουάριο του 1898 τον σχετικό νόμο ΒΦΙΘ΄/1898.
Στις 29 Οκτωβρίου του 1898, ο Α. Ζαΐμης υπέβαλε στον Βασιλιά Γεώργιο τον Α΄ την παραίτησή του λόγω της δυσφορίας που είχε επέλθει επί των οικονομικών μέτρων. Τελικά ο Βασιλιάς του ανέθεσε και πάλι τον σχηματισμό κυβέρνησης όπου και αμέσως την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ υπόμνημα με τα αναγκαία μέτρα που λαμβάνονταν για την οικονομική και διοικητική βελτίωση της Χώρας.
Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο διευθετήθηκε το θέμα της Αρμοστείας της Κρήτης μετά από σειρά διαπραγματεύσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Ιταλία) με την τελική ανάληψη από τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας και Δανίας, πρόταση που υποστήριξε ιδιαίτερα ο Τσάρος της Ρωσίας, έναντι του διαδόχου της Αιγύπτου που υποστήριζαν αρχικά οι Αγγλογάλλοι.
Αργότερα και μετά τα παραπάνω ο Α. Ζαΐμης διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές για τις 7 Φεβρουαρίου του 1899, στις οποίες και κατήλθε με ίδιο πολιτικό πρόγραμμα. Στις εκλογές αυτές ηττήθηκε και στις 2 Απριλίου παρέδωσε στη κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη.
Το 1901, μετά τα αιματηρά επεισόδια των Ευαγγελικών, που συνέβησαν στην Αθήνα, στις 7 Νοεμβρίου, εξ ου λεγόμενα και Νοεμβριανά, εξ αφορμής της μεταγλώττισης του Ευαγγελίου στη δημοτική, στη "χυδαία γλώσσα" όπως χαρακτηριζόταν τότε και που είχαν ως συνέπεια, την επόμενη ημέρα την παραίτηση του Μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου και την μεθεπόμενη την παραίτηση της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη, όπου και κατ΄ υπόδειξη του τελευταίου που αρνούνταν να υποστηρίξει τον Θ. Δηλιγιάννη, κλήθηκε και πάλι ο Α. Ζαΐμης, (ως αρχηγός κόμματος), να σχηματίσει, για δεύτερη φορά, κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας έτσι στις 12 Νοεμβρίου του 1901, σχηματίζοντας την Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1901.
Η Κυβέρνηση αυτή διατηρήθηκε μόνο για ένα έτος, κύριο έργο της οποίας ήταν η αποκατάσταση της τάξης την οποία και πέτυχε, καθώς και η δεινή αντιμετώπιση του πολέμου που του άσκησε η ενωμένη τότε αντιπολίτευση. Τελικά ο Α. Ζαΐμης ζητώντας από τον Βασιλιά τη διάλυση της Βουλής, την οποία ενέκρινε, προκήρυξε εκλογές για τις 17 Ιουνίου του 1902. Στις εκλογές αυτές ο Α. Ζαΐμης κατήλθε και πάλι ηγούμενος μικρού κόμματος, του λεγόμενου "τρίτου κόμματος", όπου μετά την ήττα που υπέστη παρέδωσε στην κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη, στις 24 Νοεμβρίου του 1902.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906, μετά τις εξελίξεις επί του Κρητικού ζητήματος και μετά από πρόταση του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ ο Α. Ζαΐμης διορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα προηγουμένως Πρίγκιπα Γεώργιο. Στην Κρήτη αποβιβάστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906 όπου αμέσως αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του και μετά την ορκωμοσία του στο νέο πιο φιλελεύθερο σύνταγμα που συντάχθηκε προσπάθησε και επέτυχε να συνδιαλλάξει τα αντιμαχόμενα μέρη όπως είχαν διαμορφωθεί μετά την επανάσταση του Θερίσσου παρέχοντας γενική αμνηστία.
Ακολούθως συνέχισε το έργο του προκατόχου του στην οργάνωση της διοίκησης της Κρητικής Πολιτείας, ή Πολιτείας των Κρητών όπως λεγόταν, η οποία κατ΄ ουσίαν αποτελούσε "κράτος κατ΄ εντολή" των Μεγάλων Δυνάμεων, υπό την Υψηλή Πύλη, εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, (όπως ήταν η Ηγεμονία Σάμου και η Μολδοβλαχία), δηλαδή χωρίς διπλωματική εκπροσώπηση, ενώ οι κάτοικοι θεωρούνταν επίσημα υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σημαντικό επίσης έργο του Α. Ζαΐμη ήταν η κατόπιν έγκρισης, (σχετικής διακοίνωσης), των Μεγάλων Δυνάμεων οργάνωση της εντόπιας κρητικής πολιτοφυλακής, η λεγόμενη Κρητική Χωροφυλακή, διοικούμενη από Έλληνα αξιωματικό και στελεχωμένη από Έλληνες. Μετά την συγκρότηση αυτής αποχώρησαν από την Κρήτη και τα μέχρι τότε εγκατεστημένα διεθνή στρατεύματα.
Την θέση του Αρμοστή διατήρησε ο Α. Ζαΐμης μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1908 όπου και παύθηκε το αρμοστιακό καθεστώς υπό των ίδιων των Κρητών πραξικοπηματικά όταν κήρυξαν την Ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος, σε συνεννόηση βέβαια με τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γ. Θεοτόκη.
Σημειώνεται ότι την παραπάνω ημερομηνία ο Α. Ζαΐμης ήταν εκτός Κρήτης, (φέρεται να παραθέριζε κάπου στην Ελλάδα - πιθανόν ενήμερος της μέλλουσας εξέλιξης), όπου και ειδοποιήθηκε να μη επιστρέψει στην Κρήτη.
Την περίοδο 1913-1914 συμμετείχε σε διάφορες αποστολές στην Ευρώπη και στη συνέχεια ην περίοδο 1914 - 1920 διετέλεσε συνδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας μαζί με τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο που παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου του 1920.
Παράλληλα, κατά το ίδιο διάστημα σχημάτισε τρεις μεταβατικές βραχύβιες κυβερνήσεις, το 1915 (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος), το 1916, (Ιούνιος -Σεπτέμβριος) και το 1917 (Απρίλιος - Ιούνιος), οι οποίες όμως δεν ασκούσαν ουσιαστική διακυβέρνηση. Κατά δε τη διάρκεια της τελευταίας και κατόπιν εισβολής της Αντάντ και παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, με τελεσιγραφική απαίτηση της Γαλλίας απομακρύνθηκε από την Ελλάδα ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενώ κατασχέθηκε και ο ελληνικός στόλος.
Πολύ αργότερα το 1926 σχημάτισε για έκτη φορά κυβέρνηση (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1926), αυτή τη φορά οικουμενική, παραμένοντας μέχρι το 1928 οπότε και
επέστρεψε στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Το 1929 εξελέγη γερουσιαστής και εν συνεχεία πρόεδρος της γερουσίας. Υπό την ιδιότητα αυτή ανέλαβε την προεδρία της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Παύλου Κουντουριώτη. Οι Παπαναστασίου και Αργυρόπουλος τάχθηκαν εναντίον της υποψηφιότητας Ζαΐμη. Ο Βενιζέλος δικαιολόγησε την επιλογή του για το πρόσωπο του Ζαΐμη ότι προερχόταν από ιστορική οικογένεια. Επίσης δεν ήταν ανέκαθεν δημοκρατικός, αλλά ήταν όψιμος δημοκρατικός. Κατά την ψηφοφορία στην κοινή συνεδρία των δύο Νομοθετικών Σωμάτων που διεξήχθη στις 11 το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου 1929, ψήφισαν 101 γερουσιαστές σε σύνολο 120 και 226 βουλευτές επί συνόλου 250, ο Ζαΐμης εξελέγη με 257 ψήφους. Βρέθηκαν 38 λευκά, 22 με το όνομα Καφαντάρης, 6 με το όνομα Σοφούλης, 2 με το όνομα Κουντουριώτης, 1 με το όνομα Παπαναστασίου και 1 με το όνομα Ρωμανός. Τα λευκά ψηφοδέλτια τα έριξαν οι Λαϊκοι και οι Ελευθερόφρονες. Η εκλογή του Ζαΐμη στην Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν ένα σφάλμα, σύμφωνα με τον ιστορικό Δαφνή, καθώς στερείτο δυναμισμού ως άτομο ηλικίας 75 ετών. Επίσης δεν πίστευε στην δημοκρατία μα ούτε και στη Βασιλεία. «Ο Ζαΐμης εδέχθη την προεδρίαν,ίσως διότι, λόγω μακράς παραδόσεως, είχε συνηθίσει να προσφέρει τας υπηρεσίας του όταν δεν ήτο υποχρεωμένος να αναλαμβάνη πρωτοβουλίας[...]ήτο μια ουδετέρα προσωπικότης». Παύθηκε από τον Γ. Κονδύλη στις 10 Οκτωβρίου του 1935, όταν η Βουλή το ίδιο βράδυ τον διόρισε Αντιβασιλέα, καταλύοντας έτσι την Αβασίλευτη Δημοκρατία. .
Απεβίωσε το επόμενο έτος, στις 15 Σεπτεμβρίου 1936 στη Βιέννη που είχε μεταβεί για οφθαλμολογική θεραπεία. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και ενταφιάστηκε με ιδιαίτερες τιμές στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στον οικογενειακό τάφο, στις 22 Σεπτεμβρίου,[2] ενώ τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ήταν παντρεμένος αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Την πολιτική παράδοση της οικογένειας συνέχισαν τα αδέρφια του και τα ανήψια του.

Ο Δημήτριος Γούναρης (Πάτρα, 5 Ιανουαρίου 1867 – Γουδή, 15 Νοεμβρίου 1922) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Καταγόμενος από οικογένεια εμπόρων της Πάτρας, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το εξωτερικό και άσκησε με μεγάλη επιτυχία την δικηγορία. Εξελέγη βουλευτής Πατρών, αναμείχθηκε στο σταφιδικό ζήτημα και εντάχθηκε σε μία ομάδα προοδευτικών βουλευτών αποκαλούμενη «Ομάδα των Ιαπώνων». Εν συνεχεία ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη ενώ μετά το Κίνημα στο Γουδί ίδρυσε το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο και αποτέλεσε τον βασικό φορέα του αντιβενιζελισμού. Διετέλεσε για ένα βραχύ διάστημα υπηρεσιακός πρωθυπουργός και υπουργός σε κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, μετά όμως την επιτυχή έκβαση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας και την φυγή της βασιλικής οικογένειας εξορίστηκε στην Κορσική. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1919 για να συμμετάσχει ως ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές, στις οποίες και εξελέγη σχηματίζοντας λίγο αργότερα κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του αποφασίστηκε η συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας, η οποία και οδήγησε στην οικονομική χρεοκοπία, στην ήττα από τον τουρκικό στρατό και την ανατροπή της κυβέρνησης. Μετά την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος, παραπέμφθηκε μαζί με άλλα κυβερνητικά στέλεχη σε έκτακτο στρατοδικείο και στις 15 Νοεμβρίου 1922 εκτελέστηκε. Ανηψιός του ήταν ο, μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν γιος του εμπόρου σταφίδας Παναγιώτη Γούναρη με καταγωγή από το Άργος και της Μαρίας το γένος Αλεξοπούλου. Φοίτησε στο λύκειο Πράπα & Γκιαούρη και γνώριζε ήδη από την παιδική του ηλικία γαλλικά και ιταλικά χάρις στη βοήθεια της Ιταλίδας παιδαγωγού Λαφφόν.
Τελειώνοντας το Α' Γυμνάσιο Πατρών, το 1884 γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 1889, αποκτώντας παράλληλα και τον τίτλο του διδάκτορος της νομικής επιστήμης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια. Συγκεκριμένα, παρακολούθησε μαθήματα νομικής στα γερμανικά πανεπιστήμια της Λειψίας, του Μονάχου, της Γοτίγγης και της Χαϊδελβέργης, έπειτα μαθήματα πολιτικών επιστημών & κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και του Λονδίνου. Η κρίση όμως που έπληξε εκείνη την εποχή το εμπόριο στην Ελλάδα ανάγκασε τον Γούναρη να επιστρέψει εσπευσμένα στην Πάτρα για να βοηθήσει την οικογένεια του, αφού η επιχείρηση του πατέρα του είχε χρεοκοπήσει. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό τελειοποίησε τη γαλλική γλώσσα ενώ έμαθε αγγλικά και γερμανικά. Στη Γερμανία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον μετέπειτα πρωθυπουργό και στενό του φίλο Παναγή Τσαλδάρη.
Μετά την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του ασχολήθηκε με την δικηγορία, όπου διέπρεψε κυρίως λόγω της ρητορικής του δεινότητας.[Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη στην κηδεία του Πατρινού πολιτικού Θάνου Κανακάρη-Ρούφου, του οποίου εκφώνησε τον επικήδειο, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης τον πλησίασε και του είπε «είσθε απαραίτητος για το κοινοβούλιο, κύριε Γούναρη».
Για πρώτη φορά πολιτεύθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1902 με ανεξάρτητο συνδυασμό, οπότε και εκλέχτηκε. Οι απόψεις του θεωρήθηκαν ιδιαίτερα προοδευτικές αφού πρότεινε μέτρα για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση του να πολιτευτεί διαδραμάτισε η ομάδα «των γοβιών», όπως αποκαλέστηκε από τον λαό, η οποία αποτελείτο από επαγγελματίες, ανεξάρτητους από τις κομματικές εξαρτήσεις, οι οποίοι συγκεντρώνονταν στην οικία του συμβολαιογράφου Αντωνόπουλου στη πλατεία Γεωργίου. Στη συγκεκριμένη ομάδα προσχώρησε ο Γούναρης, ύστερα από πρόσκληση του φίλου του, Κωνσταντίνου Φιλόπουλου, παππού του μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Η εκλογή του αλλά και οι απόψεις του προκάλεσαν το ενδιαφέρον του εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Γαβριηλίδη, ο οποίος απέστειλε τον έγκριτο δημοσιογράφο Σταμάτη Λύτρα για να αποσπάσει συνέντευξη του Γούναρη, η οποία και δημοσιεύθηκε σε τρία φύλλα της «Ακροπόλεως» στις 12, 13 και 14 Νοεμβρίου του 1902.
Στις 17 Μαΐου του 1903, στη συζήτηση του νόμου για την κύρωση της συμβάσεως του μονοπωλίου της σταφίδας που είχε φέρει στη βουλή η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, ο Γούναρης διαφώνησε και εκφώνησε θαυμαστό για την εποχή λόγο που ανάγκασε την κυβέρνηση μετά από λίγες μέρες, και εξαιτίας των αντιδράσεων για τον νόμο αλλά και της διαφωνίας Ζαΐμη, σε παραίτηση.Ο νόμος αφορούσε τη σύναψη, μεταξύ του ελληνικού κράτους και ομάδας βρετανών κεφαλαιούχων, συμφωνίας για τη μονοπώληση του εμπορίου ελληνικής σταφίδας για είκοσι χρόνια.
Στις εκλογές του 1905 συνεργάστηκε με το Θεοτοκικό κόμμα αλλά συνάντησε την αντίσταση των σταφιδοπαραγωγών με αποτέλεσμα να μην εκλεγεί. Στις εκλογές όμως του Μαρτίου του 1906, και αφού είχε προηγηθεί η τραγική δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, κατάφερε να επανεκλεγεί με το Θεοτοκικό κόμμα. Τον Ιούνιο του 1906 δημιουργήθηκε η γνωστή πολιτική «ομάδα των Ιαπώνων», η οποία ονομάστηκε έτσι από τον εκδότη της «Ακροπόλεως», Βλάση Γαβριηλίδη, λόγω της μαχητικότητάς της που ομοίαζε κατά τον Γαβριηλίδη με τη μαχητικότητα των Ιαπώνων στρατιωτών κατά τον την εποχή εκείνη διεξαγόμενο Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από τους Στέφανο Δραγούμη, Δημήτριο Γούναρη, Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Χαράλαμπο Βοζίκη, Απόστολο Αλεξανδρή και Ανδρέα Παναγιωτόπουλο. Αρχηγός τέθηκε ο Στέφανος Δραγούμης, κυρίως λόγω του κύρους του αλλά ουσιαστικός καθοδηγητής ήταν ο Γούναρης. Η δράση των Ιαπώνων ενόχλησε τον Γεώργιο Θεοτόκη που διαβλέποντας την επικείμενη κρίση προσπάθησε να προσεταιριστεί μερικούς από αυτή την πολιτική ομάδα. Προσέφερε υπουργικά αξιώματα στον Γούναρη, τον Πρωτοπαπαδάκη και στον Ρέπουλη. Οι δύο πρώτοι δέχτηκαν με αποτέλεσμα η ομάδα των Ιαπώνων να εξουδετερωθεί πολιτικά.
Έτσι τον Ιούνιο του 1908 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών. Τον Φεβρουάριο όμως του 1909, και αφού είχε συνειδητοποιήσει ότι η συνεργασία του ήταν αδύνατη, υπέβαλε την παραίτηση. Με την εκδήλωση του κινήματος του στρατιωτικού συνδέσμου ο Γούναρης, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ιταλία, εναντιώθηκε κατά μια άποψη διατηρώντας σταθερά αρνητική θέση. Η διαφωνία του δεν ήταν ιδεολογική αλλά θεσμική αφού δεν συμφωνούσε με την επέμβαση του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις. Έμεινε λοιπόν πιστός στις ιδέες του παρά τις προσπάθειες του στρατιωτικού συνδέσμου να τον εντάξει στο κυβερνητικό σχήμα. Συγκεκριμένα, μέσω ενός αντιπροσώπου του συνδέσμου, του προτάθηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, ακόμα και ως επικεφαλής της, αλλά απάντησε αρνητικά στην πρόταση αυτή λέγοντας: «Πρέπει να έλθω δια του λαού». Κατά μια άλλη άποψη ο Γούναρης υποστήριξε τους αξιωματικούς, θεωρήθηκε δε από τον τύπο της εποχής πνευματικός πατέρας των αξιωματικών του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Υποστηρίζεται δε και ότι πριν κληθεί ο Βενιζέλος, αυτός καθοδηγούσε πολιτικά τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Η άφιξη όμως του Βενιζέλου σε συνδυασμό με φήμες περί εναντίωσης του Γούναρη στην απόφαση των αξιωματικών να αναγκάσουν σε παραίτηση τον Κωνσταντίνο Α΄ σταδιακά τον απομάκρυναν από τον κύκλο των αξιωματικών του Συνδέσμου.
Στις εκλογές το 1910 εκλέχτηκε με άνεση βουλευτής Πατρών με την υποστήριξη του Θεοτοκικού κόμματος. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου που ακολούθησαν τον ίδιο χρόνο, ο Γούναρης δεν έθεσε υποψηφιότητα εξαιτίας των αποφάσεων των τριών παλαιών κομμάτων, Θεοτοκικού, Μαυρομιχαλικού & Ραλλικού, να μην συμμετάσχουν στις εκλογές. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1911 πραγματοποιήθηκε μυστική συγκέντρωση στην οικία του Ηλία Σισίνη στην Γαστούνη υπό την παρουσία του Γούναρη, του Πρωτοπαπαδάκη, του Τσαλδάρη κ.α. όπου αποφασίστηκε η δημιουργία μιας πολιτικής ομάδας που θα στηριζόταν σε κοινή ιδεολογία.
Στις εκλογές του Μαρτίου 1912 ο Γούναρης μόλις και μετά βίας κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής Πατρών, εξαιτίας της ανετοιμότητάς του και της επιτυχίας του κόμματος των Φιλελευθέρων, το οποίο κέρδισε τις 151 από τις 181 βουλευτικές έδρες. Η πρώτη σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και Γούναρη πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1913 με κύριο θέμα τους χειρισμούς της κυβέρνησης Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική που αφορούσαν τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Αφορμή στάθηκε η δήλωση Βενιζέλου, κατόπιν συναντήσεως με την επιτροπή κατοίκων Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για βάναυση συμπεριφορά Βουλγάρων στρατιωτών εναντίον τους, ότι «Εάν οι Έλληνες εκ των υποδούλων περιέλθουν υπό την κυριαρχίαν τινός των συμμάχων κρατών όπως κατ'ανάγκην θα περιέλθωσιν, η κυβέρνησις θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν να περιέλθωσιν λιγότερον». Ο Γούναρης κατηγόρησε τον Βενιζέλο ότι είχε αφήσει ανενημέρωτη την εθνική αντιπροσωπεία σχετικά με την πορεία των εξωτερικών πραγμάτων και ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα της Ελλάδας, και συγκεκριμένα των Ελλήνων κατοίκων της υπόδουλης Μακεδονίας, απέναντι στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της τότε συμμάχου Βουλγαρίας.
Στις 21 Ιουνίου του 1913, ημέρα κήρυξης πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο Γούναρης επισήμανε στη Βουλή ότι ο πόλεμος ήταν απότοκο της λανθασμένης προσέγγισης της κυβέρνησης Βενιζέλου προς αυτήν της Βουλγαρίας. Στους επόμενους μήνες η διαμάχη των δύο αυτών αντρών επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, εσωτερικής πολιτικής, σχετικά με διάφορες αυθαιρεσίες της κυβέρνησης, ζήτημα το οποίο τόνισε ιδιαίτερα ο Γούναρης στη συνεδρίαση της Βουλής την 22α Νοεμβρίου κατά την οποία καυτηρίασε την κίνησή της να καταφύγει στην έκδοση αναγκαστικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της ίδιας της Βουλής, με την σύναψη δανείων, όπως η συζήτηση της 23ης Δεκεμβρίου που αφορούσε σύναψη δανείου 500 εκατομμυρίων δραχμών κ.α. Λίγο πριν την έκρηξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ο Γούναρης είχε μια τελευταία σύγκρουση στη Βουλή, αυτή τη φορά για την παραχώρηση στην Αλβανία της νήσου της Σάσσωνος στον κόλπο της Αυλώνας, η οποία κατά την άποψή του ήταν καίριας στρατηγικής σημασίας.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Ιουνίου/28 Ιουνίου του 1914, δολοφονήθηκε από τον Σερβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ ο Αρχιδούκας της Αυστρίας και διάδοχος του θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος στο Σεράγεβο, πόλη που ανήκε τότε στην Αυστροουγγαρία. Η Αυστρία απηύθυνε τελεσίγραφο στη Σερβία, η οποία το απέρριψε. Τα γεγονότα προχώρησαν με ταχύ ρυθμό και στις 22 Ιουλίου η Αγγλία εισήλθε στον πόλεμο. Η Ελλάδα αρχικά τήρησε ουδέτερη στάση αλλά ήταν ξεκάθαρη η διχογνωμία απόψεων μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος υποστήριζε την Αντάντ, δηλαδή τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Αγγλία, ο Κωνσταντίνος A' όμως λόγω και της συγγένειας του με την γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια εμπιστευόταν την κατ' αυτόν γερμανική υπεροχή. Με αφορμή επιστολή-απάντηση του Βασιλιά σε ερώτημα του Άγγλου ναυάρχου Καρ, η οποία κατά τον Βενιζέλο υποδήλωνε μεταβολή της συμφωνημένης εξωτερικής πολιτικής υπέβαλε την παραίτηση του στις 25 Αυγούστου. Ο Βασιλιάς όμως αρνήθηκε να κάνει δεκτή την παραίτηση του. Η ρήξη όμως ήταν προδιαγεγραμμένη. Η απομάκρυνση του φιλοβασιλικού Γεωργίου Στρέϊτ, υπουργού επί των εξωτερικών, η παύση του υποστράτηγου Δούσμανη από την αρχηγία του επιτελείου και τέλος η άρνηση του Βασιλιά να ικανοποιήσει το αίτημα για συμμετοχή της Ελλάδας στις επιχειρήσεις ων Δαρδανελίων επέφερε το τέλος της συνεργασίας Βενιζέλου-Βασιλιά, το οποίο επισημοποιήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1915, όταν υπέβαλε την παραίτηση του, η οποία και έγινε δεκτή. Η στάση του Γούναρη όλων αυτών τον καιρό ήταν απλώς να παρακολουθεί τις εξελίξεις αν και σε στενό κύκλο συνεργατών είχε δηλώσει ότι προτιμούσε την ουδετερότητα, αν και σύμφωνα με τον μετέπειτα πρόεδρο της βουλής Ζαβιτσάνο, ο Γούναρης είχε πειστεί από τον Μεταξά για την υπεροχή της Γερμανίας.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1915, και αφού είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ πρότεινε στον Αλέξανδρο Ζαΐμη την πρωθυπουργία, και κατόπιν αρνήσεως του στον Στέφανο Σκουλούδη. Ύστερα και από την άρνηση του τελευταίου απευθύνθηκε στον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις 24 Φεβρουαρίου σχημάτισε κυβέρνηση. Σε αυτήν κράτησε για τον εαυτόν του το υπουργείο στρατιωτικών. Κατά τη διάρκεια της κυβερνήσεως του συγκρούστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο εξαιτίας μιας κυβερνητικής ανακοίνωσης, με την οποία ο Γούναρης εμμέσως πλην σαφώς κατηγορούσε τον Βενιζέλο για άσκοπες παραχωρήσεις στην εξωτερική πολιτική που δεν ευνοούσαν την χώρα. Ο Βενιζέλος αντέδρασε στέλνοντας επιστολή στον υπουργό των εξωτερικών Ζωγράφο, ο οποίος τον παρέπεμψε σε επιστολή του Γούναρη προς τον πρώτο. Ο Βενιζέλος δεν ικανοποιήθηκε από τις εξηγήσεις και απευθύνθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος την μεταβίβασε στον πλέον αρμόδιο, τον πρωθυπουργό Γούναρη. Τελικά η κρίση έληξε με την ανακοίνωση του Βενιζέλου ότι αποχωρεί από την ενεργό πολιτική, τον Απρίλιο του 1915.
Στις εκλογές του Μαΐου ο Γούναρης πολιτεύθηκε με το κόμμα των Εθνικοφρόνων, το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει. Η ενασχόληση του όμως με την διακυβέρνηση του κράτους δεν του επέτρεψε να δείξει την απαιτούμενη προσοχή με αποτέλεσμα να υποστεί συντριπτική ήττα από το κόμμα των Φιλελευθέρων. Συγκεκριμένα έλαβε 95 βουλευτικές έδρες έναντι 185 του κόμματος του Βενιζέλου. Αρνήθηκε να υποβάλει αμέσως την παραίτηση του, επικαλούμενος την κατάσταση υγείας του Βασιλιά, ενώ παράλληλα ο Βασιλιάς παρέτεινε για ένα μήνα την έναρξη των εργασιών της νέας βουλής, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των Φιλελευθέρων. Τελικά στις 4 Αυγούστου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, αφού η προηγούμενη κυβέρνηση είχε παραιτηθεί πέντε μέρες νωρίτερα. Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ εκλογών και κυβέρνησης Βενιζέλου, ο Γούναρης είχε αναλάβει και το υπουργείο εξωτερικών, ύστερα από την παραίτηση Ζωγράφου.
Μετά την άνοδο Βενιζέλου, και λόγω του κινδύνου επίθεσης της Βουλγαρίας, η κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση, η οποία επικρίθηκε από τον Γούναρη. Η αποβίβαση ταγμάτων στρατού από πλευράς Γαλλίας και Αγγλίας στη Θεσσαλονίκη και η χλιαρή στάση της κυβέρνησης έδωσαν το έναυσμα για την αρχή του λεγόμενου Εθνικού διχασμού. Ο Γούναρης, στη συνεδρίαση της βουλής στις 21 Σεπτεμβρίου του 1915, αφού σχολίασε τα γεγονότα, ξεκαθάρισε την θέση του λέγοντας: «Η φυσική πολιτική μιας χώρας, όταν έτερα κράτη συμπλέκονται προς άλληλα, είναι η πολιτική της ουδετερότητας... Η πολιτική του πολέμου ενδείκνυται μόνον προς αποτροπήν κινδύνου των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, ενδείκνυται μόνον προς προστασίαν των υπερτάτων αυτής συμφερόντων». Ο Βενιζέλος απαντώντας, τόνισε ότι μια επικείμενη συμμαχία με την Αντάντ θα ωφελούσε την Ελλάδα ενώ απέρριψε την πρόταση ουδετερότητας. Στο τέλος της συζήτησης, πραγματοποιήθηκε η ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης, η οποία έληξε υπέρ της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ο Βασιλιάς κάλεσε αμέσως μετά τον πρωθυπουργό και τον επέπληξε για την πρωτοβουλία που πήρε μόνος του. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο βασιλιάς απευθύνθηκε στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος δεν θέλησε να αναλάβει την πρωθυπουργία φοβούμενος ακραίες καταστάσεις. Έτσι ο Βασιλιάς κάλεσε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Στην κυβέρνηση Ζαΐμη χρημάτισε υπουργός εσωτερικών. Στις 21 Οκτωβρίου του 1915, μετά από ένα επεισόδιο του Βενιζέλου με τον υπουργό στρατιωτικών Ιωάννη Γιαννακίτσα, ο Βενιζέλος ζήτησε την άμεση αποπομπή του από την κυβέρνηση. Σύντομα όμως επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα θίγοντας κυρίως τα εξωτερικά. Ο Γούναρης αφού έλαβε τον λόγο ξεκαθάρισε για άλλη μια φορά τη θέση του λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η διαφορά της γνώμης μεταξύ ημών και υμών είναι μέγιστη».Τελικά η κυβέρνηση καταψηφίστηκε, και κλήθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Σκουλούδης, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για την 6η Δεκεμβρίου του 1915, στις οποίες όμως αρνήθηκε να συμμετάσχει το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τις εκλογές κέρδισε ο Γούναρης αλλά κυβέρνηση σχημάτισε ο Σκουλούδης, στην οποία ο Γούναρης μετείχε αρχικά ως υπουργός επί των εσωτερικών και αργότερα, λόγω του θανάτου του Γεωργίου Θεοτόκη, ως υπουργός των οικονομικών. Στις 8 Ιουνίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Σκουλούδη και σχηματίστηκε νέα την επόμενη μέρα από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, η οποία παραιτήθηκε στις 29 Αυγούστου, λόγω του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» που είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη. Ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος, ο οποίος δήλωσε αδυναμία με αποτέλεσμα να αναλάβει ο Νικόλαος Καλογερόπουλος.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1916 ο Βενιζέλος μαζί με τον Παύλο Κουντουριώτη και τον Παναγιώτη Δαγκλή εγκαθίδρυσε την προσωρινή κυβέρνηση της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη, απαιτώντας την είσοδο της χώρας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ουσιαστικά η χώρα είχε διαιρεθεί στα δύο, στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και σε αυτή των Αθηνών. Στις 27 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Καλογερόπουλου και σχηματίστηκε νέα από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο. Μερικές μέρες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου εισέβαλαν γαλλικά στρατεύματα στην Αθήνα και τον Πειραιά αλλά απωθήθηκαν. Ταυτόχρονα φιλοβασιλικοί πραγματοποίησαν βιαιότητες εναντίον των Βενιζελικών, γεγονότα τα οποία έμειναν γνωστά ως Νοεμβριανά. Έξι μέρες αργότερα οι σύμμαχοι ενεργοποίησαν γενικό αποκλεισμό της Ελλάδας.
Ο ρόλος του Γούναρη στα Νοεμβριανά είναι διφορούμενος. Από πολλούς κατηγορείται ότι ήταν ο ιδρυτής των επιστράτων, σώμα απλών πολιτών, οπαδών του Βασιλιά, που κατά την περίοδο των Νοεμβριανών προέβησαν σε καταστροφές, ξυλοδαρμούς κ.α. εναντίον φιλοβενιζελικών. Ο ίδιος απαντούσε χαρακτηριστικά «ουδόλως συνδέεται». Γεγονός είναι ότι η συμμετοχή του δεν αποδείχτηκε και ότι ουσιαστικός αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς καθώς και ο Ιωάννης Σαγιάς, πιθανότατα συγγενής του γαμπρού του Γούναρη, Νικολάου Σαγιά. Η στάση του Γούναρη δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική μπροστά στις αυθαιρεσίες των επιστράτων αλλά ούτε αρνητική. Προτίμησε κυρίως να κρατήσει μια μετριοπαθή στάση έτσι ώστε να μην έρθει σε σύγκρουση με το παλάτι.
