Μια αναφορά στο Θέατρο την περίοδο της Κατοχής
Παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, που εύλογα δημιούργησε η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, την επιστράτευση πολλών ηθοποιών και την ένταξη αρκετών εξ αυτών στις τάξεις του ΕΑΜ, τις επιβεβλημένες ανακατατάξεις και τις αναθεωρήσεις του ρεπερτορίου, την αναγκαία προσφυγή σε τεχνάσματα, επινοήματα και υπαινιγμούς απέναντι στον φόβο των λογοκριτών, οι άνθρωποι γέμιζαν τα κεντρικά θέατρα (Κοτοπούλη, Ολύμπια, Κεντρικόν, Βρεττάνια) της ιταλοκρατούμενης Αθήνας, αποζητώντας παρά τις βιοτικές στερήσεις, την κάλυψη των πνευματικών τους αναγκών αλλά και πραγματοποιώντας με την μαζική τους προσέλευση μια πολιτική πράξη υψίστης σημασίας.
Ο κόσμος του θεάτρου δεν υπέστειλε τη σημαία και κρατώντας ανοιχτά τα φώτα της ράμπας, ανταποκρίθηκε στο αίτημα του κοινού για ψυχική ανάταση, οργανώνοντας, σχεδόν από τον πρώτο καιρό παραστάσεις, που συνδέθηκαν με τον αγώνα των στρατευμένων Ελλήνων και την ανύψωση του ηθικού του ελληνικού λαού. Κάθε νίκη τους στο ελληνοαλβανικό μέτωπο χαιρετιζόταν με ενθουσιασμό από τις αθηναϊκές θεατρικές σκηνές, που λειτούργησαν κανονικά «με καλυμμένα τα εξωτερικά τους φώτα δια κυανού χάρτου» έχοντας μεταβάλλει τα παρασκήνιά τους σε αποθήκες προκηρύξεων και καταφύγια καταζητούμενων από τους κατακτητές.
Τα θεατρικά είδη, που καλλιεργήθηκαν, ήσαν ανάλαφρες κωμωδίες και μουσικές ηθογραφίες, γραμμένες ειδικά για την περίσταση (Δημ. Μπόγρη «Ψηλά στο μέτωπο») οπερέτες και κωμωδίες βιεννέζικου τύπου. Κανένα όμως είδος δεν έλαμψε όσο η αντιπολεμική επιθεώρηση, που συνδύαζε την επικαιρότητα με το γέλιο, το μόνο που προσφερόταν απλόχερα χωρίς δελτίο. «Και τα βράδια στα θέατρα λέγανε τραγούδια» σημειώνει από το μέτωπο ο Οδυσσέας Ελύτης, δίνοντας υπαινικτικά το κλίμα μιας σφύζουσας από ζωή θεατρικής Αθήνας.
Άλλοτε με ελληνικούς τίτλους («Πολεμικά Παναθήναια», «Αθήνα – Ρώμη και φύγαμε», «Πολεμικές Καντρίλιες», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Φασιστική ζούγκλα», «Μολών Λαβέ») και άλλοτε με ιταλικούς («Μπέλλα Γκρέτσια», «Μάρε Νόστρουμ», «Μπράβο Κολονέλο»), πάντοτε όμως διεγερτικούς του ενδιαφέροντος για τις πολεμικές εξελίξεις, οι επιθεωρήσεις της εποχής απέβλεπαν στην σάτιρα και τη διακωμώδηση της κουλτούρας, της δύναμης αλλά και των παθημάτων των Ιταλών. Άλλωστε, όπως σοφά επισημαίνει ο Μολιέρος στον «Ταρτούφο» του: «Μπορεί κάποιος να θέλει να είναι κακός αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος που να θέλει να είναι γελοίος».
