Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Αντρούτσος: H ζωή του μέσα από τα τραγούδια

Αντρούτσος: H ζωή του μέσα από τα τραγούδια

Του Νίκου Χαλαζιά

Μαγιά της λευτεριάς χαρακτήρισε εύστοχα τους προεπαναστατικούς κλέφτες και αρματολούς ο Μακρυγιάννης.

Κι αλήθεια, αυτοί με τους αγώνες τους κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της ελευθερίας στο υπόδουλο Γένος και ανάπιασαν τα προζύμια για τον Μεγάλο Ξεσηκωμό. Ο Ζαχαριάς και ο Κατσαντώνης, οι Κολοκοτρωναίοι, οι Μπουκουβαλαίοι, ο Βλαχάβας και ο Νικοτσάρας, ο Ζήδρος και ο Μηλιώνης, ο Βλαχοθανάσης και ο Σταθάς είναι μερικοί από τους πολλούς προεπαναστατικούς αγωνιστές που άνοιξαν το δρόμο για το Εικοσιένα. Ξεχωριστή μορφή ανάμεσά τους ο Ανδρέας Βερούσης, ο καπετάν Αντρούτσος, όπως τον φώναζαν στη Ρούμελη. Είναι ο πατέρας του Οδυσσέα, του ήρωα της Γραβιάς. Το πιο ατίμητο, το πιο λαμπερό πετράδι της Ρωμιοσύνης, όπως λέει ο Τάκης Λάππας, ο πιο τραγουδισμένος πρωτοκλέφτης της Ρούμελης:

 

Εγώ μ’ Αντρούτσος ξακουστός, Αντρούτσος ξακουσμένος

Μένα με ξέρ’ ο βασιλιάς με ξέρ’ ο κόσμος ούλος.

Γεννημένος γύρω στα 1750 στις Λιβανάτες της Λοκρίδας ο Αντρούτσος, γρήγορα – σκοτώνοντας έναν Τούρκο αγά – πήρε τα βουνά κοντά στον Μήτρο Βλαχοθανάση, καπετάνιο από τη Βουνιχώρα. Κι όταν ο εβδομηντάχρονος Βλαχοθανάσης αποσύρθηκε, ο Αντρούτσος έφτιαξε δικό του νταϊφά (κλέφτικο σώμα), όπου εντάχθηκαν τα πιο τρανά παλληκάρια της περιοχής. Θα μείνουν στην ιστορία ως «Αντρουτσαίοι». Δεν άργησε ο Αντρούτσος με τα κατορθώματά του να ακουστεί σ’ όλη τη Ρούμελη. Όπως λέει και το τραγούδι:

Ήταν μπαϊράκι στα βουνά και φλάμπουρο στους κάμπους

Κι ανάμεσα στον νταϊφά πανώριο κυπαρίσσι.

Γράφει γι’ αυτόν ο Γάλλος ιστορικός Φοριέλ: «Ήταν θαυμαστός και περίφημος για την παλληκαριά, για το ανάστημά του και για την όμορφη κορμοστασιά του, για την τρομερή όψη του προσώπου του, του ύφους του βλέμματός του, όπως και για την λεβεντιά του.  Ποτέ μουστάκια  δεν είχαν την εμφάνιση ούτε τη μεγαλοπρέπεια, όπως τα δικά του. Για να μην τον ενοχλούν τα έδενε το ένα με το άλλο πίσω απ’ το κεφάλι του. Ένα παρουσιαστικό τόσο άγριο και τόσο φοβερό έκρυβε μια ψυχή γλυκιά και ήρεμη που είχε το ένστικτο για όλες τις μεγάλες πράξεις.» Και πάλι ο ανώνυμος ποιητής έχει τον λόγο:

Χαίρετ’ ο Τούρκος τ’ άλογο κι ο Φράγκος το καράβι

κι ο Αντρούτσος την περπατησιά φοντά ’ταν παλληκάρι

 Και σ’ άλλο τραγούδι ο ίδιος καμαρώνει:

Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδια μου γραμμένα

κορμάκι μου περίτρανο δω στον απάνου κόσμο.

 Θα ’ναι ως 25 χρονών όταν, ξεχειμάζοντας στην Πρέβεζα, θα παντρευτεί την Ακριβή, κόρη του προύχοντα Δημήτρη Τσαρλαμπά. Αυτή θα του χαρίσει τον μονάκριβο γιό του, τον Οδυσσέα. 

Αντρούτσο που ξεχείμασες, το φετινό χειμώνα

που ήταν τα χιόνια τα πολλά και τα βαριά χαλάζια.

