Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΜΟΥΣΙΚΗ

/

Κώστας Λειβαδάς: Ζούμε σε μια εποχή γεμάτη ήρωες χωρίς έργο

Κώστας Λειβαδάς: Ζούμε σε μια εποχή γεμά...

Γράφει ο Pavel

«..Στην Ελλάς του 2000 γίναμε όλοι βασιλιάδες…» είναι ένας από τους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού με τις φωνές των Στέλιου Καζαντζίδη, αδερφών Κατσιμίχα και Αντώνη Βαρδή. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία είχαμε ξεκινήσει όλοι να εκσυγχρονιζόμαστε, προσπαθώντας να αφαιρέσουμε στοιχεία από το παρελθόν μας.

Επιθυμούσαμε να τα αποκτήσουμε όλα, γρήγορα και εύκολα, χωρίς κόπο, εργασία, αγώνα, ζώντας μια ψευδαίσθηση ότι τα πάντα μας ανήκουν. Ένα ή και περισσότερα σπίτια & αυτοκίνητα, σίγουρα παραπάνω από δύο κάρτες, ένα διακοποδανείο ή και τρία το χρόνο, ταξίδια στα πιο μακρινά μέρη του κόσμου και φυσικά ήμασταν έτοιμοι όλοι, η πλειοψηφία δηλαδή να βγάλουμε στον πλειστηριασμό ακόμα και τον ίδιο μας εαυτό.

Σε μια εντελώς διαφορετική στιγμή της ιστορίας, δύο φίλοι κρατάνε ακόμα τις μυρωδιές και τις εικόνες της παιδικής τους ηλικίας και αποφασίζουνε να ταξιδέψουν με τη μηχανή του ενός στους Παξούς. Εκεί το 2005 Ιούλιο μήνα, στο καραβάκι για Αντίπαξους παρουσιάζεται μπροστά τους ο μουσικός Κώστας Λειβαδάς.

Αρκετά χρόνια μετά & λίγες μέρες πριν την συναυλία στο Παλαιό Δημοτικό Νοσοκομείο, με τον Κώστα θυμόμαστε εκείνη τη στιγμή και την εποχή, τη μαγεία των δίσκων, τη μουσική και το ελληνικό τραγούδι και τέλος ότι ένα μέρος της ευτυχίας μας το «χρωστάμε» στο δικό μας άνθρωπο, φύλακα και άγγελο μας.

Από το 1997 στη δισκογραφία με το τραγούδι «Είμαι ακόμα ζωντανός» μέχρι το  2019 στην Πάτρα, στο Παλαιό Δημοτικό Νοσοκομείο. Ποιες είναι εκείνες οι εικόνες αλλά και τα συναισθήματα που έχετε στην ψυχή σας ; Τι είναι αυτό που σας πρόσφερε το τραγούδι και η μουσική και δεν το είχατε φανταστεί ;

Από τότε μέχρι σήμερα, άλλαξαν πάρα πολλά πρώτα’ απ’ όλα.  Η δουλειά η δική μας, όπως είναι σήμερα, δεν έχει καμία σχέση με τα απομεινάρια του παραδοσιακού τρόπου και της παλιάς εποχής της δισκογραφίας που πρόλαβα εγώ από το 1996 έως το 2002. Δεν νομίζω ότι καταφέραμε να εκσυγχρονιστούμε ποτέ και όλο αυτό θα μπορούσε κανείς να το πει με ευκολία. Ούτε καν αντιμετωπίσαμε -ξεκάθαρα-το θέμα της πειρατείας όπως θα έπρεπε και συντονισμένα, δημιουργήθηκε ένα κεκτημένο δωρεάν στη μουσική και στα τραγούδια που για μια περιορισμένη αγορά, όπως η Ελλάδα είναι θανάσιμο για τους πέρα βρέχει καλλιτέχνες …ε, αυτό το περίεργο, μετέωρο κάθε πέρυσι και καλύτερα είναι ακριβώς αυτό που μας δίνει ένα αυξημένα αρνητικό πρόσημο και μια έντονη ανησυχία σε ότι αφορά και στο παρόν και στο μέλλον. Σήμερα που πια ζούμε σαν σε  ναυαγισμένο πλοίο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.  

Όμως από την άλλη όσοι από εμάς έχουμε προλάβει να δημιουργήσουμε πράγματα, και έχουμε ήδη μια διαδρομή τα τελευταία 20-25 χρόνια είναι και πολύ αργά για να τρομάξουμε σε βαθμό που να σταματήσουμε.

Αυτό που ξέραμε να κάνουμε μέχρι σήμερα θα κάνουμε και αυτό  θα συνεχίσουμε, δηλαδή να είμαστε όσο πιο ειλικρινείς γίνεται με τον εαυτό μας, ακολουθώντας πρώτα σαν γραμμή έκφρασης και θεραπείας το γράψιμο των τραγουδιών μας. Όταν συναντιέται αυτό με τον κόσμο και έγινε πάρα πολλές φορές μέσα σε αυτά τα χρόνια, είτε με τις φωνές άλλων πολυαγαπημένων ερμηνευτών, είτε με τη δική μου, είναι στιγμές αλησμόνητες και αξέχαστες.

Ειδικά όταν ένα τραγούδι αντέχει κιόλας μέσα στο χρόνο και βλέπεις επί της ουσίας ότι εξαργυρώθηκε στην καρδιά και στη ζωή του άλλου, και όχι ραδιοφωνικά. Γιατί υπάρχουν και πάρα πολλά τραγούδια- και εκεί γίνεται μια μεγάλη παρεξήγηση-που  επειδή παίζονται στο ραδιόφωνο κάποιος νομίζει ότι όντως έχουν φτάσει και στην κοινωνία, αλλά δεν είναι έτσι. Όπως συμβαίνει και το αντίστροφο µε τραγούδια που υπάρχουν στην καρδιά, δεν παίχτηκαν ποτέ στο ραδιόφωνο. 

Είναι οπωσδήποτε μια διαδρομή που θέλει πολύ γερό στομάχι, πολύ γερά νεύρα, το σωστό χαρακτήρα και ψυχραιμία σε πολλές στιγμές. Ειδικά σε ένα πολύ μικρό χωριό όπως είναι η χώρα μας και  σε αυτή την αγορά που όλοι γνωριζόμαστε με όλους και όλοι διεκδικούν μια θέση.

Το καλύτερο εφόδιο που μπορείς να έχεις είναι νομίζω η ευλογία μιας ανοικτής σχέσης με την έμπνευση, η συγκέντρωση στη δουλειά σου, δουλειά ξανά και πάλι δουλειά. Τέλος (χα χα) τουλάχιστον  το σύστημα να συγχωρεί όσους νιώθουν καλύτερα έξω απ’ αυτό και να τους αφήνεις με την ησυχία τους να κάνουν τη δουλειά τους.

Εγώ, όλα αυτά τα χρόνια, προσπαθώ να μένω στις καλές στιγμές, στην τόση χαρά και ευγνωμοσύνη που νιώθω από αυτά που μου επέστρεψε ο κόσμος πίσω, με τον τρόπο που αγάπησε τα τραγούδια μου. Περιμένω με ανυπομονησία να εκσυγχρονιστούμε κάποτε σε όλα τα θέματα του κλάδου μας, αντίστοιχα με το πως κινείται σήμερα το παγκόσμιο χωριό. Προς το παρόν φαγωμάρα και αοριστίες…Πέρσι μόλις ξεκίνησε μια καλή προσπάθεια στα πνευματικά δικαιώματα…

Θα ήθελα να μου πείτε εάν έκρυβε μαγεία για έναν πιτσιρικά στην ηλικία των 17, να ακούει μουσική από τους δίσκους βινυλίου και πόσο πολύ τον επηρέασε στην συνέχεια της ζωής και μουσικής του καριέρας ;

Αυτό που λες ήταν  η πύλη για τον παράδεισο, τα πάντα για μένα´ Μετά βέβαια είναι το να ασχοληθείς με ένα όργανο που θα σου δώσει την πλατφόρμα έκφρασης ας πούμε και τον τρόπο  για να βρεις την αληθινή σου φωνή είτε παικτικά είτε κυριολεκτικά. Χωρίς τους δίσκους και τα βινύλια, δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει, πως θα είχα βρει ισορροπία και πώς θα είχα εκφράσει την επαναστατικότητά μου. Δεν έχω ιδέα. Με  ατελείωτες ώρες ακρόασης μεγάλωσα και γνώρισα τους ήρωες μου από το ελληνικό και από το ξένο τραγούδι, τους οποίους θεωρώ και τους καλύτερους μου φίλους και δασκάλους βέβαια. Είναι παραπάνω από πολύτιμο δηλαδή όλο αυτό που συζητάμε, είναι απόλυτα  υπαρξιακό.  Νομίζω ότι καμία φορά εάν με γυρίσεις ανάποδα ή εάν μου κόψεις τις φλέβες θα βγει βινύλιο.

Το πικάπ Grundig της μητέρας μου ήταν ένα μεγάλο  έπιπλο, όμως για μένα ήταν ένα  μαγικό κουτί και όργανο το οποίο αποτέλεσε τη βάση για να καταλάβω ότι η μουσική και η τέχνη σου παρέχει ένα αδιατάρακτο και ασφαλές  σύμπαν. Ότι εκεί εάν μπεις δεν μπορεί εύκολα να σε πειράξει κανείς, και δεν μπορεί - εάν μάθεις τη γλώσσα της μουσικής  και επικοινωνείς μέσω αυτής - να εισβάλλει όποιος θέλει. Συμβαίνει αυτό με τα υπερευαίσθητα παιδιά, έχουν ανάγκη ένα ξεχωριστό σύμπαν ασφάλειας μέσα σε αυτό τον άγριο κόσμο.

Τώρα εάν μέσα σε αυτό βάλεις ότι η μάνα μου είχε 200 45αρια, φανατική ακροάτρια του ελληνικού και του ξένου ελαφρού τραγουδιού (του ροκ εντ ρολ και των απογόνων του), στο ελληνικό από τον Αττίκ μέχρι τον Πλέσσα και τον Κλάββα και στο ξένο από τον Νατ Κινγκ Κόουλ ως και τον Τζίμι Χέντριξ και  από  την άλλη ο πατέρας μου ήταν ένα παιδί του λαϊκού τραγουδιού που είχε τα ανάλογα 45άρια από τον Μάρκο έως τον Άκη Πάνου, μπορείς να τα καταλάβεις σχεδόν όλα για μένα γιατί υπήρξε βέβαια και το ωδείο και η μοναδική περίπτωση του Χατζιδάκι.  Ο αδερφός μου ήταν ένα συλλέκτης δίσκων, γνήσιο παιδί της εποχής του μετά -πανκ, δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα και είχε 20.000 βινύλια. Όλα ήταν γύρω από την τελετουργία του βινυλίου, της σημασίας της έκδοσης, του αρώματος, των βιβλίων που είχαν μέσα οι εκδόσεις αυτές.

Είμαι καθαρά γέννημα αυτής της ιστορίας και της αισθητικής, χαίρομαι που την πρόλαβα τα τελευταία 15 χρόνια που ήταν ο παραδοσιακός τρόπος ακόμα της αγοράς του τραγουδιού και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο και ουσιαστικότερο, από αυτά που μου συνέβησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής μου.                             

Τι είναι αυτό που κάνει διαχρονικό ένα τραγούδι και μέσα στην πορεία του στο χρόνο περνάει από γενιά σε γενιά ; 

Κοίταξε η αλήθεια και η συγκίνηση, τελεία! Οπωσδήποτε η υψηλή τέχνη που βάζει μέσα κανείς, τα  στοιχεία τα  πάρα πολύ δυνατά (οι μουσικοί δρόμοι και τα πατήματά τους, η εναλλαγή της αρμονίας, η αισθητική  καταλυτικά) είναι πολύ υψηλά μυστικά και σπλάχνα του έργου τέχνης. Ακόμα και κάποιος που δεν καταλαβαίνει ακριβώς γιατί θέλει να το ξανακούσει, τον έχουν  μαγέψει αυτά  και τον έχουν πάρει στον κόσμο τους. Πολλά από αυτά συμβαίνουν πιο πολύ με τους εξερευνητές συνθέτες, με αυτούς πού έχουν  τόλμη και αποδεικνύονται μπροστά από την εποχή τους αλλά στην ώρα τους δεν γίνονται αντιληπτοί.

Στο λαϊκό καθημερινό τραγούδι πάλι - κάτι που το επισημαίνει και ο Πωλ ΜακΚάρτνεϋ των Μπητλς, που δείχνει πως ήξερε το ελληνικό τραγούδι από το 60 – οι Έλληνες είχανε τη μεγάλη εξυπνάδα να βάλουνε τους μεγάλους ποιητές στα λαϊκά καθημερινά τους τραγούδια. Να ένα παράδειγμα εκεί που  πάρα πολλές φορές ο απλός άνθρωπος τραγουδούσε πράγματα και έννοιες της ποιητικής διάστασης, που ούτε καν τα αντιλαμβανόταν την ώρα που τα τραγουδούσε στην καθημερινότητά του.

Όμως η ουσία πάντα στο τέλος είναι, ότι αυτό που έχει συγκίνηση αληθινή και αυτό που συνομίλησε με τις αλήθειες της εποχής του και κατ’ επέκταση με τις μεγάλες αλήθειες και τα μεγάλα θέματα που πάντα θα ξαναβρούμε μπροστά μας- όπως τα  βρήκανε και οι πρόγονοί μας- είναι αυτό που καθιστά  πολύ μεγάλη την πιθανότητα ένα τραγούδι να αντέξει στο χρόνο.

Σας είχα συναντήσει εντελώς τυχαία το 2005 με το καραβάκι  που πήγαινε από Παξούς προς Αντίπαξους, ήμασταν ακόμα στη χρυσή εποχή της Ολυμπιάδας, του Euro και της Eurovision. Έχουν περάσει από τότε 14 ολόκληρα χρόνια, ζήσαμε και ζούμε ακόμα την κρίση που ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα. Πιστεύετε ότι ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών πήρε θέση για όλα αυτά που συνέβησαν, μίλησε όσο έπρεπε ; 

Κοίταξε είμαι μπερδεμένος με αυτό το θέμα, εγώ κατ’ αρχάς πιστεύω ότι όποιος έχει μικρόφωνο ή ένα βήμα κάθε μέρα θα ήταν καλό να μιλάει για τα μεγάλα ανθρώπινα θέματα, ακόμη και για δύο λεπτά σε μια συναυλία. Ανήκω σε έναν τρόπο σκέψης που δεν με καλύπτουν οι επετειακοί λόγοι και οι συναυλίες συναθροίσεων ξαφνικά (και διαφημιστικά) με υπερβάλλοντα ζήλο. Εδώ συμβαίνουν φοβερά πράγματα, με πρώτο απ’ όλα θα έλεγα την κλιματική αλλαγή -  και πόσοι δεν καταλαβαίνουν  και κάνουν αστεία με αυτό -, την επέμβαση των μεγάλων πολυεθνικών στη ζωή μας, τι τρώμε, τι αναπνέουμε, τι πίνουμε, που κοιμόμαστε.

Βλέπουμε ότι ήδη  αυτά τα τελευταία 15-20 χρόνια, εμπνευσμένοι και από συναδέλφους μας στο εξωτερικό, μιλάμε κάποιοι γι’ αυτά τα θέματα τα καθοριστικά  και στα τραγούδια μας και σε συνεντεύξεις. Δεν αρκεί για εμένα να γίνει π.χ. μια συναυλία τη χρονιά που να λέει Σώστε το δέντρο, ενώ έχει καεί το σύμπαν και χωρίς κανέναν πάλι έγκαιρο σχεδιασμό και σαφή ενίσχυση των δυνάμεων καταπολέμησης και εξοπλισμών. Τώρα υπήρξαν βέβαια πολλές τοποθετήσεις τα τελευταία χρόνια για την κρίση, για τη θέση της Ευρώπης και της Αμερικής από πολλούς συναδέλφους, άλλοτε πολύ σεβαστές και σταθερές άλλοτε πολύ ευκαιριακές και δημαγωγικές, έτσι ήταν πάντα.

Όμως εκτός από το ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποια καμία μαζική ειρηνική κινητοποίηση, πάρα πολλές φορές χαθήκαμε και μπερδευτήκαμε, για το ποιος λέει τι και για ποιον λόγο, δημιουργήθηκε ένα τρομακτικό  who is who, ένιωθες ότι υπήρχαν κάποιες μπαμπούσκες κούκλες που μιλούσαν κάποιοι μέσα από κάποιους άλλους, και αυτοί οι κάποιοι άλλοι ήταν μέσα σε ένα άλλο σώμα. Ο κομματικός χαρακτήρας - όπως πάντα σε αυτή τη χώρα - έπαιξε πάρα πολύ μεγάλο ρόλο στο να μην καταφέρουμε να βρούμε κοινά σημεία συνάντησης, βρεθήκαμε προ πολλών εκπλήξεων, εναλλαγών και αλλαγών στρατοπέδων προσώπων που είχαν υποστηρίξει τη μία ή την άλλη θέση.

Δεν είμαι εγώ αυτός που θα ακυρώσω αυτό που λεγόταν στρατευμένη τέχνη τόσο απλά σε μια συζήτηση ή πώς κάποιοι άνθρωποι αφιέρωσαν τη ζωή τους για χρόνια,  μέσα σε αυτές τις  δεκαετίες της εξέλιξης του πολιτισμού μας γύρω από μια ιδεολογία ή κάποιες θέσεις.

Θα έλεγα όμως ότι σήμερα  όσο πιο αθόρυβα και  καθημερινά πρώτα οι ίδιοι  με το παράδειγμά μας  και μετά μέσα από το έργο μας θίγουμε μερικά πράγματα τόσο πιο πολύ δεν είμαστε μέρος του προβλήματος. Η σιωπή τον έχει φάει, τον έχει ρημάξει αυτό τον τόπο και αυτό είναι ότι χειρότερο μπορούμε να συνεχίζουμε και να διαιωνίζουμε.      

Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που απουσιάζουν από το Ελληνικό Τραγούδι σήμερα; Μήπως ξεχάσαμε στην πορεία όλα αυτά που μας είχαν προσφέρει στη χαρά και στη λύπη μας οι μεγάλοι συνθέτες προηγούμενων δεκαετιών;

Παρ’ όλο που ήμουνα πάντα αισιόδοξος και υπέρ της μεγάλης παράδοσης του ελληνικού τραγουδιού που κρατάει ακόμα πολύ ψηλά τον πήχη στη χώρα και στις προτιμήσεις των ακροατών, τα τελευταία χρόνια είμαι απαισιόδοξος. Δεν μπορώ όμως να το κάνω με τον τρόπο που το διάβαζα στους παλαιότερους, που ακυρώνανε ολόκληρες γενιές υπέρ ενός εξωραϊσμού για ό,τι προηγήθηκε. Σίγουρα υπάρχουν μερικά πράγματα που έχουν παίξει πολύ μεγάλο ρόλο, για να έχει δημιουργηθεί ένα απαισιόδοξο τοπίο. 

Εκτός από όσα είπα νωρίτερα για το πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος της δουλειάς και για το πόσο δύσκολα πια μπορούν να ξεχωρίσουνε κάποια καλά τραγούδια, βομβαρδιζόμαστε από υπερπληροφόρηση, αυθαιρεσία στο διαδίκτυο, talent shows, μια αίσθηση ότι καλός τραγουδιστής είναι απλά αυτός που δεν τραγουδάει φάλτσα. Ήμασταν που ήμασταν πάντα φωνολάγνος λαός και αντιλαμβανόμασταν μια φωνή, όχι από την ψυχική της μεταδοσιμότητα αλλά από το πόσο φωνάρα και ντελάλης ήτανε, τώρα τα τελευταία χρόνια γίναμε και ειδήμονες σε αυτό μέσα από την οθόνη.  Τα ραδιόφωνα στένεψαν το βήμα τους για τα νέα τραγούδια, κάτι που επιτείνει το ατελείωτο ριμέικ και την μεταπολίτευση επ’ αόριστον.  

Τα είκοσι χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης και η ζημιά που έχουν κάνει ρίχνοντας τους προβολείς και αντιμετωπίζοντας σαν κυρίαρχο εθνικό μείζον τραγούδι το τραγούδι της πίστας, (ένα τραγούδι δηλαδή  που συχνά δεν σέβεται τον εαυτό του) έχουν έρθει να προστεθούν στη ραγδαία πτώση της γενικότερης παιδείας που κατατρώει τη χώρα. Με όλα αυτά έχει δημιουργηθεί μια πλήρης σύγχυση στη νεότερη γενιά για το τι θέλει & τι δεν θέλει. Το βασικό πρόβλημα που έχουμε γενικότερα  σαν λαός είναι πώς δεν διαμορφώνεται μια ταυτότητα, τι είναι αυτό που προηγείται για να το ταυτοποιήσουμε με αυτό, ποιοι αποφασίσαμε να είμαστε, ποια είναι η αισθητική μας, μέχρι πού είναι τα όρια μας.

Όλο αυτό με οδήγησε και έμενα πραγματικά τα δυο τελευταία χρόνια,  με την ευκολία που βλέπω να ανακηρύσσονται πρόσωπα σε μεγέθη και σπουδαίους  σε μια νύχτα απίθανα πρόσωπα, στο συμπέρασμα ότι είναι μια εποχή που στα περισσότερα οι τηλεπερσόνες θριαμβεύουν και που είμαστε σχεδόν γεμάτοι ήρωες χωρίς έργο,  με fashion icons και με πρόσωπα που κάτι συμβολίζουν ή θυμίζουν ή υπάρχει μια πολιτική συνδήλωση γύρω απ’ αυτά. Σίγουρα πάντως δεν είναι μια εποχή για οτιδήποτε γνήσιο ή πρωτότυπα δημιουργικό.

Όλα αυτά έχουν φέρει μια μεγάλη αλλοίωση στην απλότητα, στην έκφραση και αυτού που την παράγει αλλά και κυρίως στα μάτια, στα αυτιά και στην ψυχή του κοινού.

Το πιο θλιβερό δε είναι πως όλα αυτά είναι για μια ακόμα φορά αποτέλεσμα  του αιώνιου ριμέικ που ζούμε και του restart που δεν γίνεται ποτέ. Είναι συνώνυμο της κάθε πτώχευσης που βιώσαμε∙  πολύ συχνά δε, και  έχουν βάλει πάρα πολύ καλά το χεράκι τους οι εταιρείες γι’ αυτό, μου δίνεται η αίσθηση μέσα στις μουσικές σκηνές είτε όταν βρίσκομαι  πάνω στη σκηνή  είτε κάτω σαν κοινό, ότι εάν κάποιος ανακοίνωνε σε μια μεγάλη μερίδα του σημερινού κοινού ότι δεν θα παραχθούν νέα τραγούδια για την επόμενη δεκαετία, πολύ λίγοι θα ενοχλούνταν ή θα στενοχωριούνταν.

Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ κακό, σημαίνει ότι έχει συμβεί μια ανεπανόρθωτη ζημιά, γιατί εάν το ζωντανό κύτταρο και η έκπληξη, όχι μέσα από σχήματα και φόρμες προκάτ, αλλά από αληθινή δημιουργία είναι κάτι που δεν μας απασχολεί, (ειδικά σε μια χώρα γερόντων, τόσο οπισθοδρομική όπως είναι η δική μας) τότε καταλαβαίνεις ότι μιλάμε για μια κοινωνία που δεν μπορεί να συνδεθεί με το μέλλον.                          

Κλείνοντας τη συνάντησή μας πως είναι δυνατόν ο κόσμος να ήρθε πιο κοντά από την μία και από την άλλη να έχουν μεγαλώσει οι αποστάσεις της επικοινωνίας και των ψυχών μας ; Παραθέτω τους στίχους του Θοδωρή Γκονή  "Έχω άνθρωπο, σκιά μου τόσο δίπλα και μακριά μου" και μουσική δική σας, από το ομώνυμο τραγούδι «Έχω άνθρωπο».  

Θέλω να πω κάτι που έχει να κάνει και με την προηγούμενη ερώτηση, αλλά θα το έλεγα και εδώ. Το ελληνικό τραγούδι, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας της θέσης της χώρας μας, εξακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό να είναι κυρίαρχο. Εννοώ ότι στις κεντρικές χώρες της Ευρώπης - στο βορρά εννοείται - το ροκ εντ ρολ και η ποπ η αγγλόφωνη άλωσαν κυριολεκτικά τον πολιτισμό. Σε αυτό έπαιξε ρόλο η αισθητική, η νίκη των συμμάχων και η ευφορία που υποσχόταν αμέσως μετά τον πόλεμο. Μπορείς να πας στην κεντρική πλατεία στην Πράγα και να ακούσεις επί μίση ώρα Έλτον Τζον και Φιλ Κόλινς, εδώ θα ακούσουμε δικά μας τραγούδια. Άρα αυτό είναι μια μεγάλη νίκη ακόμα και είναι κρίμα να μην μπορούμε να χτίσουμε με σοβαρότητα πάνω σε αυτή τη νίκη.         

Τώρα το διαδίκτυο είναι ένα όργανο, είναι ένα μέσο, και είναι  στο χέρι μας πως θα το χρησιμοποιήσουμε. Για εμάς που προλάβαμε να διαμορφωθούμε σαν χαρακτήρες ή σαν ακροατές, το ψέμα ή οι κίνδυνοι που  μπορεί να κρύβονται στο διαδίκτυο σε χιλιάδες θέματα, από την ενημέρωση μέχρι και την ουσιαστική επαφή μέσα από αυτό, είναι κάτι που μπορούμε να το ελέγξουμε. Το πρόβλημα με τις νεότερες ηλικίες είναι ότι προσπαθούν να αντικαταστήσουν, την αληθινή ζωή με τη ζωή του διαδικτύου που είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Κάποιοι μοναχικοί άνθρωποι λένε ότι αυτό τους βοηθάει, γιατί ήταν δειλοί ή δεν ήξεραν πώς να απευθυνθούν στην αναζήτηση νέας φιλίας ή μιας νέας αισθηματικής σχέσης στη ζωή τους ή κάτι που θα τους δώσει κουράγιο και ελπίδα.

Τα χρόνια εκείνα που γράφτηκε το «Έχω άνθρωπο» με το Θοδωρή Γκόνη, ουσιαστικά με το Θοδωρή ζούσαμε μια καλλιτεχνική σχέση όπως ήταν εκείνη των παλιών. Δηλαδή όλη μέρα μας απασχολούσαν τα τραγούδια, όπου κι αν βρισκόμασταν. Ο Θοδωρής τότε ήταν Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Πολλές φορές με πήρε και από την Πάτρα (καθ’ οδόν  προς το Αγρίνιο), τηλέφωνο, ακόμα και από καρτοτηλέφωνα τότε να μου πει  στίχους και να με περιμένει τα επόμενα βράδια  να τον καλέσω  εγώ πίσω, να του παίξω το τραγούδι ή εάν κάτι μου ήρθε τέλος πάντων και αντίστροφα. Ζούσαμε συνέχεια μέσα από αυτό τον δίσκο και από αυτούς τους χαρακτήρες και από αυτά τα τραγούδια.

Και εμένα πάρα πολύ στη ζωή μου όλος αυτός ο δίσκος και όλα αυτά που λέει το τραγούδι «Έχω άνθρωπο», με βοήθησε για μια ακόμη φορά να καταλάβω το πόσο ανθρωποκεντρικοί είμαστε και ότι κατά βάθος αυτό που λέμε σαν αριστερή ευαίσθητη σκέψη θα μπορούσε να περιγράφει και έτσι. Τουλάχιστον για εμάς έτσι είναι και δεν μπορεί να αλλάξει, είναι ο άνθρωπος στο κέντρο. Αυτό είναι το στοίχημα που καθημερινά πρέπει τώρα να λύνουμε, πιο πολύ από ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες.

Όλες αυτές οι ταχύτητες και οι αποστάσεις που μείωσε η τεχνολογία και το διαδίκτυο δεν πρέπει να μας οδηγήσουν να μένουμε πιο κενοί. Στο τέλος και στην πραγματικότητα έχουμε απομακρυνθεί από την αληθινή ζωή, από αυτήν γεννάει η αληθινή επαφή, η καθημερινή ζεστασιά, το περπατάω με έναν άνθρωπο και τον αισθάνομαι, μέσα στη διαδρομή, αληθινό συνοδοιπόρο μου.

Εδώ θέλω να σου πω και κάτι ακόμα, πρώτα απ’ όλα ότι είμαι χαρούμενος για πολλούς λόγους που θα έρθουμε με την Ανδριάνα Μπάμπαλη, τη Βίκυ Καρατζόγλου και τους τρεις μουσικούς Βαγγέλη Καλαμάρα, Κώστα Βελλιάδη και Αιμίλιο Μπαριάμπα γιατί είμαστε φίλοι και συνοδοιπόροι χρόνια. Με την Ανδριάνα έχουμε μεγαλώσει μαζί, είναι πατρινής καταγωγής κατά το ήμισυ, η Βίκυ Καρατζόγλου έχει βέβαια «πολιτογραφηθεί» Πατρινιά  - μιας και χρόνια τραγουδούσε  σε χώρους της Πάτρας   

Όσον αφορά σε εμένα, ένα μεγάλο μέρος της οικογένειας Λειβαδά  ακολούθησε τη διαδρομή των Κεφαλλονιτών που πέρασαν στο Μεσολόγγι και ένα μέρος μας ζει από τότε και αυξάνεται στην πάντα κοσμοπολίτικη - και σημείο αναφοράς μόνιμο εκείνα τα χρόνια - Πάτρα με την οποία είμαι πάρα πολύ δεμένος. Έχω τις αναμνήσεις ζωντανές  όχι μόνο από τα ξαδέρφια μου που έρχομαι πολύ συχνά και συναντάω, αλλά και απ’ όλους τους αγαπημένους που δεν είναι πια εδώ. Ο παππούς μου δεν έβρισκε την ώρα να έρθει να δει τις αδερφές του στην Πάτρα και να περάσουνε αγαπημένες στιγμές μαζί.

Έτσι κατά κάποιον τρόπο το «Έχω άνθρωπο», το οποίο τώρα τελευταία έχει ξαναμπεί στο πρόγραμμα, σημαίνει πάρα πολλά για εμένα περνώντας τα χρόνια. Σαν μια σημαία ενός τραγουδιού που θα έλεγα ότι διέπει όλες μου τις σκέψεις και τη βάση των τραγουδιών μου συνολικά, όπως και του Γκόνη βέβαια που το έχει γράψει και το έχει σκεφτεί. Οι μουσικές βραδιές, οι συναυλίες και η επικοινωνία που επιδιώκουμε με το κοινό έχουν σαν κοινή συνισταμένη την ίδια αγωνία :  στο τέλος της νύχτας να μην έχει μείνει τίποτε άλλο στο κέντρο του ενδιαφέροντος μας  παρά ο  άνθρωπος ο ίδιος. 

Θα ήθελα επίσης να πω ότι λατρεύω την ορχήστρα νυκτών εγχόρδων του Δήμου που συνεχίζει το έργο του μεγάλου φίλου μας Θανάση Τσιπινάκη με τη Βάγια Ζεππάτου στο τιμόνι. Ο Θανάσης μου έδωσε την ευκαιρία και την χαρά να γράψω πρωτότυπα τραγούδια για την ορχήστρα, κάτι που με έδεσε ακόμα πιο πολύ μαζί τους, ανυπομονώ να τους δω. Από τον Νίκο Ελευθερίου μέχρι την Κωνσταντίνα Τσίχλα, το  θέατρο Αct του Τηλέμαχου Τσαρδάκα  και τις εμφανίσεις μου εκεί μέχρι το Λιθογραφείο (χαίρε κύριε Τουλιάτε), και από τον υπέροχο Διονύση Καρατζά ως το θέατρο Σκιών του Κώστα Μακρή με τις μοναδικές φιγούρες του, την αγαπημένη φίλη δημοσιογράφο Κρίστυ Κουνινιώτη, τον  Ανδρέα Μητρέλη & Σάκη Μπάστα με τις ηλεκτρικές αναζητήσεις τους,  η Πάτρα είναι γεμάτη πάντα πολιτιστικές εκπλήξεις και πρόσωπα με ταυτότητα και έργο θαυμαστό. Επίσης δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον μεγάλο Κώστα Πετρόπουλο, που είχα την τιμή να γράψω στο λεύκωμα του προ διετίας. Χαίρομαι πολύ που γνώρισα τους αδερφούς Πετρόπουλου, για τους οποίους σαν γιος βετεράνου αθλητή, γνώριζα πολλά ήδη για τον μύθο τους και τη μεγάλη προσφορά τους στο άθλημα του μπάσκετ και στον πολιτισμό του αθλητισμού! Να με συγχωρούν κάποιοι φίλοι αν τους έχω ξεχάσει τώρα, νιώθω τυχερός που γίναμε  φίλοι μέσα στα χρόνια…

Σε ευχαριστώ για αυτή την τόσο διαφορετική κουβέντα Νεκτάριε, όπως και τον Δήμο Πατρέων βέβαια για την φιλοξενία και την άψογη συνεργασία.   

 

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Culture