Η κυβέρνηση μπροστά στην απειλή λιμοκτονίας του πληθυσμού εξαιτίας του ναυτικού αποκλεισμού αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποσύρει τα στρατεύματα της προς την Πελοπόννησο. Οι Γάλλοι εν των μεταξύ κατέλαβαν την Αθήνα και τον Πειραιά. Στις 21 Απριλίου του 1917 η κυβέρνηση Λάμπρου παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Στις 29 Μαΐου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του γιου του Αλέξανδρου, ύστερα από πιέσεις των συμμάχων και υπό την απειλή των γαλλικών στρατευμάτων. Ήταν θέμα χρόνου η τοποθέτηση Βενιζέλου στην εξουσία.
Με τον ερχομό του Βενιζέλου στην κυβέρνηση, στις 14 Ιουνίου του 1917 και αφού είχαν προηγηθεί τα Νοεμβριανά, ο Γούναρης έλαβε εντολή να παρουσιαστεί στο συμμαχικό στρατηγείο στον Πειραιά, όπου μαζί με άλλες 30 αντιβενιζελικές προσωπικότητες θα εξοριζόταν στην Κορσική. Αφού ανέγνωσε ένα σύντομο λόγο, αναχώρησε στις 7 Ιουλίου για το Αιάκιο της Κορσικής με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Ο φόβος των εξορίστων για πιθανές διώξεις μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα ανάγκασε μερικούς από αυτούς να σκεφτούν την λύση της απόδρασης. Έτσι, κατόπιν συνεννόησης, ο Γούναρης, ο Μεταξάς και ο Πεσμαζόγλου στις 6 Δεκεμβρίου του 1918, διέφυγαν στη Σαρδηνία, όπου συνελήφθησαν από τις ιταλικές αρχές, από τις οποίες τους παρεσχέθη η απαραίτητη κάλυψη. Η ιταλική κυβέρνηση παρ' όλες τις έξωθεν πιέσεις αρνήθηκε να τους εκδώσει και αφού έλαβαν την δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα εντός της χώρας, ο Γούναρης εγκαταστάθηκε αρχικά στην Πίζα και έπειτα στη Σιένα.
Κατά την απουσία Γούναρη, η Ελλάδα είχε συνταχθεί με τις συμμαχικές δυνάμεις και είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία και στη Βουλγαρία. Το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Ελλάδα νικήτρια σε αντίθεση με τις γείτονες χώρες, Βουλγαρία και Τουρκία. Με τη συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) του 1920, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε την Ιμβρο, την Τένεδο, τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την ανατολική Θράκη στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος προκειμένου να εξαλείψει τον κίνδυνο του τουρκικού στρατού οργάνωσε εκστρατείες στο εσωτερικό της Τουρκίας, εκτείνοντας ακόμα περισσότερο το εύρος των πολεμικών επιχειρήσεων.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν στις 10 Οκτωβρίου του 1920 ο Γούναρης επέστρεψε από την Ιταλία στη Κέρκυρα. Μια μέρα αργότερα βρέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Πάτρα, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.Στις 17 Οκτωβρίου ίδρυσε το Λαϊκό κόμμα· ουσιαστικά μετονόμασε το «κόμμα των Εθνικοφρόνων». Κύρια δέσμευση του ήταν η απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου τον βρήκαν νικητή, έχοντας καταφέρει να εκλέξει η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», όπως ονομαζόταν ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών κομμάτων, 260 βουλευτές έναντι 110 του κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Συγκεκριμένα το Λαϊκό κόμμα είχε αποσπάσει 75 έδρες. Προτίμησε όμως να κινηθεί σε παρασκηνιακό επίπεδο, δεχόμενος την πρωθυπουργία να την αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης. Στη κυβέρνηση Ράλλη ο Γούναρης προτίμησε να αναλάβει το υπουργείο στρατιωτικών. Μια από τις πρώτες κινήσεις της νέας φιλοβασιλικής κυβέρνησης ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για την επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, παρά τις έντονες αντιδράσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Δαγκλή, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Βενιζέλο με τη σύμφωνη γνώμη του δεύτερου, και των ξένων δυνάμεων. Απέκρυψαν όμως από τον λαό την διακοίνωση των συμμάχων, στην οποία προειδοποιούσαν την ελληνική κυβέρνηση για οικονομικό αποκλεισμό στην περίπτωση επαναφοράς του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Ουσιαστικά ανενημέρωτος για τις συνέπειες ο λαός ψήφισε για την επαναφορά του Κωνσταντίνου, ο οικονομικός αποκλεισμός πραγματοποιήθηκε και οι σύμμαχοι, φοβούμενοι τον φιλογερμανό Κωνσταντίνο, άρχισαν να κρατούν αποστάσεις. Παρατηρήθηκε τότε μια μεταστροφή πολιτικής των συμμάχων υπέρ των Τούρκων, τους οποίους ενίσχυσαν πολλές φορές με πολεμικό υλικό. Επίσης φρόντισε να επαναφέρει 3.000 απόστρατους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς και να αντικαταστήσει τους βενιζελικούς αξιωματικούς με αυτούς, παρ' όλη την κρίσιμη χρονική στιγμή, με αποτέλεσμα άπειροι, πάνω στα θέματα της Μικρασιατικής εκστρατείας, και ανέτοιμοι αξιωματικοί να αναλάβουν υψηλές και καίριες, για την εξέλιξη της εκστρατείας, θέσεις.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1921 ο Δημήτριος Ράλλης, κατόπιν διαφωνίας με τον Γούναρη, υπέβαλε την παραίτηση του και αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο. Και σε αυτή την κυβέρνηση ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο των στρατιωτικών. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1921 έφτασε στο Λονδίνο μαζί με τον πρωθυπουργό Καλογερόπουλο και διαφόρους κυβερνητικούς συμβούλους για να συναντηθεί με τον Άγγλο πρωθυπουργό Τζορτζ. Η συνάντηση δεν ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη με τον Δημήτριο Μάξιμο, τότε διοικητή της εθνικής τράπεζας, να επιμένει να εγκαταλειφθεί η Μικρά Ασία από τα ελληνικά στρατεύματα, άποψη που δεν την συμμεριζόταν ούτε ο Καλογερόπουλος αλλά ούτε ο ίδιος ο Γούναρης. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε από το πρωθυπουργικό αξίωμα.
Ύστερα από την παραίτηση του Καλογερόπουλου σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Γούναρη, ο οποίος διατήρησε και το υπουργείο δικαιοσύνης. Το κλίμα δυσφορίας που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο λαό, κυρίως λόγω της μη τήρησης των υποσχέσεων περί απόσυρσης των ελληνικών στρατευμάτων, είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στους στρατιώτες. Προς τόνωση λοιπόν του ηθικού, ο Γούναρης μαζί με τον Βασιλιά επισκέφθηκαν τα στρατεύματα στη Σμύρνη ενώ παράλληλα ενίσχυσε το στρατό με καινούρια αυτοκίνητα, όπλα κ.λπ.
Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, στις 3 Οκτωβρίου του 1921 αναχώρησε μαζί με τον υπουργό των εξωτερικών, Γεώργιο Μπαλτατζή, για το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Γάλλο ομόλογό του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, όπου είχε προκαθορισμένη συνάντηση με τον Άγγλο πρωθυπουργό, στον οποίο δήλωσε ότι δέχεται τις συμμαχικές προτάσεις που είχαν γίνει από το Μάρτιο του 1921. Ακολούθησε η μετάβαση του στη Ρώμη, έπειτα στις Κάννες, στο Παρίσι και τέλος πάλι στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1922, έχοντας ουσιαστικά αποτύχει να επισπεύσει τη λήξη του Μικρασιατικού ζητήματος και την άρση του οικονομικού αποκλεισμού, που είχε επιβληθεί από τις μεγάλες δυνάμεις για την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄.
Με την επιστροφή του λοιπόν στην Αθήνα απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος όμως καταψηφίστηκε. Έτσι ο Γούναρης ανέλαβε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, στην οποία κράτησε πάλι το υπουργείο δικαιοσύνης για τον εαυτόν του. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής διορίστηκε υπουργός εξωτερικών και ναυτικών, ο Γούδας εκκλησιαστικών, ο Νικόλαος Θεοτόκης στρατιωτικών και ο Πρωτοπαπαδάκης οικονομικών. Άμεση πρωτοβουλία της κυβέρνησης ήταν να αποδεχθεί τους όρους της συμμαχικής συνδιάσκεψης, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους στρατιωτικούς κύκλους, με πρωταγωνιστή τον αρχιστράτηγο Παπούλα, και στη κοινωνία της Μικράς Ασίας.
Από την άλλη πλευρά η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν δραματική. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μέσο ημερήσιο κόστος της εκστρατείας είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δραχμές. Ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αναγκάστηκε να διχοτομήσει το χαρτονόμισμα, δηλαδή να προβεί σε μια πράξη δανεισμού κόβοντας στη κυριολεξία σε δύο μέρη το χαρτονόμισμα. Το ένα κομμάτι διατήρησε την μισή αξία του χαρτονομίσματος και το άλλο μετατράπηκε σε έντοκο δάνειο, εικοσαετούς διάρκειας. Ο Γούναρης, προσπαθώντας να λάβει οικονομική αλλά και διπλωματική ενίσχυση, αναχώρησε για τη Βιέννη, όπου συναντήθηκε στο περιθώριο της διάσκεψης για τα μέτρα της οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώπης με ξένους ομολόγους του χωρίς όμως να καταφέρει κάτι το ουσιαστικό.
Απότοκο αυτής της προσπάθειας ήταν ο προϋπολογισμός να καταψηφιστεί και να οδηγηθεί σε παραίτηση. Αντικαταστάθηκε πάλι από τον Νικόλαο Στράτο, ο οποίος δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, και στη συνέχεια την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Πρωτοπαπαδάκης, όντας επικεφαλής κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Γούναρης διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης. Μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης ήταν η ψήφιση του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων και η αντικατάσταση του Παπούλα από τον Γεώργιο Χατζανέστη.
Το σκηνικό στη Μικρά Ασία ήταν δραματικό. Ο στρατός ανοργάνωτος και με χαμηλό ηθικό, η Ελλάδα παρατημένη από τους συμμάχους ενώ από την αντίθετη πλευρά οι Τούρκοι με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων οργάνωναν αντεπίθεση. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη πρότεινε για αντιπερισπασμό επίθεση στη Κωνσταντινούπολη, οι σύμμαχοι όμως, και ιδιαίτερα η Γαλλία, αντέδρασαν. Έτσι στις 13 Αυγούστου εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση που είχε ως συνέπεια τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής.
Η κυβέρνηση αμέσως παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία δεν στάθηκε ικανή για να αντιμετωπίσει το στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Μυτιλήνη και τη Χίο.
Η κυβέρνηση Γούναρη προώθησε μια σειρά από μέτρα, με τα οποία τα μεγάλα τσιφλίκια εκποιήθηκαν από το κράτος και διανεμήθηκαν στους κολλήγους. Αν και κάποιοι από τους σχετικούς νόμους είχαν ψηφιστεί ήδη από την περίοδο 1916-1917, τότε τέθηκαν για πρώτη φορά σε εφαρμογή. Στις 22 Ιουλίου του 1922 είχε προτείνει την διανομή των κτημάτων της Εκκλησίας στους ακτήμονες, πρόταση η οποία δεν προχώρησε λόγω της κυβερνητικής αλλαγής.
Το εύλογο ερώτημα, το οποίο τίθεται είναι γιατί το Λαϊκό κόμμα επέλεξε να συνεχίσει την Μικρασιατική εκστρατεία παρ' όλο που είχε κερδίσει τις εκλογές με κύρια προεκλογική δέσμευση την απόσυρση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία; Στη συγκεκριμένη απορία, απάντηση δίνει το ρητορικό ερώτημα του Γούναρη προς εκείνους που τον συμβούλευαν να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία: «ναι αλλά τι θα απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί που τους πήραμε στο λαιμό μας»; Η απόσυρση του στρατού σε μια τόσο κρίσιμη χρονική στιγμή, όταν υπήρχαν ακόμα οι ελπίδες για ολική εξόντωση του τουρκικού στρατού και οριστική επικράτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα παράλια της Μικράς Ασίας καθώς και η ελπίδα για την αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των επτά θαλασσών δεν επέτρεψαν στους πολιτικούς του Λαϊκού κόμματος, και ειδικότερα στο Γούναρη, να προβλέψουν την επικείμενη καταστροφή. Και βέβαια ήταν υπαρκτός και ο κίνδυνος της τουρκικής αντεκδίκησης σε περίπτωση που ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε τα μικρασιατικά παράλια αφού οι Τούρκοι δεν ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν. Η μη εύρεση ικανοποιητικής λύσης διαφυγής ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στις 17 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο για τη δίκη των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης είχαν ήδη συλληφθεί από ομάδα αξιωματικών με αρχηγό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Λίγο πριν τη σύλληψη του Γούναρη, του προτάθηκε να διαφύγει στο εξωτερικό αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά.Αρχικά η ανακριτική επιτροπή αποτελείτο από τους Καλλάρη και Ζυμβρακάκη, οι οποίοι όμως παραιτήθηκαν λόγων των παρεμβάσεων των μελών της επαναστατικής επιτροπής. Αντικαταστάθηκαν αμέσως από τον Οθωναίο και τον Πάγκαλο, αφού όμως πρώτα έλαβαν την διαβεβαίωση ότι δεν θα τους απονεμόταν χάρη.
Στις 15 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν οι κρατούμενοι από τις φυλακές Αβέρωφ σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στην παλιά Βουλή, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Όταν ξεκίνησε η δίκη, που έμεινε στην ιστορία ως η δίκη των έξι και οι κατηγορούμενοι άκουσαν το κατηγορητήριο, ο Γούναρης δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις τον κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκη μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». Χαρακτηριστικό της καλλιέργειας του και της ικανότητας του είναι ότι, αν και έπασχε από υψηλό πυρετό, κατάφερε και έγραψε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Εξαντλήθηκε όμως και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του παρίστατο ελάχιστες φορές στην ακροαματική διαδικασία.
Την 7η Νοεμβρίου ο συνήγορος του, Σωτηριάδης, κατέθεσε αίτηση αναβολής της δίκης σύμφωνα με τη Δικονομία λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας του πελάτη του. Ο Γούναρης, ο οποίος είχε ξεπεράσει τους 40 βαθμούς πυρετό, μεταφέρθηκε στην κλινική Ασημακοπούλου, όπου οι γιατροί διέγνωσαν βαριάς μορφής τύφο. Στην κλινική παρέμεινε μέχρι και το τέλος της δίκης. Παρ' όλα αυτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αλέξανδρος Οθωναίος, αρνήθηκε να διακόψει τη δίκη, αγνοώντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου για υπεράσπιση.
Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, στις 5 π.μ. ο ταγματάρχης Κατσαγιαννάκης ξύπνησε τον Γούναρη για να τον μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ, παρ' όλο που οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει οποιαδήποτε μετακίνηση, προκειμένου να λάβει γνώση της απόφασης του δικαστηρίου. Μάλιστα επειδή αργούσε να ντυθεί λόγω της καταστάσεως του, ο Κατσαγιαννάκης τον απείλησε ότι θα τον μεταφέρει γυμνό έτσι και αργούσε λίγο ακόμα. Στις 9 π.μ η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στους κατηγορούμενους και ήταν καταδικαστική για τους έξι από τους συνολικά οκτώ κατηγορούμενους. Ο Γούναρης μαζί με τους Μπαλτατζή, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Στράτο και Χατζανέστη καταδικάζονταν στην ποινή του θανάτου.
Στις 11:27 π.μ. εκτελέστηκε στο Γουδή, παρουσία λιγοστών συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ξάδερφος του και μετέπειτα δήμαρχος Πατρέων, Ιωάννης Βλάχος. Δεν δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια. Η εκτέλεση τους έγινε κυρίως για να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία προς την χώρα τους. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου χρόνια αργότερα: "Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατκής Παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφορμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την μικρασιατικήν καταστροφή. Δύνεμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω, ότι το επ΄εμοί ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς, εαν η πολιτική των ωδήγει την Ελλάδα εις εθνικό θρίαμβον". Τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών την ίδια μέρα, παρουσία λιγοστών συγγενών και φίλων, με έναν ιερέα και χωρίς την παρουσία ψαλτών. Στον τόπο της εκτέλεσης οικοδομήθηκε ένας μικρός ναός έπειτα από έρανο, ο οποίος ονομάστηκε "ναός της Αναστασεως". Η κηδεία γενικά ήταν πρόχειρη και βιαστική γιατί η επαναστατική επιτροπή είχε διατάξει να ολοκληρωθούν όλες οι ταφές πριν τις 3 μ.μ. Πριν εκτελεστεί έγραψε την λιτή διαθήκη του, στην οποία ανέφερε:
Ότι περισσεύει εκ της μικράς μου περιουσίας, αφού πληρωθούν τα χρέη μου, επιθυμώ να περιέλθη εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Α. Κανελλόπουλον ον εγκαθιστώ γενικόν κληρονόμον ίνα το χρησιμοποιήση προς καλλιτέραν αποκατάστασιν της θυγατρός του Μαρίας. Εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή αφίνω δέκα χιλιάδας, και την βιβλιοθήκην μου εις τον Δήμον Πατρών.
Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1922.
Δημήτριος Π. Γούναρης
Η διαθήκη του όπως και η ζωή του ήταν λιτή γι'αυτό και δεν απέκτησε ποτέ μεγάλη περιουσία. Με την διαθήκη του ο Γούναρης έγινε μέγας ευεργέτης του Δήμου Πατρέων και συγκεκριμένα της δημοτικής βιβλιοθήκης. Στις 3 Ιουνίου του 1931, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου η οδός Καλαβρύτων ή νέος δρόμος μετονομάστηκε σε οδός Δημήτριου Γούναρη. Ήταν μια από τις πρώτες κινήσεις για την αποκατάσταση του ονόματος του. Επίσης το 1933 αναρτήθηκε επιγραφή από το υπουργείο δικαιοσύνης στην αίθουσα των φυλακών Αβέρωφ, στην οποία οι κατηγορούμενοι πληροφορήθηκαν τη θανατική τους καταδίκη. Σύμφωνα με την επίσημο διαδικτυακό τόπο της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, ο Γούναρης ήταν τέκτονας και ανήκε στην Πατρινή στοά Παλαιών Πατρών Γερμανός. Το αρχείο του δωρήθηκε από την Αμαλία Κανελλοπούλου και την Δόμνα Δοντά στο Εθνικό και Λογοτεχνικό Αρχείο. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι ήταν άτυχος. Χαρακτηριστικά τα λόγια του ανιψιού του Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «Γνήσιοι Έλληνες ήταν και οι δύο, ο Βενιζέλος και ο Γούναρης, ο πρώτος ήταν τυχερός, ο δεύτερος άτυχος». Το 2010, μετά από αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη από το 2008, εγγονού του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη,παύθηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο η δίωξη των έξη λόγω παραγραφής.

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Ειδήσεις