Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Προϋπηρεσία στην αγάπη

Προϋπηρεσία στην αγάπη

της Αναστασίας Δημητροπούλου

«...η αδιαφορία ξεκινά από κάθε άρνησή μας να αναγνωρίσουμε έναν άγγελο με τσακισμένα τα φτερά στα μάτια όσων μας έχουν ανάγκη...»

***

Η ερημιά της ψυχής, η δυστοκία του κόσμου, ο κυνισμός του χρόνου. Όλα αντέχονται όταν δεν είσαι μόνος. Όταν συγχρονίζεις το βήμα σου με το βήμα κάποιου άλλου. Βλέπεις, ο Θεός τις έχει έτσι συναρμολογημένες τις καρδιές των πλασμάτων Του, ώστε να ανοίγουν διαλόγους μεταξύ τους ακόμα και όταν τόσοι και τόσοι περιττοί ήχοι έχουν επινοηθεί με σκοπό να κρύψουν κάτω από την τραχιά εμβέλειά τους τις πιο αδύναμες φωνές. Τις έχει κουρδισμένες ακριβώς έτσι τις καρδιές ώστε να βαλσάρουν ως ακούραστοι πλανήτες γύρω από τον ήλιο της συντροφικότητας. Να φορούν ανάριχτα στους ώμους τις εποχές, τους μήνες, τις μέρες και τις στιγμές. Να κυκλοφορούν ανάμεσα σε πράσινα και πορτοκαλοκόκκινα φανάρια. Να προσπερνούν σκυφτά και αποξενωμένα όντα που τα νοιάζει μονάχα ο εαυτούλης τους, και να αποδεικνύουν σιωπηλά πως η αδιαφορία ξεκινά από κάθε άρνησή μας να αναγνωρίσουμε έναν άγγελο με τσακισμένα τα φτερά στα μάτια όσων μας έχουν ανάγκη. Αυτές και άλλες πολλές οι σκέψεις που κατακλύζουν το μυαλό μου σαν συναντώ τους αχώριστους Ρούλη και Ναβουχοδονόσορα. Ο μαύρος προπορεύεται κι ο μελής πάντα ακολουθεί.

Δεν υπάρχει μέρα που να μην τους δω. Και δε μπορώ να διανοηθώ, ούτε και να προσδιορίσω τι ακριβώς θα νιώσω αν σβήσει ξαφνικά αυτή η καθημερινή εικόνα. Ή ακόμα αν μείνει ο ένας από τους δύο μες στο πορτρέτο της αδέσποτης ζωής τους. Προς το παρόν τους κατασκοπεύω που λιάζονται στο υγρό γρασίδι των Υψηλών Αλωνίων, που πλησιάζουν διστακτικά και καλοπροαίρετα σαν επαίτες φιλίας, τα δεσποζόμενα σκυλιά. Νεύουν με τις ουρές τους. Στην ελευθερία, στο άπειρο, στα χάδια που είναι λιγοστά, μα πολύτιμα. Νεύουν στον άνθρωπο που γίνεται ο εχθρός του ίδιου του του εαυτού, που πασχίζει να επεκτείνει το μήκος της ζωής αδιαφορώντας για το πλάτος και το βάθος της. Νεύουν σε όλους εμάς που μας περιμένει ένα πιάτο φαγητό, μια αγκαλιά και ένα μαλακό κρεβάτι. Κάποιες φορές τους πετυχαίνω που αφομοιώνονται στο πλήθος που διασχίζει υπνωτισμένα μέρα νύχτα τη Ρήγα Φεραίου. Κάποιοι αποτραβιούνται, άλλοι γελούν. Ποιός όμως από αυτούς αναλογίζεται τους κινδύνους που ενέχει η ζωή στο δρόμο; Ο ύπνος κάτω από ένα παγκάκι; Η τρελή ταχύτητα των αυτοκινήτων; Η αναλγησία των χεριών που σταυρώνονται κάτω από το στήθος, αντί να αφήνουν σε μιαν άκρη ένα μπολ νερού και τροφής για τις αλήτισσες ψυχές που έχουν μόλις 2-3 και όχι παραπάνω χρόνια επιβίωσης στο κρύο του Δεκέμβρη και τον καύσωνα του Αυγούστου;

Τυχαία έμαθα τα ονόματά τους. Έπινα καφέ με μια φίλη. Ήταν Σάββατο πρωί στο πολύβουο κέντρο της πόλης. Είδα τα δύο σκυλιά να έρχονται από μακριά. Χαμογέλασα, όπως κάνω πάντα όταν τα βλέπω. Δεν ήταν μόνα τους. Ο μελής ήταν τρίτος στη σειρά. Ο μαύρος ήταν δεύτερος. Μπροστά τους περπατούσε μια γυναίκα, και πού και πού γύριζε πίσω για να δει αν την ακολουθούσαν. Τα σκυλιά χαριεντίζονταν με το ύφασμα του παντελονιού της. Τρίβονταν πάνω του, έμοιαζαν πρώτη φορά αληθινά ευτυχισμένα. Εκείνη τα καθοδηγούσε με τρόπο που όλη η στάση του σώματός της μαρτυρούσε πως σοφία είναι να σκύβεις και να βοηθάς, παρά να πετάς στον ουρανό και να διατηρείς απόσταση από όσα σε αφορούν. Σταμάτησε λίγο πιο πέρα από το τραπέζι μας. Να μέτρησα από μέσα μου μέχρι το δέκα; Μπα, δεν απόσωσα ούτε το οκτώ. Σηκώθηκα να χαϊδέψω τους πιστούς φίλους της Πάτρας. Πλησίασα. Έμοιαζα σα να ετοιμαζόμουν να διακόψω κάποιο ιδιωτικό αστείο ανάμεσα στους τρεις τους, ή μια προσευχή. «Είναι πατέρας και γιος. Να στους συστήσω. Ρούλης και Ναβουχοδονόσορ», με διαφώτισε με μια βαθιά, βελούδινη φωνή η γυναίκα σαν άπλωσα το χέρι μου στις ράχες. Τα μάτια μου υγράνθηκαν. «Μακάρι να μπορούσα να τους πάρω μαζί μου, αλλά τι να σου κάνω που είμαι φιλοξενούμενη κι εγώ; Φροντίζω όμως να μην τους λείπει τίποτα. Όπως φροντίζουν κι αυτά να μη μου λείπει η ελπίδα. Μακάρι να κατάφερνα να τους βρω ένα σπίτι», συνέχισε εκείνη, και εγώ νόμιζα πως πλέον άκουγα τη φωνή της μέσα από πηγάδι. «Μήπως ξέρεις εσύ, κοπέλα μου, κανέναν που να ενδιαφέρεται να σώσει αυτές τις ψυχούλες;». Ξέρω, άραγε κανέναν που να ενδιαφέρεται να σώσει τον εαυτό του πρωτίστως; Ξέρω μήπως κανέναν που τα μάτια του να μιλούν τη σπουδαία γλώσσα της στοργής;

Τι ξέρω εγώ; Ξέρω μονάχα ανθρώπους που έχουν μορφωθεί πέρα από την ευφυΐα τους, πολιτισμούς και νόμους που δεν ακυρώνουν την αναλγησία, αλλά την επικυρώνουν. Ξέρω καλά πως η προδοσία είναι θέμα ημερομηνίας, πως ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που πολύ θα το ήθελαν να ήταν κανίβαλοι, όχι απλώς για να καταβροχθίζουν κάποιους άλλους, μα για να έχουν την ευχαρίστηση να τους μηρυκάζουν. Ξέρω επίσης ότι ένα γραμμάριο πράξης αξίζει όσο ένας τόνος θεωρίας, πως σ' αυτόν τον κόσμο τίποτα καλό δεν προκύπτει διστάζοντας και πως δύσκολα θα βρεθεί ένα σπίτι για τον Ρούλη και τον Ναβουχοδονόσορα. Κι αυτό γιατί σπανίζουν οι οικοδεσπότες με προϋπηρεσία στην αγάπη και την προσφορά. Άνθρωποι, δηλαδή, που θα συμβιώσουν με την ανίατη ασθένεια των σκύλων και θα την κολλήσουν μετά χαράς. Την ευγνωμοσύνη.

 

Αναστασία Δημητροπούλου

Φιλόλογος - Μεταφράστρια

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Απόψεις