ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Κατά την δύσιν του Ηλίου στον Πατραϊκό...

Κοινοποίηση
Tweet

Του Ευθύμιου Θεριστόπουλου

Πάντοτε με σταματούσε αυτή η ώρα. Κάθε που έρχεται καλοκαίρι, ξαναγίνομαι παιδί. Όχι εκείνο που έπαιζε· το άλλο. Εκείνο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, σιωπηλό, με το βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο, καθώς περνούσαμε με τους γονείς μου δίπλα απ’ τη θάλασσα.

Εκείνο που παρατηρούσε: ανθρώπους στα παγκάκια, γιασεμιά στα μπαλκόνια, παππούδες με πουκάμισο στους 35°. Που σκεφτόταν συνέχεια. Που αγαπούσε το φως του δειλινού.

Αυτό το παιδί έρχεται κάθε Ιούνιο, σαν βραδινός άνεμος και μυρωδιά λουΐζας και ζεστού χώματος. Όταν ο ήλιος, κουρασμένος απ’ το καθημερινό του ταξίδι, ακουμπά στον κόρφο του Πατραϊκού και τα νερά σαν παλαιά χρυσοκέντητη στολή Επισκόπου, γίνονται φλόγες, φωτιά και μυστήριο. Τα σύννεφα ανεβαίνουν σαν θυμίαμα στον ουρανό, κι ολόκληρη η δύση μοιάζει να προσεύχεται.

Αυτό το στερνό φως δεν είναι απλώς φως. Είναι παρουσία. Είναι επίσκεψη. Θεϊκή, αθόρυβη, που περνά απ’ τα σπίτια της Πάτρας, αγγίζει τη ρίζα του Παναχαϊκού και θυμίζει στους ταπεινούς πως δεν εγκαταλείπονται. Τότε συλλογιζόμουν: πώς να έδυε ο ήλιος το απόγευμα του Οκτώβρη του 1571, όταν η Δύση κι η Ανατολή πάλευαν στα ανοιχτά της Ναυπάκτου;

Ο ήλιος ίσως είδε την αιώνια μάχη του “φωτός” με το “σκοτάδι”, ίσως άκουσε προσευχές Χριστιανών κατα το σάλπισμα της επίθεσης. Ίσως είδε τα νερά να βάφονται όχι από το φως του, αλλά από το αίμα των πιστών που φώναζαν «Κύριε, ελέησον».

Και μετά, σε άλλη δύση, άλλο δειλινό, έφτανε απ’ τα ίδια νερά στο λιμάνι της Πάτρας η Κάρα του Πρωτοκλήτου. Τι φως είχε τότε! Ήσυχο, συγκινημένο, ιερό. Η πόλη στεκόταν γονατισμένη. Πατρινοί με εικόνες, παιδιά, λαμπάδες και δάκρυα, περίμεναν. Δεν ήταν λιτανεία ήταν ανάσταση. Ο ήλιος έδυε σιγά, δίνοντας τη θέση του στη φλόγα των κεριών και στο φως της Πίστης.

Μα κι άλλοτε ήρθαν πλοία ξένα, εχθρικά. Από τη Δύση.Με σημαίες ιταλικές, ήχο μεταλλικό και σκιές που πλάκωναν το Κάστρο και τα χαμηλά σπίτια. Ο ήλιος τα χρύσιζε κι αυτά γιατί και στ’ άγνωστα και στα εχθρικά πρόσωπα λάμπει το έλεος του Θεού. Μα για τους Πατρινούς, το φως τότε ήταν πίκρα.

Κι όμως, βασίλευε.
Βασιλεύει και σήμερα. Μπαίνει ήσυχα στο σπίτι μου και “φιλεί” τα εικονίσματα του τοίχου, τους Αγίους που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Κάθε απόγευμα, το υποδέχομαι όπως έναν άγγελο. Δεν μιλώ, δεν κινούμαι. Ψιθυρίζω μόνο: «Φῶς ἱλαρόν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός...» Αυτό δεν είναι πια του ήλιου φως. Είναι του Χριστού. Μια θύμηση πως τίποτε δεν τελειώνει. Πως Εκείνος μονάχα κρύβεται για λίγο πίσω απ’ τα βουνά και τα σύννεφα. Και ξανάρχεται. Κάθε δύση, κάθε μέρα, σαν υπόσχεση αιωνιότητας.

Καλώς το. Καλώς ήρθες πάλι.

Δεν έχω πολύ χρόνο για μπάνια ή διακοπές, μα κάτι αλλάζει. Γίνομαι πάλι εκείνος που πίστευε πως η ζωή έχει ένα σχέδιο κι ας μην του το έχει αποκαλύψει ακόμη. Κι απόψε, στην ακρογιαλιά του Αγίου Ανδρέα, εκεί που περπατούσε κάποτε ο Πρωτόκλητος, ανάμεσα σε βότσαλα και αρμύρες, με θέα τον Πατραϊκό, περιμένω.

Η θάλασσα καθρεφτίζει το φως της Βασιλείας. Ο άνεμος φυσά σαν προσευχή. Τα ευκάλυπτα τρίζουν «Κύριε, ελέησον». Κι εγώ, καθισμένος με την πλάτη στον παλιό τοίχο του ναού περιμένω το φως του δειλινού, το ευλογημένο αυτό πυροτέχνημα. Κάνω τον σταυρό μου και λέω:

Καλώς το. Καλώς ήρθες πάλι.

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Σχόλια

Απόψεις