Στην Πρέβεζα παιδιά μου ξεχείμασα, στου Τσαρλαμπά τα σπίτια

Φόβος και τρόμος των Τούρκων και υπερασπιστής των αδικημένων ραγιάδων ο Αντρούτσος διεκδικεί το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Οι Τούρκοι αγάδες και οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες της Λιβαδειάς το αρνούνται παρά τις φοβέρες του πρωτοκλέφτη:

Προς σας αρχόντοι Λιβαδειάς, προς σας κοτζαμπασήδες,

γρήγορα το μουρασελέ, λουφέ στα παλληκάρια,

Βάζω φωτιά στη χώρα σας και καίω τα σαράγια

Το λιοντάρι της Ρούμελης, όπως τον αποκαλούσε ο Αλή πασάς – είχαν γνωριστεί οι δύο και είχαν γίνει στενοί φίλοι πριν ο Αλής γίνει πασάς – δίνει απανωτές μάχες με τους Τούρκους στο μοναστήρι του Όσιου Λουκά, με τον Σελήμ μπέη στις Καρούτες και στο Μαλαντρίνο του Λιδωρικιού:

Κι Αντρούτσος εξεκίνησε να πάει στο Μαλαντρίνο

Πάει να βαρέσει την Τουρκιά, να παρ’ αγάδες σκλάβους.

Στο έμπα της άνοιξης, γύρω στα 1790, αποφασίζει να χτυπήσει τον Έπαχτο. Περνάει απ’ τη Βουνιχώρα και ξεσηκώνει τον σε βαθιά γεράματα παλιό του καπετάνιο τον Μήτρο Βλαχοθανάση:

Σήκω ψυχοπατέρα μου, η άνοιξη μας πήρε,

να πάμε κα τον Έπαχτο, να κάψουμε σεράγια

και στο κεφάλι του πασά να ρίξουμε σημάδι.

Έξω από τον Έπαχτο θα συγκρουστούν με τον Μουχτάρ πασά σε πολύωρη μάχη.

 

Διαβείτε από τον Έπαχτο, στην άκρη από το λόγγο,

Ν’ ακούσετε τον πόλεμο που πολεμάει ο Αντρούτσος.

Αντρούτσος και Μουχτάρ πασάς κι ούλα τα βιλαέτια

Στη μάχη αυτή θα σκοτωθεί ο Βλαχοθανάσης και γύρω από τον νεκρό θα αναβιώσουν ομηρικές μάχες για να μην πάρουν οι Τούρκοι το κεφάλι του γέρο καπετάνιου και το πομπέψουν:

 

Αντρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή φαρμακωμένη.

Παιδιά τραβάτε τα σπαθιά κι αφήστε τα ντουφέκια,

να μη μας πάρει η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,

 που γέρασε αρματολός, στους κλέφτες καπετάνιος.

Η κατάληψη του Επάχτου θα αποτύχει και ο Αντρούτσος θα ξαναπιάσει τη Λιάκουρα (Παρνασσό) εντείνοντας τις προσπάθειές του για το αρματολίκι της Λιβαδειάς.

 

Παιδιά μας πήρε η άνοιξη, μας πήρε καλοκαίρι,

Να βγούμε πάνω στα βουνά, στης Λιάκουρας τη ράχη.

Να γράψω μια πικρή γραφή κι ένα καημένο γράμμα,

Να στείλω μες στη Λιβαδειά, να στείλω μες στη Φήβα

γρήγορα το μουρασελέ, να γίνω καπετάνιος

να παραστέκ’ αρματολός σ’ ούλα τα βιλαέτια.

 Και παρότι οι Αντρουτσαίοι πάτησαν τη Λιβαδειά, οι αρχόντοι της πόλης δεν υποχώρησαν. Ορίστηκε όμως ο Αντρούτσος αρματολός στο κάμπο της Βοιωτίας ως τη Λαμία. Και πάλι η λαϊκή μούσα θρηνεί τη φυγή των Αντρουτσαίων απ’ τα βουνά σ’ ένα έξοχο δημοτικό τραγούδι:

Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν

δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,

η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.

Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας , κι η Λιάκουρα της Γκιώνας

και τα Βαρδούσια τα ψηλά λένε της Καταβόθρας

-Βουνό μου, πού ΄σαι πιο ψηλά και πιο ψηλά αγναντεύεις,

πού να ΄ναι, τι να γίνηκαν, οι κλέφτες Αντρουτσαίοι;

Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι,

σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;

Μετά από λίγο θα σμίξει με τον κουμπάρο του τον Λάμπρο Κατσώνη και θα δώσουν μάχες στη θάλασσα κατά των Τούρκων. Είναι η εποχή που η Ρωσία υποκινεί και πάλι εξεγέρσεις Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

Ο Μάγιορ Λάμπρος έστειλε του καπετάν Αντρούτσου.

Να 'ρθεις Ανδρούτσ' να σμίξουμε  να παμ’ με τα καράβια

 

Παρά την ανακωχή Ρωσίας και Θθωμανών οι δυο Ρουμελιώτες θα συνεχίσουν για λίγο τον αγώνα τους. Χωρίς βοήθεια από πουθενά, στα 1792 θα νικήσουν στο Πόρτο Κάγιο (Ταίναρο) την τουρκική αρμάδα που τη συνόδευαν δυο γαλλικά πολεμικά και θα χωρίσουν. Οι Αντρουτσαίοι, με τη βοήθεια του  Μοραΐτη πρωτοκλέφτη Ζαχαριά και του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, θα διασχίσουν σε μια επική πορεία τον Μοριά από τη Μάνη ως τη Βοστίτσα (Αίγιο). Πολλοί την παρομοιάζουν με την πορεία των Μυρίων του Ξενοφώντα. «Εις τον κατατρεγμό μας, δια δεκαπέντε ημέραις ούτε εκοιμώμεθα ούτε ετρώγαμε· εσώσαμε τα φουσέκια καθημέρα πόλεμο».

Φτάνει στην Πρέβεζα κι από κει λογαριάζει να περάσει στη Δαλματία (που βρισκόταν υπό Βενετσιάνικη κατοχή) και να φύγει για τη Μοσκοβιά (Ρωσία). Ο σκοπός του ταξιδιού του δεν είναι ιστορικά ξεκαθαρισμένος. Ωστόσο, παρά τις υποσχέσεις τους οι Βενετοί θα τον συλλάβουν και θα τον παραδώσουν στους Τούρκους. Τον κλείνουν στις φυλακές της Ζάρας, δαλματικής πόλης, και από κει σε λίγο τον μεταφέρουν στην Πόλη (1793):

Τον πήραν και τον πήγανε στο βασιλιά στην Πόλη

Κι ο βασιλιάς τον ρώταε κι ο βασιλιάς του λέει:

Εσύ ’σαι Αντρούτσος ξακουστός, Αντρούτσος ξακουσμένος

που χάλασες τη Ρούμελη κι όλα τα βιλαέτια;

Τον φυλάκισαν στο κάτεργο που ήταν πίσω από τον ναύσταθμο. Οι προσπάθειες της γυναίκας του και άλλων να λευτερωθεί δεν έφεραν αποτέλεσμα. Απευθυνόμενος ο βεζύρης στον γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας που ζητούσε την αποφυλάκιση του Αντρούτσου, του είπε: Προτιμάω να σου δώσω τρία εκατομμύρια, παρά να λευτερώσω αυτόν τον άνθρωπο!

Το 1797 ο Ρουμελιώτης πολέμαρχος θα βρεθεί νεκρός στ’ ανήλιαγο μπουντρούμι που τον είχαν κλείσει. Τον σκότωσαν οι Τούρκοι για να αποφύγουν τις διπλωματικές πιέσεις για την απελευθέρωσή του; Πέθανε από αρρώστια; Τίποτα δεν είναι εξακριβωμένο. Το βέβαιο είναι πως ο λαός της Ρούμελης πόνεσε για τον χαμό του και τον θρήνησε όπως του ταίριαζε:

 

Αντρούτσο μ’ για δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι

Να βγεις ψηλά στη Λιάκουρα, ψηλά στα κορφοβούνια,

να στείλεις τα μπουλούκια σου σ’ ούλα τα βιλαέτια/

μ’ ού΄είναι μ’ ούδε φαίνεται, μούδε χαρτί τους στέλνει.

Κύριέ μου , τι να γίνηκεν ο καπετάν Αντρούτσος

Ούλος ο κόσμος καρτερεί κι η μάνα του παντέχει.

 Κι αλλού:

Βουνά μου μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνιστήτε

και σεις χελιδονάκια μου, να ζήτε μη λαλήτε·

μόν’ πέστε της Ανδρούτσαινας της μικροπαντρεμένης,

να μην αλλάξη τη Λαμπρή και τα φλουριά μη βάλη

και να μην πλέξη τα μαλλιά, στην εκκλησιά μην πάη…

 

Μπορεί ο αετός των ρουμελιώτικων βουνών να χάθηκε τόσο άδοξα αλλά το όνομά του δεν έσβησε. Τον Αντρούτσο τον φύλαξε ο σκλαβωμένος λαός στο εικονοστάσι της μνήμης και τον ανάστησε ο γιός του ο Οδυσσέας λίγα χρόνια αργότερα για να αληθέψουν έτσι τα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωάννη: Εάν ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην… αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει!

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Απόψεις