Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Πλανήτης

Πλανήτης

Του Σπύρου Μαραγκού

Ένας πλανήτης. Προσγειωμένος πάνω σε έναν άλλο πλανήτη. Μεγαλύτερο. Τον κοιτάζεις από ψηλά και προσπαθείς να καταλάβεις πως βρέθηκε σε εκείνο το σημείο. Και όμως δεν έπεσε από τον ουρανό, χάνοντας τον προσανατολισμό  στο συμπαντικό του ταξίδι από κάποιον άλλο γαλαξία. Ούτε το χέρι κάποιας ανώτερης δύναμης τον πήρε και τον ακούμπησε εκεί.

Είναι δημιούργημα του χρόνου και των στοιχείων της φύσης. Τον σχεδίασαν και τον γέννησαν οι σεισμοί. Τον έσκαψαν οι ρωγμές και οι καθιζήσεις του εδάφους. Τον σμίλεψαν τα κύματα, οι πλημμυρίδες και οι φυρονεριές. Τον ζωγράφισαν ο άνεμος, ο ήλιος, η βροχή και η αγάπη των ανθρώπων της θάλασσας.

39°21'07.01"N, 24°04'28.82"Ε. Όρμος Πλανήτης. Νήσος Κυρά Παναγιά. Εθνικό θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου. Βόρειες Σποράδες. Μαγευτικός πλανήτης. Πλημμυρισμένος από θάλασσα και αρμύρα. Ανακατωμένες μυρωδιές από ιώδιο και θυμάρι. Ερημικός και ασφαλής. Αγαπημένο αραξοβόλι των ψαράδων. Πουρνάρια, σκίνα και μερικές αγριελιές. Χαμηλές πράσινες πινελιές εκτεθειμένες στο ξεροβόρι του Αιγαίου Πελάγους. Λιγοστοί οι κάτοικοι του νησιού. Αγριοκάτσικα, ερπετά, γλαροπούλια, ψάρια, μοναχικές φώκιες και ένας καλόγερος σε ένα μικρό μοναστήρι. Ένας άνθρωπος που ψάχνει να βρει τον θεό του και τα υπόλοιπα πλάσματα να έχουν ήδη βρει την ησυχία τους. Η είσοδος του όρμου, μια στενή λωρίδα. Δεν χρειάζεται να χτυπήσεις το κουδούνι για να εισέλθεις. Μπαίνεις ελεύθερα ρίχνοντας που και που καμιά ματιά στο βυθόμετρο μιας και οι ανάρηχες αντικριστές όχθες καιροφυλακτούν.

Κοντά σούρουπο και με μικρή ταχύτητα καταπλεύσαμε στον ξάνεμο όρμο. Ανατολικός ο προσανατολισμός του και έτσι ο ήλιος είχε ήδη κρυφτεί στα γυμνά βουνά. Φουντάραμε και αφήσαμε τον καιρό να μας ταξιδέψει προς τα πίσω. Παραδίπλα και σε κοντινή απόσταση είχε αγκυροβολήσει ο «σορόκος», ένα μικρό ολόλευκο τρεχαντήρι. Οι δύο  ψαράδες που βρίσκονταν πάνω σε αυτό γέμιζαν τον χρόνο τους με διάφορες εργασίες. Ο ένας νετάριζε το δίχτυ φουμάροντας γαλήνια, και ο άλλος προετοίμαζε το δείπνο σιγοτραγουδώντας. Που και που κερνούσαν τους γλάρους καμιά ξεχασμένη μαρίδα από την προηγούμενη καλαριά. Θα έμενε εκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες όπου και θα έβαζε πλώρη προς την ελπίδα μιας καλής ψαριάς. Μαζέψαμε την σκληρή τέντα που μας προστατεύει από τον καυτό ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού και είχαμε πια για ταβάνι τον έναστρο ουρανό. Η άφεγγη νύχτα μας συντρόφευε με την σιωπή της.

 

Συνήθιζε να μην να βουτάει αμέσως. Έδινε χρόνο στο σώμα του να συνηθίσει την θερμοκρασία του νερού. Απολάμβανε την όλη διαδικασία. Και όταν κάποια στιγμή αποφάσιζε να βουτήξει μετά ξεχνούσε να βγει. Μέχρι που οι άκρες των δαχτύλων να μουλιάσουν βυθισμένες μέσα στο θαλασσινό νερό. Έτσι και σήμερα. Η στάθμη της θάλασσας έφθανε λίγο πάνω από τα γόνατά του. Περπατούσε παράλληλα με την ερημική παραλία πατώντας πάνω στο ψιλό βότσαλο. Ενοχλητικά πετραδάκια τρύπωναν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του προσπαθώντας να δραπετεύσουν από τον κόσμο του νερού. Ανώφελο, το πρώτο κύμα τα τραβούσε πάλι μέσα και τα παρέδιδε στο πεπρωμένο τους.

Σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο θώρακα και άφησε την ματιά του να βγει από το στενό πέρασμα και να ταξιδέψει μακριά. Σταλίδες θαλασσινού νερού  ψέκασαν τα γένια και τα μακριά μαλλιά του, θαρρείς και τα προετοίμαζαν για να αφεθούν στα χέρια κάποιου επιδέξιου κομμωτή. Ξεμαντάλωσε απότομα την πόρτα  της λήθης. Σκέψεις και νοσταλγία άρχισαν να κυλούν ορμητικά και να κατακλύζουν την μνήμη. Θυμήθηκε.

Σκληρούς πόλεμους που στο τέλος αποδείχθηκαν απλά μάχες, οι προσωπικές του μάχες. Έρωτες ζωγραφισμένους με τα χρώματα του πάθους και της τρελής παρόρμησης. ….Θα ζούμε σε κρυφούς κολπίσκους. Θα κολυμπάμε γυμνοί σε καταπράσινα νερά και θα βουτάμε στους σιωπηλούς κόσμους του βυθού.  Τις νύχτες ξαπλωμένοι πάνω στην κουβέρτα της πλώρης θα ορκιζόμαστε στα αστέρια και το φεγγάρι. Έρωτες που χάθηκαν μέσα από τα χέρια του σαν τους γύλους που όσο και να προσπαθήσεις να τους κρατήσεις στο τέλος θα γλιστρήσουν για να γυρίσουν στην θάλασσα της πραγματικότητας τους.

Ο ήχος από το κουδούνισμα του επίμονου αίγαγρου είχε καταφέρει εδώ και ώρα να αποσπάσει την προσοχή μας. Προσπαθούσε να κατέβει από το πιο απόκρημνο κομμάτι, εκεί που τα βράχια κοιτούσαν κάθετα την θάλασσα. Έφερνε τα μπροστινά πόδια κοντά στα πίσω, χαμήλωνε το υπόλοιπο σώμα και σάλταρε στον επόμενο βράχο, κατεβαίνοντας ακόμα πιο κοντά στην θάλασσα. Πέτρες ξεκολλούσαν και έσκαγαν με δύναμη στη νερό.  Στην κορυφή του λόφου τα υπόλοιπα ζώα του κοπαδιού εξοικειωμένα με την ξεροκεφαλιά του δεν έδιναν καμία σημασία, συνέχιζαν αμέριμνα να αποψιλώνουν την χαμηλή βλάστηση της περιοχής. Στο τέλος κατάφερε να προσεγγίσει την επιφάνεια του νερού. Έσβησε την δίψα του, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε.  Βρισκόμασταν στον πλανήτη του.

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Απόψεις