ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Ο φόβος της ελπίδας

Θέμης Μπάκας
Κοινοποίηση
Tweet

Του Θέμη Μπάκα, πολιτευτή Αχαΐας

Δεν είναι η αδιαφορία που χαρακτηρίζει πλέον την κοινωνία. Δεν είναι η αμάθεια, ούτε η έλλειψη ενδιαφέροντος. Είναι κάτι βαθύτερο και πιο επικίνδυνο: ο φόβος της ελπίδας.

Ένας φόβος που δεν γεννήθηκε από τη στασιμότητα, αλλά από την επαναλαμβανόμενη διάψευση. Από την εμπειρία. Από τη μνήμη. Από την καθημερινότητα των ανθρώπων που έμαθαν, με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι η ελπίδα μπορεί να πονά περισσότερο από την απογοήτευση.

Ζούμε σε μια χώρα όπου η πολιτική, όπως ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει να ασκείται σε μεγάλο βαθμό, δεν άφησε μόνο οικονομικά «τραύματα». Άφησε συναισθηματικά και κοινωνικά «τραύματα». «Τραύματα» εμπιστοσύνης. «Τραύματα» αξιοπρέπειας.

«Τραύματα» που δεν επουλώνονται με εξαγγελίες και προγράμματα, αλλά απαιτούν αλήθεια, συνέπεια και χρόνο.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν είναι  ουδέτερες. Έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων. Όπως, αναφέροντας ενδεικτικά παραδείγματα,  εάν ένα παιδί θα μείνει στη χώρα ή θα φύγει, εάν μια οικογένεια θα αντέξει, εάν ένας ηλικιωμένος θα ζήσει με αξιοπρέπεια.

Κι όμως, πολλοί από όσους αποφασίζουν έχουν αποκοπεί πλήρως από αυτήν την «ξεροκέφαλη» πραγματικότητα, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Έχουν χάσει την επαφή με την καθημερινότητα. Με το άγχος του βιοπορισμού. Με το βάρος της ανασφάλειας.

Κατά συνέπεια, αντί να ακούν, μιλούν.

Αντί να κατανοούν, υπόσχονται.

Προεκλογικά, η κοινωνία μετατρέπεται σε ένα πεδίο συλλογής προσδοκιών. Βιογραφικά μαζεύονται με περισσή ευκολία. Υποσχέσεις μοιράζονται αφειδώς. Διορισμοί, δουλειές, υποσχέσεις όπως «θα το δω», «θα το κανονίσουμε», «έχω άκρη». Λόγια γνώριμα σε χιλιάδες σπίτια.

Όχι από πραγματική πρόθεση προσφοράς, αλλά από έναν κυνικό υπολογισμό. Από τη συλλογιστική του σταυρού. Από τη συλλογιστική της εκμετάλλευσης της ανάγκης. Χωρίς σκέψη για το αύριο. Χωρίς καμία αγωνία για τη ζημιά που προκαλείται όταν η ελπίδα αποδεικνύεται σε ψέμα.

Δυστυχώς, όμως,  το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην εξουσία. Είναι βαθιά διαχρονικό και διακομματικό. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και στην αντιπολίτευση. «Όταν γίνουμε κυβέρνηση…».

Μια φράση, η οποία λειτουργεί σαν «λευκή επιταγή» για κάθε δέσμευση, για κάθε υπόσχεση. Και όταν η κυβέρνηση δεν έρθει, έρχεται η μεγάλη δικαιολογία:» Δεν προλάβαμε», «δεν μας άφησαν», «δεν ήμασταν εμείς». Σαν η πολιτική ευθύνη να αρχίζει και να τελειώνει στο αποτέλεσμα της κάλπης.

Οι πολίτες, όμως, δεν γνώριζαν - και συχνά ακόμη δεν γνωρίζουν - ότι δεν ήταν οι μόνοι. Ότι το βιογραφικό που έδωσαν με δισταγμό και ελπίδα ήταν ένα από χιλιάδες. Ότι η «ιδιαίτερη σχέση» δεν ήταν παρά
μια επαναλαμβανόμενη πρακτική. Κι όμως, ο καθένας πίστεψε ότι ήταν ξεχωριστός. Ότι αυτή τη φορά θα γίνει.

Αυτός ο μηχανισμός είναι ίσως ο πιο ύπουλος. Γιατί δεν στηρίζεται μόνο στις υποσχέσεις του πολιτικού, αλλά και στην ανθρώπινη ανάγκη του πολίτη να πιστέψει. Και όταν η διάψευση έρχεται, δεν πληγώνει μόνο η προδοσία. Πληγώνει και η αυτοκατηγορία: «Πώς το πίστεψα;»

Κι όμως, το παράλογο «κανονικοποιήθηκε». Φτάσαμε στο σημείο να θεωρείται «εξυπηρέτηση» το αυτονόητο. Να βαφτίζεται χάρη η υπηρεσιακή υποχρέωση. Να παρουσιάζεται ως προσωπική προσφορά το γεγονός ότι κάποιος πήρε ένα χαρτί από τον πρώτο όροφο της υπηρεσίας του και το πήγε στον τρίτο, ενώ αυτό ακριβώς είναι η εργασία για την οποία αμείβεται: να εξυπηρετεί τον πολίτη. Να ζητείται ευγνωμοσύνη για το τίποτα.

Και κάπου εδώ, γεννιέται το ουσιαστικό ερώτημα: τελικά, γιατί ψηφίζουμε; Για την ατομική εξυπηρέτηση ή για τις συλλογικές επιτυχίες; Για το βόλεμα μιας σύμβασης εργασίας περιορισμένου χρόνου, με αποδοχές που δεν αρκούν ούτε για μια αξιοπρεπή διαβίωση; Ή για το μέλλον της χώρας μας, για τη δημόσια Υγεία, την

Παιδεία, την ανάπτυξη, το συνταξιοδοτικό σύστημα, την αξιοπρέπεια και την κοινωνική συνοχή; Για το παρόν και το αύριο της περιοχής μας ή για μια προσωρινή «χάρη» χωρίς προοπτική;

Πόσες φορές πρέπει να ψηφίσει κάποιος/α τον ίδιο άνθρωπο για να «έρθει η σειρά του»; Κι αν έρθει ποτέ; Πόσες υποσχέσεις χωρούν σε μία θητεία; Πόσες οικογένειες μπορούν πραγματικά να «διοριστούν» στην ίδια περιοχή;

Έτσι, η σχέση πολίτη και πολιτικής εξουσίας - αλλά και διοίκησης - έπαψε να είναι μια σχέση ισότητας και δικαιώματος και μετατράπηκε σε μια σχέση εξάρτησης, αναμονής και διαρκούς απογοήτευσης.

Αυτές οι λογικές δεν οδήγησαν, απλώς, στην απογοήτευση. Οδήγησαν σε κάτι πολύ χειρότερο: στην άρνηση της ελπίδας ως μηχανισμού άμυνας. Ο κόσμος δεν θέλει πια να ελπίζει. Όχι γιατί δεν ονειρεύεται, αλλά γιατί φοβάται το επόμενο χτύπημα. Φοβάται τη νέα διάψευση.

Φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό που μπορεί ξανά να πιστέψει. Και υπάρχει κάτι που μένει ανεξίτηλο: οι υποσχέσεις όλων όσοι δεν εξελέγησαν. Εκείνων που έλεγαν «θα είμαι εδώ». Και μετά, χάθηκαν.

Ξέχασαν τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα συνθήματα, το ενδιαφέρον. Τα ξέχασαν όλα. Σαν η κοινωνία να ήταν απλώς ένα προεκλογικό σκηνικό.

Γι’ αυτό ας μη μας ξαφνιάζει πια τίποτα.
Ούτε η αποχή.
Ούτε η σιωπή.
Ούτε η καχυποψία.

Γιατί όταν η ελπίδα γίνεται εργαλείο εξαπάτησης, τότε ο κόσμος μαθαίνει να τη φοβάται Και αυτός ο φόβος της ελπίδας είναι, ίσως, η μεγαλύτερη ήττα της δημοκρατίας μας.

Γιατί όταν μια κοινωνία φοβάται να ελπίσει, τότε το πρόβλημα δεν είναι απλώς πολιτικό. Είναι βαθιά δημοκρατικό.

Χωρίς ελπίδα, δεν υπάρχει συμμετοχή.

Και χωρίς συμμετοχή, δεν υπάρχει δημοκρατία.

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Σχόλια

Απόψεις