Με την εισβολή όμως των Γερμανών τον Μάιο του 1941, το κλίμα στο θέατρο βαραίνει δραματικά με το κλείσιμο πολλών θεάτρων και τις αθρόες συλλήψεις ηθοποιών, με την επιθεώρηση «Φινίτα λα Μούζικα» να λειτουργεί μέσα από τον συνυποδηλωτικό της τίτλο ως θλιβερός προάγγελος των τραγικών επακόλουθων. Η λογοκρισία εντείνεται και η Διεύθυνση Λαϊκής Διαφώτισης, η επωμισμένη με το έργο του ελέγχου του ρεπερτορίου, προωθεί γερμανούς δραματουργούς και απαγορεύει συγγραφείς των συμμαχικών χωρών. Έτσι στην Κρατική μας Σκηνή οι Γερμανοί βλέπουν Γκαίτε, Λέσσινγκ, Σίλλερ, οι Ιταλοί Γκολντόνι και μετά τη συνθηκολόγηση με τη Γαλλία και Μολιέρο.
Ωστόσο, παρά τη σκοτεινιά της ναζιστικής κυριαρχίας, το ελληνικό θέατρο θα προβάλλει την ελευθεροφροσύνη του με ποικίλους τρόπους. Ηθοποιοί όπως ο Γιάννης Βεάκης, ο Πέλος Κατσέλης, η Δανάη Στρατηγοπούλου, η Ρένα Ντορ οργανώνονται στην Εθνική Αντίσταση, με τον τότε πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Πατρίκιο, την πρωταγωνίστρια της επιθεώρησης Καίτη Ντιριντάουα και τον Μίμη Φωτόπουλο, ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης, να πυκνώνουν τις τάξεις του ΕΑΜ, δίνοντας το παρόν στο πεδίο των εθνικών και των κοινωνικών αγώνων.
Το Εθνικό θέατρο δίνει γενναίο μήνυμα με την επιλογή του να παρουσιάσει μέσα στην κατοχή τη «Μήδεια» (1942) και τους «Πέρσες» του Αισχύλου και να συνεγείρει συνειδήσεις με το «Ίτε παίδες Ελλήνων…» του τραγικού ποιητή, αλλά και ο Κουν με την παράτολμη πρωτοβουλία του να ιδρύσει το 1942, εν μέσω της Κατοχής το «Θέατρο Τέχνης», με εναρκτήριο έργο την «Αγριόπαπια» του Ίψεν, «μαθαίνοντας από τότε στον κόσμο το πραγματικό θέατρο, ένα αξέχαστο θέατρο, που οι ρίζες του έχουν μείνει μέχρι σήμερα». Με τόλμη επίσης η Εθνική Λυρική Σκηνή, παρουσιάζοντας τη «Νυχτερίδα» του Στράους, διεμβολίζει την ξένη κλασική μουσική με ελληνικές μελωδίες του Καλομοίρη και του Σαμάρα.
Πρωταγωνιστική πάντως μορφή του ελληνικού θεάτρου στα πέτρινα χρόνια της γερμανικής κατοχής αναδεικνύεται αδιαμφισβήτητα ο Βασίλης Ρώτας, που πρωτοστάτησε μαζί με τον φιλόλογο και ποιητή Γ. Κοτζιούλα στην ίδρυση του «Θεάτρου του Βουνού», που υπηρέτησε πιστά τους στόχους της Εθνικής Αντίστασης. Με έργα αυτοσχέδια και εν μέρει άτεχνα, εμπνευσμένα από τους ήρωες του ’21 αλλά και από τη σκληρή ζωή των ανταρτών στα βουνά, το πλανόδιο αυτό θέατρο δρασκέλισε σχολεία, πλατείες και χωριά, μεταφέροντας στην ελληνική επαρχία τους αγώνες και τις αγωνίες του μαχόμενου έθνους.
Πολύτιμοι συμπαραστάτες μου σ’ αυτή την κατ’ ανάγκη σύντομη περιήγηση στο Θέατρο της Κατοχής στάθηκαν τα εξαιρετικά ενθυμήματα, που άφησαν δυο σπουδαίοι ηθοποιοί, η Ελένη Χαλκούση με το «Θεατρικό Ημερολόγιο» της και ο Λυκούργος Καλλέργης με το έργο του «Στο διάβα του πολυτάραχου 20ου αιώνα».

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr










