ΒΙΒΛΙΟ

/

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Δέκατο

Κοινοποίηση
Tweet

του Στάθη Θ. Πολίτη

Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».

Διαβάστε εδώ το Ένατο Μέρος

_

#19

Λίγες μέρες πριν την ημερομηνία κατάταξής του, ο Ηλίας αποφάσισε πως έπρεπε να τους δει. Κυρίως εκείνον δηλαδή, που είχε κάνει πρώτος το βήμα, που είχε διαλέξει πρώτος πλευρά, χωρίς να ενημερώσει κανέναν, χωρίς να ρωτήσει τίποτε.

Ζήτησε από τον Στέφανο που ήξερε πως είχε ακόμα τον τρόπο να έρθει σε επαφή μαζί του, να κανονίσει τη συνάντηση. Να βρεθούν ξανά οι τρεις σωματοφύλακες -έστω για μία τελευταία φορά.

Κι αυτό γιατί ο ίδιος δεν ήταν σαν τον Μάρκο. Ήθελε να δώσει μια ευκαιρία στη φιλία τους. Κι ας μην την είχε σεβαστεί καθόλου ο άλλος. Αυτός δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να γίνει έτσι.

Ο Στέφανος τα κατάφερε, πάντα είχε τον τρόπο του. Έτσι, δυο μέρες αργότερα, ορίστηκε να βρεθούν οι τρεις τους στο Σανατόριο, κάτω από τις σπηλιές, εκεί γύρω στο σούρουπο.

Η ζέστη ήταν αφόρητη εκείνη τη μέρα του καλοκαιριού του ’47.

Το παλιό Σανατόριο ήταν χωμένο μέσα στο πυκνό ελατοδάσος του βουνού που δέσποζε στην περιοχή. Ήταν πάνω από έξι χρόνια που είχε σταματήσει η λειτουργία του.

Για πολύ καιρό, η φιλόξενη αγκαλιά του είχε υποδεχθεί εκατοντάδες περιπτώσεις βαριά χτυπημένων από τη μοίρα, από την ευρύτερη περιοχή. Η βασική τους κοινή μάχη ήταν με το τέρας της φυματίωσης.

Το Σανατόριο τους καλωσόριζε με στοργή και φρόντιζε οι φυματικοί είτε να αναρρώνουν βοηθούμενοι από το ιδανικό κλίμα της περιοχής, είτε να βρίσκουν στη θαλπωρή του ένα γαλήνιο τέλος.

Οι ντόπιοι δεν είχαν υποδεχτεί τη λειτουργία του Σανατορίου με ιδιαίτερη θέρμη. Καθώς η εγγύτητά του στο χωριό ήταν μεγάλη, το μακάριο τείχος της απομόνωσής τους είχε αρχίσει να εμφανίζει ρωγμές. Δεν ήθελαν επαφές με τον έξω κόσμο, ο δικός τους, περίκλειστος μα απλοϊκός, έφτανε και περίσσευε.

Έτσι με τα χρόνια, τα δαιμόνια μυαλά τους ξεκίνησαν να γεννούν ιστορίες για το Σανατόριο που άρχισαν να ταξιδεύουν γρήγορα προς κάθε κατεύθυνση. Ήταν μεγάλο το βάρος των ψυχών που είχαν φύγει στον χώρο του κι εκείνο τις κρατούσε εγκλωβισμένες.

Το Σανατόριο ήταν στοιχειωμένο.

Δεν χρειάστηκε μεγάλο διάστημα μέχρι οι ψίθυροι να γίνουν κραυγές και οι κραυγές να καταλαγιάσουν στην σκέψη των ανθρώπων και να αρχίσουν να δένονται με το ευπροσάρμοστο κατασκεύασμα που λέγεται πραγματικότητα.

Κάπως έτσι, οι ασθενείς του Σανατορίου άρχισαν να λιγοστεύουν, μέχρι που μαζί με τις δοξασίες, το φάρμακο για τη φυματίωση έδωσε τη χαριστική βολή για τη λειτουργία του.

Το Σανατόριο έκλεισε. Και στη συνέχεια λεηλατήθηκε. Δεν άφησαν όρθιο τίποτα. Ότι μπορούσαν να πάρουν το πήραν –χρήσιμο ή άχρηστο δεν είχε σημασία.

Κι έτσι εκείνο το ζεστό σούρουπο του 1947, έχασκε γυμνό και αποκαμωμένο, νικημένο και ανήμπορο να υποδεχθεί στα χαλάσματά του τους τρεις φίλους.

Οι ψυχές όμως ήταν εκεί. Και είχαν νοιώσει την ένταση, είχαν αφουγκρασθεί τους παλμούς να ανεβαίνουν, είχαν αισθανθεί τα νεύρα να τεντώνουν.

Και παρακολουθούσαν κρατώντας την ανάσα τους.

 

#20

Πελοπόννησος, Ελλάδα, 14 Νοεμβρίου 1996

Μικρή μου Σοφούλα,

Αλήθεια είναι πως από την στιγμή που έφυγε από τα χέρια μου το τελευταίο γράμμα που σου έστειλα, νοιώθω άλλος άνθρωπος. Μαζί με το γράμμα, είναι λες κι έφυγε από πάνω μου ένα τεράστιο βάρος που με πλάκωνε όλα αυτά τα χρόνια.

Ξέρω καλά πως το κακό που σου έκανα δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό θα το κουβαλάω μια ολόκληρη ζωή.

Κάθομαι όμως και σκέφτομαι –όλο αυτό το διάστημα δεν κάνω και τίποτε άλλο. Όσο όλα αυτά τα χρόνια είχα προσπαθήσει να σβήσω όλα τα παλιά από τη μνήμη μου, να αφήσω τον γερο-Χρόνο να τα χώσει στο απύθμενο τσουβάλι της λήθης που κουβαλάει συνέχεια μαζί του, τόσο τώρα συνεχώς προσπαθώ να τα αναμοχλεύω όλο και πιο πολύ, μπας κι ανακαλύψω τα πώς και τα γιατί που μου λείπουν –που μας λείπουν.

Να μάθεις για τους γονείς σου λοιπόν Σοφούλα. Να μάθεις για τον Μάρκο και τη Βασιλική –τους δύο από τους τρεις καλύτερους μου φίλους σε αυτόν τον κόσμο.

Για να φτάσουμε όμως εκεί, πρέπει πρώτα να μάθεις κάποια πράγματα και για εμένα.

Εγώ ήμουν μοναχοπαίδι Σοφούλα. Οι γονείς μου, αντίθετα με τις περισσότερες οικογένειες της εποχής, δεν έκαναν άλλα παιδιά. Είχαν τους λόγους τους φαντάζομαι.

Δεν γεννήθηκα στο χωριό. Μετακομίσαμε σε αυτό από την πρωτεύουσα του νομού την χρονιά που γεννήθηκα. Κι εκεί πάλι, οι γονείς μου είχαν καταλήξει από κάπου πολύ πιο μακριά, χωρίς την θέλησή τους.

Βλέπεις, ήταν Μικρασιάτες, με καταγωγή από την Σαμψούντα του Πόντου. Ο πατέρας, που είχε πάντα αυξημένο πολιτικό αισθητήριο, από τις πρώτες κιόλας αψιμαχίες που είχαν ξεκινήσει οι Τούρκοι με τον ελληνικό πληθυσμό, είχε καταλάβει πως τα χειρότερα δεν θα αργούσαν να έρθουν.

Έτσι, με βαριά καρδιά, πήρε την απόφαση να ρευστοποιήσει ότι περιουσία είχε κατορθώσει να μαζέψει με την τέχνη του και να μεταναστεύσει με τη μητέρα μου στην Αθήνα. Ήταν φρεσκοπαντρεμένοι τότε.

Στην πρωτεύουσα όμως δεν τα βρήκαν τα πράγματα όπως τα περίμεναν. Ο πατέρας άνοιξε το ωρολογοποιείο του κι εκεί, αλλά σύντομα κατάλαβε πως δύσκολα θα κατόρθωνε να προκόψει με το “μαγαζί του τουρκόσπορου”.

Κάπως έτσι, όταν ανακάλυψε ένα μακρινό συγγενή σε μία πόλη της Πελοποννήσου που τον διαβεβαίωνε πως αν πήγαινε εκεί θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, οι γονείς μου μετακόμισαν για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο, ενώ θα ακολουθούσε και τρίτη, για τον τελικό προορισμό του χωριού που ζήσαμε τελικά.

Εκεί ήταν που γεννήθηκα κι εγώ, με δύο μόλις μήνες διαφορά από τον πατέρα σου τον Μάρκο.

Μεγαλώσαμε μαζί, οι δυο μας κι ο φίλος μας ο Ηλίας –οι τρεις σωματοφύλακες όπως λέγαμε τότε.

Εκείνες οι εποχές, τα παιδικά μας χρόνια, ήταν τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου. Μην κάνεις το λάθος και νομίσεις πως ήταν εύκολα χρόνια –ειδικά για οικογένειες πολυάριθμες σαν κι αυτήν του παππού σου. Υπήρχε φτώχεια, η Ελλάδα ήταν μια χώρα που μόλις είχε βγει από δέκα χρόνια πολέμου και μια ανυπολόγιστη καταστροφή, όλοι μετρούσαν πληγές –κάτι που δεν θα άλλαζε για αρκετές δεκαετίες ακόμα.

Και κάπως έτσι σκέφτομαι βρε Σοφούλα, έτσι τώρα που κάθομαι και βασανίζομαι καθώς τα κουβεντιάζω με τις κυρίες Ερινύες.

Μήπως για εσένα ήταν τελικά καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα;

Πήγες σε μια χώρα πλούσια, σε μεγάλωσαν δυο γονείς που απ’ ότι έχω καταλάβει σε αγάπησαν πολύ. Είχες τα πάντα, υλικά και άυλα, σε αφθονία.

Ενώ εάν έμενες στον καταραμένο τούτο τόπο, τι θα σε περίμενε; Τι τύχη μπορεί να είχε ένα πεντάρφανο κοριτσάκι σε μια χώρα διαλυμένη, σε έναν τόπο που δεν είχε καν ξεκινήσει να μαζεύει τα κομμάτια του;

Μήπως τελικά αυτό που λέει ο λαός πως «όλα για καλό γίνονται» είναι η μεγαλύτερη αλήθεια τούτης της ζωής;

Μήπως δεν πρέπει να πασχίζουμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας, μήπως πρέπει να εναποθέτουμε τα πάντα σε αυτήν κι εμείς απλά να απολαμβάνουμε το ταξίδι;

Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Συνέχεια, εκεί που νομίζω πως θα βρω απαντήσεις, όλο και πετάγονται νέα ερωτηματικά.

Νομίζω έχω κουραστεί.

Γι’ αυτό θα σε αφήσω τώρα Σοφούλα, δεν έχω βλέπεις τις αντοχές που είχα άλλοτε.

Θα συνεχίσω όμως για τους γονείς σου άλλη μέρα –ελπίζω σύντομα- που θα έχω πάλι καθαρό μυαλό.

Σε ασπάζομαι,

Στέφανος

Διαβάστε εδώ το Ενδέκατο Μέρος

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture