ΒΙΒΛΙΟ

/

Halloween 2025: Τρία διηγήματα μυστηρίου από την Ευθυμία Μυλωνά

Σταθόπουλος Τάσσος
legtas70@hotmail.com
Κοινοποίηση
Tweet

Ευκαιρία για διάβασμα!

Την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025 πέφτει φέτος το Halloween. Το έθιμο αυτό γιορτάζεται σε σταθερή ημερομηνία κάθε χρόνο. Το Halloween είναι μια γιορτή που οι μεγάλοι, αλλά κυρίως τα παιδιά, ντύνονται με τρομακτικές στολές, ενώ διακοσμούν τα σπίτια τους με τρομακτικά αντικείμενα.

Συγκεκριμένα, το έθιμο του Halloween είναι περισσότερο διαδεδομένο σε χώρες του εξωτερικού όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά γιορτάζεται και στην Ελλάδα, φυσικά δε και στην Πάτρα.

Την ημέρα αυτή μπορεί να εκδηλώνονται κάποια πάρτι με τρομακτικά κοστούμια σε καταστήματα, ή να γίνονται τοπικές εκδηλώσεις με γλυκά, τρομακτικές στολές, κτλ.

Με την ευκαιρία αυτή το thebes φιλοξενεί τρία διηγήματα μυστηρίου, της συγγραφέως και εκπαιδευτικου, Ευθυμίας Μυλωνά.

Είναι το κατάλληλο ανάγνωσμα για να μπούμε σε ...mood halloween 2025!

 

Το πανδοχείο του κ. Μπήθαν- Το μάτι της πόρτας
   

Μια σειρά κηλίδων κόκκινου υγρού κατά μήκος του διαδρόμου, στάθηκε αφορμή να αραιώσει τις εξόδους της, ειδικά τα βράδια. Οι εξηγήσεις του κ. Μπήθαν για τη βυσσινάδα που χύθηκε απ΄το δίσκο της καμαριέρας δεν την έπεισαν. Άλλωστε, εγκατεστημένη εδώ και τόσες μέρες στο πανδοχείο, ποτέ δεν είχε πέσει πρόσωπο με πρόσωπο μ΄εκείνη.

«Τόσες μέρες εδώ, καμμία έμπνευση. Έχω βαλτώσει. Ήλπιζα, ναι ήλπιζα πως μακριά απ΄το θόρυβο της πόλης, στην ησυχία του πουθενά, θα συγκέντρωνα τις σκέψεις μου και θα εμπνεόμουν το επόμενο μυθιστόρημα. Κι αυτό το πανδοχείο είναι το ιδανικό μέρος για τη δουλειά μου. Χτισμένο στην πλαγιά του βουνού, στην μπροστινή πλευρά του ξεφεύγει η ματιά κατά τη θάλασσα, ενώ μια λίμνη περιστοιχισμένη από ένα σωρό δέντρα στην πίσω πλευρά του σε κάνει να αναριγείς τα βράδια. 

Ο εσωτερικός διάκοσμος με το σκαλιστό ταβάνι, την εντυπωσιακή ξύλινη σκάλα που οδηγεί στα υπνοδωμάτια, τα βαριά υφάσματα στις κουρτίνες και στους καναπέδες, την καρό ταπετσαρία στους τοίχους, τον επίχρυσο σκαλιστό καθρέφτη πλάι στο μεγάλο μαρμάρινο τζάκι, προσδίδει στην ατμόσφαιρα ένα πολυτελές ύφος κι έναν μυστηριακό χαρακτήρα, ακριβώς αυτόν που χρειάζομαι για να εμπνευστώ. Μάταια όμως. Η απόλυτη ησυχία στο χώρο και στο μυαλό μου. Μόνο η ψιλή συριστική φωνή του κ. Μπήθαν σπάει κάθε πρωΐ τη σιωπή. Ο κ. Μπήθαν απόγονος της οικογένειας Melville, ιδιοκτήτριας οικογένειας του πανδοχείου για περίπου  διακόσια χρόνια, είναι κοντά στα εβδομήντα, λιπόσαρκος, με μύτη γερακιού, βαθιές οφθαλμικές κόγχες και πλάτη κυρτωμένη απ΄το βάρος των χρόνων. Τα παχιά σμιχτά φρύδια του, με τις ατίθασες τρίχες τους, κάνουν το βλέμμα του ακόμα πιο έντονο και διαπεραστικό μέσα απ΄τα ολοστρόγγυλα πρεσβυωπικά γυαλιά του, ενώ η ισχνή σκιά του κορμιού του, θυμίζει αλλόκοσμο πλάσμα που ξεγλιστρά εύκολα απ΄το ένα μέρος στο άλλο. Αεικίνητος, παρά την ηλικία του, τακτοποιεί με επιμέλεια τα θέματα του πανδοχείου εδώ και τόσα χρόνια. Αν και λιγομίλητος είναι πάντα ευγενικός. Το τσάι σας μις Έλεν σας περιμένει στο σαλόνι, έτοιμο το μεσημεριανό σας μις Έλεν, καληνύχτα σας μις Έλεν, να΄χετε έναν ήρεμο ύπνο, είναι μερικές απ΄τις στερεότυπες εκφράσεις που μου απευθύνει. Φράσεις προγραμματισμένες, πασπαλισμένες με ευγένεια. Όλα καλά, μα το ψέμα δεν το ανέχομαι. Τόσες μέρες εδώ και ακόμα δεν έχει τύχει να συναντήσω την καμαριέρα «φάντασμα» που σερβίρει βυσσινάδες και νοικοκυρεύει ολόκληρο πανδοχείο. Μυστήριο για μένα που πρέπει να λυθεί…»

Η ιδέα μιας άφαντης καμαριέρας, το υγρό στο πάτωμα, που κάθε άλλο παρά βυσσινάδα έμοιαζε, ένα πανδοχείο σε τάξη με μόνο προσωπικό τον κ. Μπήθαν, ηχούσαν περίεργα στα αυτιά της Έλεν. 

Την κατέκλυσε η εμμονή, με αποτέλεσμα να τριγυρίζει όλη τη μέρα στους διαδρόμους και στους χώρους του πανδοχείου, με την ελπίδα να συναντήσει την καμαριέρα, ώστε να λυτρωθούν οι περιπλανώμενες σκέψεις και η φαντασία της που κάλπαζε αδιάκοπα.

Τα βράδια στέκονταν πίσω απ΄την πόρτα του δωματίου της, παρακολουθώντας μέσα απ΄το μάτι, τυχόν κινήσεις στο διάδρομο.

«Μεσάνυχτα. Σβήνουν τα φώτα, επιβεβλημένη τακτική για περισσότερη οικονομία. Το φως του κεριού μού κρατάει συντροφιά. Η πένα μου διστακτική, προσπαθεί να βρει λέξεις να ξεκινήσει, η φαντασία λαβύρινθος στο μυαλό μου και το σώμα μου κουρασμένο απ΄τον αχό της ημέρας. Τις σκέψεις μου διέκοψαν βαριές πατημασιές στο διάδρομο. Το τρίξιμο του ξύλου τις πρόδωσε. Κοντοστάθηκαν έξω απ΄την πόρτα μου, όπως κοντοστάθηκε κι η ανάσα μου στο άκουσμά τους. Έσβησα το κερί και νυχοπατώντας κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Ακούμπησα το αυτί μου πάνω της. Μια ανάσα βαριά που διαπερνούσε το ξύλο κι έφτανε στ΄αυτιά μου με ανατρίχιασε. Οι χτύποι της καρδιάς μου ανέβηκαν σαν πυρετός. Η αναπνοή μου κόπηκε απότομα. Ανέλπιστα τα βήματα άρχισαν να απομακρύνονται. Δεν τόλμησα να κοιτάξω απ΄το μάτι της πόρτας, φοβήθηκα.»

Ο κ. Μπήθαν την καθησύχασε το άλλο πρωΐ. Χθες βράδυ διανυχτέρευσε εδώ ένας κυνηγός. Έφυγε σήμερα πρωί πρωί. Συμβαίνει συχνά. Αυτό που δεν συμβαίνει συχνά κ. Μπήθαν είναι να κοντοστέκεται κάθε άγνωστος πίσω από την πόρτα μου, έκανε φανερά αναστατωμένη η Έλεν. Ίσως ήταν τυχαίο μις Έλεν, ίσως κάτι να διάβαζε ή κάτι που κρατούσε να του έπεσε και να έσκυψε να το σηκώσει. Κάτι, κάτι, δεν ξέρω, ισχυριζόταν ο κ. Μπήθαν, ιδιαίτερα προβληματισμένος με την επιμονή της. Όπως ξέρετε μις Έλεν, εδώ είμαστε απόμερα. Που και που έρχονται κυνηγοί, σπάνια ψαράδες, διάφορα ζευγάρια για το πολύ μία με δύο βραδιές. Μόνο εσείς έχετε κλείσει το δωμάτιο για έναν ολόκληρο μήνα. Έχετε συνηθίσει στους θορύβους της πόλης, στη ζωντάνια της, στους ρυθμούς της. Εδώ η ζωή κυλάει με άλλους ρυθμούς, πιο αργά, μοναχικά. Αντέχετε τη μοναξιά μις Έλεν; Μια εβδομάδα είστε εδώ και ήδη τα νεύρα σας έχουν κλονιστεί. Σας ενοχλεί ο απλός θόρυβος του ξύλου στην κάθε πατημασιά κι ένας μικρός λεκές μπορεί να πυροδοτήσει τη φαντασία σας και να αποτελέσει αφορμή να χάσετε τον ύπνο σας. Αυτά έχω παρατηρήσει έως τώρα, έκανε πατρικά ο κ. Μπήθαν προσφέροντάς της ένα χυμό στη λευκή πορσελάνη. Πιείτε το, θα σας κάνει καλό. Είναι χυμός γαϊδουράγκαθου, του εθνικού μας φυτού. Είναι ό,τι σας χρειάζεται αυτή τη στιγμή. 

Η Έλεν ρούφηξε μια γουλιά και αναστέναξε με ικανοποίηση. Ξεχάστηκε προς στιγμήν, περιεργαζόμενη τους πίνακες στους τοίχους. Ένας, μ΄ένα ζευγάρι πάνω του, της έκανε εντύπωση. Ο άντρας στεκόταν όρθιος, στητός πλάι στην πολυθρόνα που καθόταν η αγαπημένη του. Σοβαρός κοιτούσε μπροστά, έχοντας τοποθετημένο το ένα του χέρι στον ώμο της κοπέλας. Απ΄τη θέση των δακτύλων φαινόταν να την κρατάει σφιχτά. Η κοπέλα ανέκφραστη έμοιαζε να σκέφτεται κάτι άλλο την ώρα που πόζαρε. Τα παχιά φρύδια του νέου, θύμιζαν τον κ. Μπήθαν. Μοιάζεται τόσο πολύ εξέφρασε τη διαπίστωσή της η Έλεν στρέφοντας ταυτόχρονα το κεφάλι της προς τον κ. Μπήθαν. Εκείνος, άφαντος. Θα τον ζάλισα με τις ερωτήσεις μου, μονολόγησε η Έλεν.

«02:00 π.μ. Πάλι παράωρα με πήρε. Πώς τα καταφέρνω πάντα και φτάνω ξημερώματα να καταπιαστώ με το κείμενό μου. Τα γράμματα στο ελάχιστο τρεμάμενο φως του κεριού, μοιάζουν να λικνίζονται σ΄έναν βουβό ρυθμό. Ένας ήχος διέκοψε τη νυχτερινή σιωπή. Ένας συνεχής ήχος, συρτός, σαν το αργό βούρτσισμα του ξύλου, ακούστηκε έξω στο διάδρομο. Φύσηξα το κερί και στα σκοτεινά κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Άνοιξα το κυκλικό κάλυμμα του ματιού και κοίταξα προσεκτικά. Ένας άντρας του οποίου το πρόσωπο δεν φαινόταν, μιας που ήδη είχε εισέλθει ο μισός στο αντικρινό σκοτεινό δωμάτιο, έσερνε μια γυναίκα σε ύπτια θέση. Μια γυναίκα αιματοβαμμένη. Το φόρεμα και η ποδιά της είχαν ποτιστεί με το χρώμα του θανάτου. Η καμαριέρα! Η καμαριέρα που αναζητούσα. Την κρατούσε σφιχτά απ΄τις μασχάλες και τα πόδια της εύπλαστα, άβουλα, νεκρά τον ακολουθούσαν. Οι πατούσες της ξέρναγαν πίσω τους ποτάμι αίματος που έφτανε ως την πόρτα μου και η οσμή του τη διαπερνούσε. Έφραξα το στόμα με τα χέρια μου. Τα δάγκωσα να μην ουρλιάξω. Έκλεισα ερμητικά το κάλυμμα του ματιού της πόρτας και άναψα όλα τα κεριά. Ο τρόμος με είχε καταλάβει και με είχε καταβάλλει ταυτόχρονα. Εκεί, καθισμένη στο πάτωμα να κοιτάζω την πόρτα μ΄ένα μαξιλάρι σφιχταγκαλιασμένο στο στήθος μου έμεινα μέχρι το πρωί. Δεν πάει άλλο, θα καλέσω την αστυνομία.»

Ο κ. Μπήθαν δεν της έφερε αντίρρηση. Να την καλέσουμε μις Έλεν, μα πρώτα, μήπως θα θέλατε να ρίξετε κι εσείς μια ματιά στο δωμάτιο μήπως και αναθεωρήσετε τη γνώμη σας; Άλλωστε σήμερα το πρωί η ίδια διαπιστώσατε πως ο διάδρομος έξω απ΄το δωμάτιό σας ήταν πεντακάθαρος. Τι λέτε λοιπόν, θα ρίξετε πρώτα μια ματιά; Δεν είναι σωστό να απασχολούμε την αστυνομία για ψύλλου πήδημα δεν νομίζετε; συμπλήρωσε ο κ. Μπήθαν. 

Με νεύμα καταφατικό και βλέμμα γεμάτο αγωνία η Έλεν ακολούθησε τον κ. Μπήθαν στο αντικρινό δωμάτιο. Σταθείτε, σταμάτησε με το χέρι της το ροζιασμένο χέρι του την στιγμή που πήγε να ξεκλειδώσει. Πήρε βαθιά ανάσα κι έκρυψε με την παλάμη  τα μάτια της. Ορίστε, έκανε με χαμόγελο ο κ. Μπήθαν. Η Έλεν κοίταξε το χώρο μέσα απ΄τα ανοιχτά της δάχτυλα. Κατέβασε απότομα το χέρι της και έμεινε να κοιτάζει το χώρο με το στόμα ανοιχτό. Άρχισε να κοιτάζει κάτω απ΄το κρεβάτι, μέσα στη ντουλάπα, πίσω απ΄τις κουρτίνες. Μα πως, πως… είναι δυνατόν, ψέλλισε. Το δωμάτιο ήταν απολύτως καθαρό, τακτοποιημένο μ΄ένα άρωμα τριαντάφυλλο να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Μα εγώ χθες, εγώ…είδα…Τίποτα δεν είδατε μις Έλεν, τη διέκοψε καθησυχαστικά ο κ. Μπήθαν. Σας έχει γίνει εμμονή η καμαριέρα μας και με τη φαντασία που διαθέτετε ως συγγραφέας πλάσατε αυτή την ιστορία. Δεν έχετε συναντήσει την καμαριέρα μας ή κάποιο άλλο μέλος του προσωπικού γιατί στο πανδοχείο μας μις Έλεν προσέχουμε να κάνουμε σωστά και αθόρυβα τη δουλειά μας ώστε να μην ενοχλούμε τους πελάτες μας. Είμαστε διακριτικό προσωπικό μις Έλεν, τη διαβεβαίωσε. 

Βγήκαν απ΄το δωμάτιο. Ο κ. Μπήθαν μ΄ένα λοξό χαμόγελο, η μις Έλεν με κρεμασμένους ώμους και κολλημένα βήματα. Του ζήτησε συγνώμη και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Ένα εικοσιτετράωρο πέρασε ξαπλωμένη κοιτώντας αφηρημένα το ταβάνι μέσα απ΄τον ξύλινο ουρανό του κρεβατιού της. Όσες φορές κι αν της χτύπησε ο κ. Μπήθαν εκείνη δεν απάντησε. Ήταν απορροφημένη στις σκέψεις της. Σκέψεις που την περικύκλωναν, την περικύκλωναν, έτοιμες να συνθλίψουν και να κατατροπώσουν κάθε ίχνος της λογικής της. 

«Δεν νιώθω καλά. Μήπως τα φαντάστηκα όλα; Τα ονειρεύτηκα; Τόσο ζωντανό όνειρο όμως; Ίσως, ίσως… Η καταιγίδα που ξεκίνησε εδώ και ώρα δεν λέει να σταματήσει. Αστραπές αυλακώνουν τον ουρανό σαν τις αμφιβολίες που αυλακώνουν το μυαλό μου. Ο άνεμος σφυρίζει στις γρίλιες των παραθύρων και σείει τις μπαλκονόπορτες. Μια παγωνιά έχει απλωθεί στο δωμάτιο και στην καρδιά μου. Το τρεμάμενο φως του κεριού δεν μπορεί να με ζεστάνει. Μου κρατάει συντροφιά ωστόσο. Οι κεραυνοί τραντάζουν το δωμάτιο. Τρέμω. Παραδίνομαι σε σκέψεις μανιασμένες  που μου κλέβουν τον ύπνο. 

03:00 τα ξημερώματα. Η ώρα των φαντασμάτων. Να πίστευα και σ΄αυτά. Θα ήταν όλα πιο εύκολα. Θα υπήρχε εξήγηση. Ωραία, παραμιλάω κιόλας…Τι ήχοι είν΄αυτοί; Γκάϊντα τέτοια ώρα; Αν είναι δυνατόν. Το πρωί θα διαμαρτυρηθώ στον κ. Μπήθαν. Διανυχτέρευσε ένας μουσικός χθες βράδυ θα μου πει. Δεν είναι κατάσταση αυτή, δεν μπορώ να ησυχάσω. Θα εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου ευθύς αμέσως. Περίεργο, όσο πλησιάζω στην πόρτα τόσο ο ήχος δυναμώνει. Αυτός ο συρριστικός ήχος που τρυπάει το τύμπανο, μου τρυπάει και το μυαλό. Ακουμπώ με τις παλάμες μου στην πόρτα, το μάτι της ξέσκεπο ετοιμάζεται να μου αποκαλύψει το μυστικό που κρύβεται πίσω του. Οι παλάμες μου γλιστρούν στο ξύλο. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου. Κούμπωσα το μάτι μου στο μάτι της πόρτας. Ταυτόχρονα όμως ένα άλλο μάτι με κοιτούσε από την άλλη μεριά. Μάτι γαλανό, που ξαφνικά άρχιζε να κοκκινίζει. Το μάτι έκανε πίσω και πρόδωσε τον ιδιοκτήτη του. Ο κ. Μπήθαν! Τα παχιά φρύδια του ενωμένα υπόσχονταν κάτι σκοτεινό και απόκοσμο. Υπόσχεση πως το ματωμένο μαχαίρι που κρατούσε θα έβρισκε τον προορισμό του για άλλη μια φορά. Τραβήχτηκα απότομα. Βοήθεια, φώναξα με πνιχτή φωνή. Κανείς δεν μ΄άκουσε.

Ξύπνησα σ΄ένα δωμάτιο λευκό, «ντυμένη» με το «λευκό πουκάμισο» που φυλακίζει σκέψεις και φαντασία. Μόνη. Τι γυρεύω εγώ εδώ; Είμαι τρελή; Πείτε μου, είμαι στ΄αλήθεια τρελή;

 

 

 

 

 

 

Το πανδοχείο του κ. Μπήθαν- Η φωνή

   Όσο περνούσαν οι μέρες τα κλάματα και τα βογγητά αυξάνονταν στο δωμάτιο. Αυτό δεν συνέβαινε τον πρώτο καιρό. Σκέφτηκα να επέμβω, μα κάθε πρωί που τους έβλεπα να κάθονται στο σαλόνι και να παίρνουν το πρωϊνό τους, δίσταζα. 

Η αλήθεια είναι ότι μου φάνηκαν περίεργο ζευγάρι όταν τους πρωτοείδα. Εκείνος ένας κύριος είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της κι εκείνη μια οπτασία μέσα στο λευκό της φόρεμα καθώς κατέβαινε απ΄την άμαξα. Η χάρη με την οποία κρατούσε το παρασόλι της, η ομορφιά του προσώπου της και το κάλλος της κορμοστασιάς της, μάγεψε όλο το προσωπικό που βγήκε να τους υποδεχτεί. Όλοι την θαύμαζαν, όλοι εκτός από…Τις ξέρω καλά αυτές τις χαμηλοβλεπούσες. Στην αρχή κάνουν τα πάντα για έναν επωφελή γάμο με κάποιον μεγαλύτερο άντρα κι ύστερα τον εγκαταλείπουν για κάποιον μικρότερο.

«Καλώς ήρθατε. Το προσωπικό κι εγώ, ευχόμαστε να ευχαριστηθείτε τη διαμονή σας» τους καλωσόρισα.

«κ. Μπήθαν, θα σας παρακαλέσω όσο καιρό παραμείνουμε στο πανδοχείο σας το προσωπικό να είναι όσο πιο διακριτικό γίνεται. Η σύζυγός μου υποφέρει από ημικρανίες και δυσκολεύεται με το θόρυβο, τον πολύ κόσμο και τις μακρόσυρτες συζητήσεις» μου ψιθύρισε εμπιστευτικά στ΄αυτί. 

«Μην ανησυχείτε κ. Howard δεν θα ενοχλήσει κανείς την κυρία σας. Η διακριτικότητα είναι ένα από τα προτερήματα του πανδοχείου μας» τον διαβεβαίωσα.

Καθώς ανέβαιναν την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό τους, η κ. Howard έστρεψε το κεφάλι της και με κοίταξε μ΄ένα έντονο αινιγματικό βλέμμα. Αυτό το βλέμμα ξανάφερα στη μνήμη μου όταν άκουσα τα κλάματα και τα βογγητά της  ένα βράδυ διερχόμενος έξω από το δωμάτιό τους. 

«Η σύζυγός μου αρέσκεται στα ομιχλώδη τοπία, στα υγρότοπα μέρη και στα βότανα. Είναι ξέρετε βοτανολόγος. Επίσης της αρέσουν πολύ και οι πέστροφες, άλλος ένας λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ» μου εμπιστεύτηκε ένα πρωί καθώς έπαιρνε μόνος το πρωϊνό του στο σαλόνι ο κ. Howard.

«Μήπως θα΄πρεπε να καλέσουμε γιατρό;»  πρότεινα. «Όχι,  θα είναι μια χαρά» μου απάντησε κοφτά. «Συνηθισμένο το φαινόμενο» έκανε χαϊδεύοντας το handlebar μουστάκι του. «Θα της περάσει σύντομα» με διαβεβαίωσε.

Τις περισσότερες ώρες ο κ. Howard κατέβαινε μόνος στο σαλόνι. Μόνο τα πρωϊνά συνοδευόταν απ΄τη γυναίκα του. Όσες φορές τους έβλεπα παρέα εκείνος ήταν πολύ τρυφερός μαζί της. Εκείνη χωμένη στο Μπονέ καπέλο της, απέφευγε βλέμματα και συζητήσεις. Έπινε το τσάι της αφού σέρβιρε το σύζυγό της και στη συνέχεια χανόταν στην ανάγνωση κάποιου βιβλίου. Πότε πότε σήκωνε τα μάτια της και απολάμβανε τη θέα προς τη λίμνη.

Ένα ακόμη πρωϊνό δεν κατέβηκε. Θεώρησα πως αιτία ήταν οι ημικρανίες που τη βασάνιζαν. Η καμαριέρα όμως όταν πήγε να τακτοποιήσει το δωμάτιο την βρήκε κουλουριασμένη κάτω από κρεβάτι να τρέμει σαν το θήραμα που προσπαθεί να κρυφτεί απ΄το θηρευτή του. «Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο γρατσουνιές σας λέω κ. Μπήθαν. Μάταια προσπαθούσε να τις κρύψει με τα μαλλιά της. Την σήκωσα και αφού την καθησύχασα την έβαλα να ξαπλώσει. Με όρκισε να μην πω τίποτα σε κανένα, ειδικά στο συζυγό της» μου εκμυστηρεύτηκε η καμαριέρα. Μα καλά δεν θα την έβλεπε ο σύζυγός της; Πως θα έκρυβε τόσες γρατσουνιές και τελικά από που προέρχονταν αυτές οι γρατσουνιές; Να πάσχει από κάποιο είδος κατάθλιψης που πάνω στην έξαρσή του να πληγώνει τον εαυτό της ή να τσακώθηκε με κάποιον; Με ποιον όμως; Μήπως με τη φίλη της, την κοπέλα με τα πυρόξανθα μαλλιά που της κρατά συντροφιά πότε πότε στους περιπάτους της στην όχθη της λίμνης ή μήπως …η κατεργάρα… μήπως τα ΄μπλεξε με το Πάτρικ το γιο του ψαρά και είχανε το πρώτο ερωτικό καυγαδάκι; Δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχα πετύχει να περπατάει ή να κάνει βαρκάδα μαζί του, ειδικά τις φορές που έλειπε ο κ. Howard. Εκείνος να της προσφέρει τα πάντα κι εκείνη να ξεπορτίζει στην πρώτη ευκαιρία. Τις ξέρω εγώ κάτι τέτοιες χαμηλοβλεπούσες…Γι΄αυτό δεν θα θέλει να μάθει τίποτα για τις γρατσουνιές ο σύζυγός της. Θα τις καλύψει με στρώμματα πούδρας και όλα θα είναι μια χαρά. Κάποτε όμως η αλήθεια φανερώνεται και τότε η καταιγίδα που ξεσπάει συμπαρασύρει ό,τι βρει μπροστά της. Τον κ. Howard λυπάμαι. Λυπάμαι όμως κι αυτήν… τέλος πάντων. Μη χαλάσουν το γάμο τους για μια απερισκεψία. Η περιέργεια όμως δεν μ΄αφήνει, σκάω να μάθω τι της συνέβη. Από εκείνη τη μέρα πολλές φορές προσπάθησα να της πιάσω κουβέντα αλλά εκείνη με απέφευγε διακριτικά χαμηλώνοντας τα μάτια. Έκανα αρκετές απόπειρες να την πλησιάσω, να με εμπιστευτεί, να μου ανοίξει την καρδιά της, να  βοηθήσω. Ο κ. Howard αντιλήφθηκε πως προσπαθούσα επανειλημμένα να βρεθώ κοντά  στη σύζυγό του και μια μέρα μου ξεκαθάρισε χτυπώντας τη γροθιά του στο πάσο. «Όλα καλά κ. Μπήθαν. Όλα είναι καλά. Μην την πλησιάζετε, σας προειδοποιώ» με απείλησε με ένα στριφνό χαμόγελο. Ορίστε, εγώ να θέλω να τους βοηθήσω κι εκείνος…Θα ζηλεύει τους πάντες και τα πάντα σκέφτηκα. Πρέπει να είμαι πιο προσεκτικός από δω και πέρα και να  προσπαθήσω να της πιάσω κουβέντα όταν λείψει ξανά ο σύζυγός της.

Πράγματι, ένα βράδυ που ο κ. Howard έφυγε ξαφνικά για την πόλη αποφάσισα να πάω στο δωμάτιό της να της μιλήσω. Τη στιγμή που πήγα να χτυπήσω, άκουσα μία γυναικεία φωνή διαφορετική από της κ. Howard. Ίσως είναι η φίλη της από τη λίμνη, σκέφτηκα. Δεν άκουγα καθαρά τι έλεγε, όμως μια φράση που επαναλάμβανε συνεχώς ήταν αδύνατον να μην τη θυμάμαι κι ας είμαι κοντά στα ογδόντα. «Δεν του αξίζεις. Άφησέ τον. Δεν του αξίζεις» έλεγε και ξανά έλεγε η  γυναικεία φωνή. Η κ. Howard σιωπούσε. 

Μετά από εκείνο το βράδυ, πολλά βράδια ακολούθησαν που η κ. Howard είχε συναντήσεις μ΄αυτή τη γυναίκα. Πάντα η ίδια φράση επαναλαμβανόταν: «Δεν του αξίζεις. Άφησέ τον. Δεν του αξίζεις». Τελικά ίσως να  είχα δίκιο. Έμπλεξε με κάποιον κι αυτός δεν είναι του επιπέδου της και η φίλη της την προτρέπει να τον παρατήσει. Ο Πάτρικ; Τρέμω στην ιδέα να είναι αλήθεια. Από καλό παιδί που τον ήξερα να΄γινε προικοθήρας και να κυνηγάει πλούσιες παντρεμένες; Αυτό θα ήταν τρομερό για όλους. Ίσως πρέπει να μιλήσω στον πατέρα του να του σφίξει τα λουριά. Μην χωρίσει για χάρη του ένα τόσο αγαπημένο ζευγάρι, σκέφτηκα.

Πέρασε πολλά βράδια με τη συντροφιά αυτής της γυναίκας η κ. Hοward. Ίσως η συνομιλία μάλιστα μαζί της, της έκανε τελικά καλό. Αυτό φάνηκε απ΄το ότι η κ. Howard άρχισε να κατεβαίνει πιο συχνά με το συζυγό της στο σαλόνι. Πάντα προσεκτική, πάντα σιωπηλή. Θα τα χάλασε με τον Πάτρικ, σκέφτηκα. Άλλωστε είχα καιρό να τους ξαναδώ και τους δυο μαζί στην όχθη της λίμνης. Μακάρι να σώθηκε ο γάμος τους, μονολόγησα με ανακούφιση. Περπατούσε πια μόνη. Παρατηρούσε και συνέλεγε  βότανα της περιοχής. Μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο γρήγορα άλλαζε μέρος. Βρισκόταν πότε στο σαλόνι, πότε στο δωμάτιό της, πότε στη λίμνη χωρίς να την παίρνει κανείς είδηση, λες και ήταν αερικό. Ν΄ανακάλυψε την κρυφή καταπακτή κάτω απ΄το κρεβάτι της που οδηγεί κατευθείαν στη λίμνη; Αυτό θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση. Άλλωστε τα μυστικά περάσματα ενός  πανδοχείου κοντά διακοσίων χρόνων είναι αρκετά ενδιαφέροντα για κάποιους πελάτες μας.

Εκείνο το πρωί κατέβηκε για τσάι με το σύζυγό της, ιδιαίτερα ευδιάθετη. Χαιρέτησε εγκάρδια τα μέλη του προσωπικού που βρίσκονταν στο χώρο μέχρι να φτάσει με το σύζυγό της στο τραπέζι που συνήθιζαν να κάθονται. Χαϊδεύοντας το χέρι της συζύγου του, ο κ. Howard ζήτησε να σερβίρουν το πρωϊνό. Η κ. Howard όπως κάθε φορά ανέλαβε να περιποιηθεί το σύζυγό της. Έριξε το ζεστό νερό στη λευκή πορσελάνη, πρόσθεσε το τσάι, δυο τρία φύλλα από βότανα, μάλλον για περισσότερο άρωμα και το πρόσφερε στο σύζυγό της. Συνέχισε με το δικό της. «Όλα εντάξει κ. Howard, θα θέλατε και κάτι ακόμα;» τον ρώτησα περιμένοντας να εκπληρώσω την επιθυμία του. Με ένα νεύμα του κατάλαβα ότι όλα ήταν καλά και έκανα να φύγω. «Σου ζητώ συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με πιάνει και κάνω αυτά που κάνω. Με κυριεύει η ζήλεια, μου θολώνει το μυαλό» τον άκουσα να της λέει απολογούμενος. Εκείνη συνέχιζε να ανακατεύει το τσάι της χωρίς να τον κοιτάζει. Εκείνος της κρατούσε το χέρι σαν να την εκλιπαρούσε να τον συγχωρήσει για κάτι. Σήκωσε το ποτήρι με το νερό  να της ευχηθεί όταν ένιωσε μια ξαφνικά αδιαθεσία. Την κοίταξε με μάτια έτοιμα να ξεκολλήσουν απ΄τις κόγχες τους. Πάλευε να καταπιεί όλο τον αέρα του χώρου. Αστραπιαία βρέθηκε γύρω του όλο το προσωπικό. Εκείνος μας κοίταζε έντρομος σφίγγοντας τα χέρια του στο στήθος. Το χρώμα του άρχιζε να γίνεται κυανό. Δεν μπορούσε ν΄αρθρώσει λέξη. Η κ. Howard στρίγγλισε απότομα παραμένοντας ασάλευτη στη θέση της. Προσπάθησα να ελευθερώσω το πουκάμισο γύρω απ΄το λαιμό του για ν΄αναπνεύσει. Μάταια όμως ο κ. Howard δεν είχε πια σφυγμό, κοκκαλωμένος στην καρέκλα του μας «κοιτούσε» με μάτια γυάλινα. Η κ. Howard έτρεμε ολόκληρη δαγκώνοντας τις κλειστές γροθιές της. Όλο το προσωπικό κοιτούσε έντρομο, ανίκανο να βοηθήσει. Νευρωτικά η κ. Howard κοιτούσε δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας κάποιον ανάμεσά μας. Θεώρησα πως ψάχνει το γιατρό που μόλις είχε φτάσει. Με διέψευσε. «Φωνάξτε μου την καμαριέρα… την καμαριέρα με τα κόκκινα μαλλιά» ούρλιαξε. Άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της, να τινάζει το κεφάλι της πάνω κάτω, να σειέται ολόκληρη. Βρισκόταν εκτός εαυτού. Ανέθεσα σε μια καμαριέρα να την ανεβάσει στο δωμάτιό της μέχρι ο γιατρός να εξετάσει το σύζυγό της.

«Δηλητηρίαση από Ακονίτη» διέγνωσε ο γιατρός. Συνήθως τα συμπτώματα που προκαλεί η τροφική δηλητηρίαση από Ακονίτη διαρκούν από εικοσιτέσσερις έως και σαρανταοχτώ ώρες. Δυστυχώς εδώ δεν προλάβαμε. Η δόση ήταν ισχυρή ώστε να τον σκοτώσει ακαριαία. Θάνατος από ασφυξία. Λυπάμαι, συμπλήρωσε ο γιατρός.

Η καμαριέρα οδήγησε το γιατρό στο δωμάτιο της κ. Howard. Έδειχνε να έχει υποστεί νευρικό κλονισμό και έπρεπε να εξεταστεί. Η κ. Howard όμως δεν ήταν εκεί.

«Φαίνεται θα έφυγε μόλις πήγα να της φέρω νερό» δικαιολογήθηκε η καμαριέρα. Την είδε ο Πάτρικ να περπατάει προς το κέντρο της λίμνης. Της φώναξε μέσα απ΄τη βάρκα του, μα εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Το βλέμμα της ήταν θολό και το βάδισμά της αργό και σταθερό λες και η λίμνη την καλούσε στο βυθό της. Ο Πάτρικ βούτηξε στο νερό προσπαθώντας να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε κοντά της. Την άρπαξε απ΄τους βραχίονές της, την μετέφερε έξω από τον νερό και την ξάπλωσε στην όχθη της λίμνης έχοντας χάσει πλήρως τις αισθήσεις της. Ξεκούμπωσε τα κουμπιά του φορέματος γύρω απ΄το λαιμό της για ν΄αναπνεύσει. Τότε ήταν που είδε το λαιμό της γεμάτο με μελανιές και ίχνη από ζώνη. Την πίεσε στο στέρνο για να βγάλει το νερό που είχε πιει. Την πίεσε δυνατά, ξανά και ξανά. Άρχισε να συνέρχεται. Με μάτια μισάνοιχτα και μ΄όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει τον έπιασε απ΄το λαιμό. «Κόκκινα μαλλιά…αυτή…» είπε ασθμαίνοντας. Λύθηκε το σώμα της στα χέρια του. 

Αυτά κατέθεσε ο Πάτρικ στην αστυνομία, αυτά εμπιστεύτηκε και σε μένα ιδιαιτέρως. Τον είχα αδικήσει τον Πάτρικ. Όλα αυτόματα βρήκαν νόημα μέσα μου. Τα κλάματα, τα βογγητά, οι ψεύτικες ημικρανίες, οι γρατσουνιές, οι μελανιές, τα ίχνη από χτυπήματα. Όλα μαρτυρούσαν πως ο κ. Howard, αυτός ο ευϋπόληπτος και άμεμπτος στα μάτια όλων σύζυγος, κακοποιούσε τη γυναίκα του.

Αύριο είναι η σειρά μου να καταθέσω όλα όσα είδα και έζησα με το ζεύγος των Howard. Η καμαριέρα όμως με τα κόκκινα μαλλιά… παραμένει και για μένα ένα ανεξήγητο μυστήριο.

 

Το πανδοχείο του κ. Μπήθαν- Ο καθρέφτης
 

Φτάσαμε. Σαν μαγεμένη χάζευα το πανδοχείο μέχρι ο Γιαν και ο Ήθαν να ξεφορτώσουν τις βαλίτσες. Είχα ακούσει τόσα γι΄αυτό το μέρος που ήθελα να το γνωρίσω από κοντά. Άραγε να είναι τόσο μυστηριώδες όσο δείχνει; Αν οι ιστορίες που κυκλοφορούν γι΄αυτό το πανδοχείο είναι ψεύτικες ποιος ακούει τον Γιαν. Αυτός τα βλέπει όλα ρεαλιστικά και πρακτικά. Εγώ όμως αισθάνομαι την ενέργεια του χώρου, δεν ξέρω πως, μήπως είμαι επηρεασμένη απ΄τους μύθους και τους τοπικούς θρύλους ή απ΄τα διηγήματα μυστηρίου που διαβάζω; Πάντως αυτό το ομιχλώδες τοπίο πέρα απ΄τη μελαγχολία, μου προξενεί και μια αμηχανία. Ας ελπίσουμε πως όλα θα κυλήσουν καλά.

«Έλα πριγκίπισσα, μη χαζεύεις» ακούστηκε η φωνή του Γιαν που με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Ήθαν τον σκούντησε στον ώμο, δεν του αρέσει να με πειράζει ο Γιαν. 

Μας καλωσόρισε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, ο κ. Μπήθαν, ένας ογδονταπεντάρης, όπως μας αποκάλυψε, κύριος με ενέργεια εφήβου. Φτεροπόδαρος, πήγαινε πέρα δώθε δίνοντας οδηγίες στο προσωπικό να τακτοποιήσει τα πράγματά μας. Τα  σμιχτά παχιά φρύδια του και το τύπου handlebar mustache with sideburns τόνιζαν τη φυσιογνωμία του και ταίριαζαν με το ύφος του πανδοχείου. Ποιος ξέρει τι θα σκέφτηκε για μένα μόλις με είδε με δυο νεαρούς εδώ στην ερημιά. Σούφρωσε τα φρύδια του και με κοίταξε από πάνω έως κάτω, κάτι πήγε να μου πει αλλά τον έκοψα πριν καν αρχίσει. «Είμαστε συμφοιτητές και λάτρες των υγρών τοπίων και των τοπικών θρύλων» του διευκρίνισα ώστε να λυθούν τυχόν αμφιβολίες στο μυαλό του. Απάλυνε προς στιγμήν η γραμμή των φρυδιών του και μας οδήγησε στα δωμάτιά μας. 

Το δωμάτιο των αγοριών ήταν απέναντι απ΄το δικό μου. Το δικό μου έβλεπε στη λίμνη, ενώ το δικό τους στη θάλασσα. Στο δωμάτιό τους η επίπλωση ήταν απλή, ενώ στο δικό μου η πολυτέλεια υπέγραφε μια διαμονή που θα μου έμενε αξέχαστη. Το χρυσοσκάλιστο κρεβάτι μου με τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες που κρέμονταν απ΄τον ουρανό του ήταν σεταρισμένο μ΄έναν ολόσωμο καθρέφτη δίπλα από την μπαλκονόπορτα. Οι ζωγραφικές παραστάσεις και τα περίτεχνα σχέδια του ταβανιού, τα βελούδινα υφάσματα στο ανάκλιντρο και την πολυθρόνα προσέδιδαν στο δωμάτιο αέρα πριγκιπικό.

«Σε μια πριγκίπισσα σαν εμένα…αρμόζει αυτό το δωμάτιο» κόμπασα καθώς βυθιζόμουν με ορμή στο μαλακό στρώμα του κρεβατιού. Χαζεύοντας το καλλιτεχνικό ταβάνι, με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα αργά το απόγευμα. Φαίνεται τα αγόρια δεν χτύπησαν να με ξυπνήσουν για να μ΄αφήσουν να ξεκουραστώ. Μακρινό ταξίδι με φιδίσιες στροφές που έκανε το στομάχι μου ν΄ανακατεύεται και μετά από τόσες ώρες νηστική να διαμαρτύρεται.

Ένας χτύπος στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις μου. Κοίταξα απ΄το μάτι της. Ο Ήθαν. «Φιόνα ετοιμάσου, σε λίγο θα κατέβουμε για το δείπνο». Μιλούσε και κοίταζε χαμηλά προσπαθώντας ν΄ακούσει κάτι που να μαρτυράει πως είμαι ξύπνια. «Εντάξει Ήθαν. Κατεβείτε κι έρχομαι» του απάντησα νιώθοντας ένα σκίρτημα στο σώμα μου. Δεν ξέρω αλλά, όταν κάποιες φορές αλληλοκοιταζόμαστε τα βλέμματά μας αλληλοσυμπληρώνουν όσα ανείπωτα λόγια λαχταρούν να εκφραστούν. Σε αντίθεση με τον Γιαν όπου τα βλέμματά μας πάντα κονταροχτυπιούνται όταν διασταυρωθούν. Τι να κάνουμε, αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματά τους, μουρμούρισα καθώς άρχισα να ετοιμάζομαι για το δείπνο. 

Κατεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο σαλόνι αισθάνθηκα τα διαπεραστικά βλέμματα του Γιαν και το Ήθαν. Αναρωτήθηκα καθώς και οι δύο με κοίταζαν αποχαυνωμένοι «Καλά, πρώτη φορά βλέπουν γυναίκα;» Αλλά εδώ που τα λέμε πρώτη φορά με έβλεπαν και οι δυο ντυμμένη γυναίκα. Πάντα παντελόνια, μπότες και μπλέιζερ φορούσα όταν ήμουν μαζί τους. Ομολογώ, εντυπωσιάστηκαν. Σαν ελατήρια πετάχτηκαν και οι δυο να μου παραχωρήσουν τη θέση πλάι τους, αλλά εγώ τους παρέκαμψα και κάθισα απέναντί τους ως μία γυναίκα αδέσμευτη κι ελεύθερη.

«Τι καλό θα μας σερβίρετε κ. Μπήθαν;» ρώτησα καθώς έφερνα το ποτήρι με το κρασί στα χείλη μου. «Μα τη σπεσιαλιτέ μας μις Φιόνα, πέστροφα με μυρωδικά» απάντησε ο κ. Μπήθαν με καμάρι. «Έρχονται από μακριά να τη γευθούν» συμπλήρωσε καθώς σέρβιρε και τ΄άλλα δύο μέλη της παρέας. «Σήμερα είναι μία ιδιαίτερη μέρα μις Φιόνα», συνέχισε ο κ. Μπήθαν, «σήμερα το πανδοχείο μας κλείνει τα διακόσια χρόνια από τότε που μπήκαν τα πρώτα θεμέλια, οπότε ειδικά σήμερα θα έχουμε παραδοσιακή μουσική και τοπικούς χορούς» μας ενημέρωσε με καμάρι. Χτύπησα παλαμάκια ενθουσιασμένη. Μας περίμενε μια διασκεδαστική βραδιά. Ο Ήθαν μπέρδευε κάθε τόσο άτσαλα τα πόδια του στα βήματα των χορών αλλά η ντάμα του παρόλο που είχε αγανακτήσει μαζί του, έκανε υπομονή γιατί ήταν χαριτωμένος. Σε αντίθεση με τον Ήθαν, ο Γιαν δεν σηκώθηκε στιγμή από τη θέση του. Απ΄την ώρα που κατέβηκα τη σκάλα δεν σταμάτησε να με περιεργάζεται από πάνω έως κάτω. «Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι» έκανε σε κάποια στιγμή δήθεν αδιάφορα. «Τι εννοείς;» τον ρώτησα όλο αφέλεια. «Κατάλαβες τι εννοώ, ντυμένη γυναίκα» έκανε περιπεκτικά. «Είμαι γυναίκα και μάλιστα πριγκίπισσα όπως βλέπεις» του απάντησα κλείνοντάς του το μάτι καθώς άρπαζα τον Γιαν απ΄το μπράτσο για να χορέψουμε την στιγμή που εκείνος ετοιμαζόταν να καθίσει. 

Η βραδιά κύλησε υπέροχα. Ο κ. Μπήθαν παρακολουθούσε με προσοχή τα πάντα, ήθελε όλα να είναι στην  εντέλεια τη βραδιά της επετείου. Μείναμε μαζί του στο τέλος της βραδιάς να τον ακούμε να μας μιλάει με περηφάνια για την ιστορία του πανδοχείου και τους προγόνους του. Ξημερώματα ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας. Καληνύχτισα τους φίλους μου και κλείδωσα έξω τις φαντασίες και τα ονειρά τους. Άναψα ένα κερί. Ο αέρας που ανοιγόκλεινε δυνατά την μπαλκονόπορτα προμήνυε μπουρίνι. Συχνό φαινόμενο για την περιοχή. Προσπαθούσα να κλείσω ερμητικά τα παράθυρα που ο αέρας προσπαθούσε βίαια ν΄ανοίξει. Η πυκνή ομίχλη δε μ΄άφηνε να δω πέρα από το μπαλκόνι. Μια αστραπή διέσχισε στιγμιαία τον ουρανό κι ένας κεραυνός μετά από λίγο συντάραξε τα σωθικά μου. Ευτυχώς κατάφερα να ασφαλίσω τις πόρτες και να κρατήσω μακριά μου την καταιγίδα. Το σφύριγμα του ανέμου όμως έβρισκε το δρόμο για την ακοή μου, προειδοποιώντας πως κάτι δυσοίωνο υπάρχει εκεί έξω. Άναψα πάλι το κερί που είχε σβήσει απ΄τον δυνατό αέρα και κατευθύνθηκα στο κρεβάτι μου. Την στιγμή που περνούσα μπροστά από τον καθρέφτη, κάτι με ήλκυσε κοντά του και κοντοστάθηκα να καμαρώσω το είδωλό μου μέσα σ΄αυτόν. Μ΄ένα χαμόγελο λοξό ικανοποίησης και φιλαρέσκειας μαζί επεξεργαζόμουν τη σιλουέτα μου κάτω απ΄το αμυδρό φως του κεριού. Πράγματι ήμουν πολύ όμορφη μες στο μπορντώ φόρεμά μου. Και ο καθρέφτης ήταν καλός μαζί μου, αναδείκνυε το κάλλος μου.

Ένα περίεργο ρεύμα αέρα ένιωσα στον αυχένα μου και ένα ρίγος ξαφνικά κυρίεψε το σώμα μου. Έστριψα απότομα το κεφάλι πίσω μου. Μια γυναίκα στεκόταν ακίνητη με σκυμμένο κεφάλι. Η πετσέτα για το μπάνιο σας, μου είπε ευγενικά. Ευχαριστώ της είπα αυθόρμητα, νιώθοντας ένα παράξενο μούδιασμα σ΄όλο μου το σώμα, μια ανεξήγητη ανατριχίλα απ΄την κορφή ως τα νύχια. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι. Είσαστε πολύ όμορφη απόψε στο χορό, μου τόνισε. Τους εντυπωσιάσατε όλους, ειδικά τον Γιαν, σας έγδυνε με τα μάτια του. Να τον προσέχετε όμως, είναι επικίνδυνος, μου ψιθύρισε στ΄αυτί. Έκανα ένα βήμα πίσω, προσπάθησα να καταλάβω ποια είναι, δεν μου θύμιζε κάποια απ΄το προσωπικό, ωστόσο φορούσε στολή καμαριέρας. Τα μαλλιά της σκούρα όπως φαίνονταν στη φλόγα του κεριού άρχιζαν να γίνονται υγρά και οι σκούρες σταλαγματιές τους να ποτίζουν το λευκό της γιακά. Θα ΄λεγε κανείς πως είναι αίμα. Ποια είσαι, τόλμησα να ρωτήσω. Είμαι η καμαριέρα του πανδοχείου μου είπε χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά. Τραβήχτηκα απότομα, μα μια φωνή μέσα μου, μού έλεγε «μη φοβάσαι». Κοίταξε πόσο όμορφη είσαι, μου είπε παρακινώντας με να δω τη μορφή μου στον καθρέφτη. Έστρεψα το βλέμμα μου, να ξαναδώ το είδωλό μου. Εκείνη όμως δεν αντικατοπτριζόταν. «Πρόσεχε» ηχούσε η φωνή της καθώς έμοιαζε να απομακρύνεται. Έτρεξα στην πόρτα να την προλάβω. Ήταν κλειδωμένη. Μόλις αντιλήφθηκα τι είχε συμβεί τα΄χασα. Το ουρλιαχτό μου ξύπνησε τον Γιαν που βρέθηκε αστραπιαία στο δωμάτιό μου. «Τι συμβαίνει;» με ρώτησε όλος αγωνία. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Η γρήγορη ανάσα μου και το τρέμουλο στο σώμα μου τον έκαναν να μ΄αγκαλιάσει σφιχτά. «Έλα μη φοβάσαι. Εφιάλτη θα είδες» μου είπε για να με καθησυχάσει. Τι εννοείς εφιάλτη, έκανα πειραγμένη καθώς τραβιόμουν από την αγκαλιά του. Λες να κοιμήθηκα με το φόρεμά; του είπα πειραγμένη. Τι σου συνέβη, με ρώτησε όλος περιέργεια καθώς έπαιρνε τη θέση του στην πολυθρόνα. Όρθια και σε ένταση του εξιστορούσα όσα έζησα. Ένας δυνατός κεραυνός όμως μ΄έκανε αυθόρμητα να κλείσω τα μάτια και τ΄αυτιά μου. Πετάχτηκε απ΄την πολυθρόνα και μ΄έκλεισε στην αγκαλιά του. Άνοιξα τα μάτια μου και μας είδα αγκαλιασμένους μπροστά στον καθρέφτη. Εκείνος έσκυψε στο λαιμό μου. Μη φοβάσαι, μου ψιθύρισε. Θα μείνω μαζί σου όλο το βράδυ. Ένας βίαιος αέρας άνοιξε τη μπαλκονόπορτα κι έσβησε το κερί. Μια αστραπή έσχισε τον ουρανό και φώτισε στιγμιαία το δωμάτιο. Η μορφή της καμαριέρας εμφανίστηκε μέσα στον καθρέφτη. Με κοίταζε με μάτια πύρινα και μαλλιά που έσταζαν αίμα. Τινάχτηκα απ΄την αγκαλιά του Γιαν ουρλιάζοντας. Εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί όταν μέσα στο δωμάτιο όρμηξε κι ο Ήθαν. Τι γυρεύεις εδώ; Ρώτησε τον Γιαν. Εκείνος, με έδειχνε με τα χέρια του ανασηκώνοντας τους ώμους του. Προσπαθώ να καταλάβω κι εγώ τι της συμβαίνει, του απάντησε. 

Πηγαινοερχόμουν στο δωμάτιο μονολογώντας, ενώ τ΄αγόρια καθισμένα στο κρεβάτι μου  παρακολουθούσαν με απορία τις κινήσεις και το παραλήρημά μου.

«Μια γυναίκα… καμαριέρα… με κόκκινα μαλλιά… εμφανίστηκε μπροστά μου απ΄το πουθενά και εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά… με πόρτα κλειδωμένη. Εμφανίστηκε στον καθρέφτη… δίπλα μου…ποια είναι… τι θέλει από μένα…» μονολογούσα κουνώντας το κεφάλι μου ασυνάρτητα. Θα μείνουμε μαζί σου απόψε, είπε ο Ήθαν και συμφώνησε κι ο Γιαν. Ξάπλωσαν στο πάτωμα κι εγώ στο κρεβάτι. Το μυαλό μου τριγύριζε στο γεγονός μέχρι που δεν άντεξα και αποκοιμήθηκα. Μες στον ύπνο μου αισθάνθηκα ένα χέρι, ένα χάδι που ανέβαινε στο εσωτερικό του μηρού μου έτοιμο να με ανακαλύψει. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου στην αίσθηση μιας αναπνοής που ένιωσα στο λαιμό. Άνοιξα τα μάτια μου. Ο Γιαν ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου και με ύφος λάγνο περίμενε τη συγκατάθεσή μου. Του έπιασα απότομα το χέρι και το τίναξα μακριά μου. Έπεσε κάτω απ΄το κρεβάτι. Είσαι τρελή; Απόρησε τρίβοντας έντονα τη μέση του. Εσύ είσαι τρελός και κοίτα μην ξυπνήσει ο Ήθαν κι έχουμε φασαρίες, του είπα ψιθυριστά. Δεν ξέρω Φιόνα, κάτι έπαθα απ΄την ώρα που σε είδα σε κείνο το φόρεμα. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, απολογήθηκε. Κοιμήσου τώρα Γιαν, θα τα πούμε αύριο, τον έκοψα. Προσπάθησα κι εγώ να κοιμηθώ, μα δεν τα κατάφερα. 

Το πρωί κατεβήκαμε και οι τρεις μας για το πρωϊνό κακόκεφοι και ταλαιπωρημένοι. Η ηλιόλουστη μέρα δεν θύμιζε την ταραχώδη νύχτα που περάσαμε. 

Ο κ. Μπήθαν βλέποντάς μας φανερά ταλαιπωρημένους ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας. «κ. Μπήθαν χτες βράδυ κοιμηθήκαμε και οι τρεις μαζί» του είπα κοφτά. Τα φρύδια του κ. Μπήθαν έσμιξαν απότομα. «Μις Φιόνα δεν επιτρέπουμε τέτοιου είδους περιπτύξεις. Το πανδοχείο μας είναι πολύ καθώς πρέπει» έκανε ενοχλημένος. Δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους περιπτύξεις και επιτρέπεται στις καμαριέρες σας να μας κόβουν αίμα ξημερώματα; Τι εννοείτε μις Φιόνα, οι καμαριέρες μας κυκλοφορούν για τις εργασίες τους μόνο πρωϊνές ώρες. Το βράδυ οι πελάτες μας πρέπει να ξεκουράζονται, μου απάντησε κοφτά. Και όμως… Τι εννοείται μις Φιόνα, μιλήστε καθαρά. Του εξιστόρησα με λεπτομέρειες ό,τι μου συνέβη το προηγούμενο βράδυ. Με άκουσε με προσοχή. Τον είδα προβληματισμένο. Με ακουμπισμένο το πηγούνι του στη ράχη του χεριού του έμοιαζε κάτι να σκέφτεται. 

Πιο παλιά είναι αλήθεια πως είχαν  αναφερθεί κάποιες ιστορίες με μια καμαριέρα με κόκκινα μαλλιά. Στην μία περίπτωση μία συγγραφέας με το όνομα Έλεν και στη δεύτερη περίπτωση η κ. Howard, υπήρξαν δυο γυναίκες που ήρθαν σε επαφή με μια καμαριέρα όπως την περιγράφετε μις Φιόνα. Η μία βρίσκεται στο φρενοκομείο και η άλλη στη φυλακή. Πίστευα όμως πως ήταν αποκυήματα της φαντασίας τους αυτά που υποστήριζαν, είπε ο κ. Μπήθαν φανερά προβληματισμένος. Πρέπει οπωσδήποτε να τους μιλήσουμε, του είπα αποφασιστικά. 

Πράγματι ο Ήθαν και ο Γιαν με συνόδεψαν στο φρενοκομείο όπου νοσηλευόταν η μις Έλεν, γνωστή συγγραφέας βιβλιοθήκης τρόμου. «Την είδα σας λέω, πλημμυρισμένη στο αίμα. Δεν πρόσεξα πάνω στον πανικό μου το χρώμα των μαλλιών της έτσι όπως την έσερνε σκοτωμένη εκείνος ο άντρας. Ο  Μπήθαν, αυτός την σκότωσε. Τον είδα. Κρατούσε μαχαίρι. Κανείς δεν με πίστεψε ποτέ. Μ΄έβγαλαν τρελή. Ήθελε να σκοτώσει κι εμένα. Ο Μπήθαν ήταν, πρόσεχε, με προειδοποίησε μπήγοντας τα δάχτυλά της στους ώμους μου. 

Η κ. Howard ήταν εγκατεστημένη σ΄ένα απομονωμένο κελί. Κρατούσε μια φωτογραφία. Μία την κοιτούσε, μία την αγκάλιαζε. Άργησε να μας ανοιχτεί. Τον σκότωσα με Ακονίτη. Ήμουν για εκείνον το πειραματόζωο για όλα του τα βίτσια. Οι σαδιστικές του μελανιές κατέκλυζαν καθημερινά το σώμα μου. Η ζώνη του μου άφησε τα ίχνη της όχι μόνο στο σώμα μου μα και στην ψυχή μου. Να τα… Μας έδειξε τα σημάδια της αποκαλύπτωντας τους ώμους της. Τον σκότωσα. Πήρα δύναμη για την απόφαση από εκείνη… Δεν μου αξίζει μου έλεγε, άφησέ τον κι εγώ αντί να τον αφήσω, τον σκότωσα. Φοβήθηκα πως θα μ΄έβρισκε όπου και να πήγαινα. Πήρα θάρρος από …εκείνη, εγώ φταίω μόνο, ομολόγησε σκουπίζοντας τα δάκρυά της.

 Ήταν σίγουρο ότι υπήρχε μια καμαριέρα. Μια καμαριέρα με κόκκινα μαλλιά. Ποια ήταν όμως η σχέση της με τον κ. Μπήθαν; Ο κ. Μπήθαν ήταν  ο δολοφόνος ή ο σκηνοθέτης της δολοφονία της; Αλλά γιατί να το κάνει αυτό; Μήπως για να δημιουργήσει ένα θρύλο γύρω απ΄το πανδοχείο ώστε να αυξηθεί η πελατεία του; Όλα αυτά τα ερωτήματα κλωθογύριζαν στο μυαλό μου.

Επιστρέψαμε στο πανδοχείο περισσότερο μπερδεμένοι με μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι στον κ. Μπήθαν. Ένα ήταν το σίγουρο, έπρεπε να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά.

Η νύχτα τύλιξε το πανδοχείο στην ομίχλη της. Ο Ήθαν και ο Γιαν κατάκοποι ανέβηκαν στο δωμάτιό τους να ξεκουραστούν. Εγώ στο μπαρ του σαλονιού παρέα μ΄ένα ποτήρι ουΐσκι προσπαθούσα να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. 

Το βλέμμα μου περιεργαζόταν αόριστα το χώρο. Ένας πίνακας ξαφνικά με συντάραξε. Πως και δεν τον είχα προσέξει τόσο καιρό; Τα πρόσωπα που απεικονίζονταν έκαναν το ποτήρι μου να πέσει απ΄το χέρι. Έγινε κομμάτια. Προσπαθώντας να τα μαζέψω, κόπηκα. Το αίμα μου σταλαγματιές σταλαγματιές λέρωσε το πάτωμα. Έσφιξα τη γροθιά μου για να ελαττώσω τη ροή και συνέχισα να μαζεύω τα σπασμένα όταν δύο καλογυαλισμένα παπούτσια στάθηκαν μπροστά μου. Σήκωσα αργά το βλέμμα μου. Ο κ. Μπήθαν. Πάγωσα. Η σκιά του στο φως των κεριών φαινόταν τεράστια και τρομακτική. Έγειρα πίσω το σώμα μου προσπαθώντας να τον αποφύγω. Κι αν είναι ο δολοφόνος, σκέφτηκα. Θα με σκότωνε, θα με εξαφάνιζε και θα έλεγε αύριο ατους φίλους μου πως έφυγα ξαφνικά για μια επείγουσα δουλειά. Οι σκέψεις με τρέλαιναν καθώς ο κ. Μπήθαν μου άπλωσε το χέρι του να σηκωθώ. Τι πάθατε μις Φιόνα; Για να δω. Ευτυχώς δεν είναι κάτι σοβαρό. Μου περιποιήθηκε το κομμένο δάχτυλο και καθάρισε το πάτωμα απ΄τα αίματα. Τα αίματα πρέπει να τα καθαρίζουμε αμέσως γιατί ποτίζει το ξύλο δε συμφωνείτε μις Φιόνα με ρώτησε χαμογελώντας αινιγματικά. Εγώ… προσπαθούσα να πνίξω την κραυγή μέσα μου. Λοιπόν πως νιώθετε, καλύτερα; Ευχαριστώ, του είπα κοφτά και κάπως επιφυλακτικά. Βρήκα το θάρρος όμως να τον ρωτήσω. Εσείς είστε στον πίνακα κ. Μπήθαν; Ο κ. Μπήθαν χαμογέλασε περίεργα ενώ εγώ είχα αρχίσει να ιδρώνω σε όλο μου το σώμα. Είδατε ομοιότητα μις Φιόνα; Ίδιος ο προπάππους μου. Εδώ είναι με τη γυναίκα του, την Χίλντα. Εργαζόταν κι εκείνη στο πανδοχείο, εκτελούσε χρέη καμαριέρας πότε πότε. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. κ. Μπήθαν… αυτή είναι η καμαριέρα που είδα, είμαι σίγουρη πως αυτή είναι που περιέγραψε η συγγραφέας, η μις Έλεν και η κ. Howard. Πως είναι δυνατόν; αναφώνησε με έκπληξη ο κ. Μπήθαν κοιτάζοντας τον πίνακα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, είπε δύσπιστα ο κ. Μπήθαν. Ειλικρινά σας λέω πως αυτή τη γυναίκα την είδα πριν λίγες μέρες στο δωμάτιό μου φορώντας στολή καμαριέρας, ελάτε να σας δείξω αν δε με πιστεύετε. Καθώς ανεβαίναμε τη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό μου, η σκιά του κ. Μπήθαν στον τοίχο μ΄έκανε να αναρωτιέμαι τι στο καλό έκανα εκείνη τη στιγμή. Πήρα την απόφαση να πεθάνω ή να λύσω το μυστήριο που στοίχειωνε το μυαλό μου. Εδώ την είδα κ. Μπήθαν, σ΄αυτό τον καθρέφτη. Ο κ. Μπήθαν πλησιάζοντας ακούμπησε τη μία του παλάμη στον καθρέφτη και την άλλη κάνοντάς την σκεπή στα μάτια του, προσπαθούσε να διακρίνει κάποια μορφή μέσα του. Η αλήθεια είναι πως προσπάθησε αρκετά. Περιεργάστηκε τον καθρέφτη απ΄όλες τις πλευρές για αρκετά λεπτά. Μις Φιόνα δεν βλέπω τίποτα παράξενο, μου είπε με σιγουριά. Οι ώμοι μου χαμήλωσαν, το ίδιο και το βλέμμα μου μέχρι που ένας αέρας απ΄το πουθενά έσβησε τα κεριά μας. Ένα φως φώτισε τον καθρέφτη και μια γυναικεία φιγούρα εμφανίστηκε μέσα σ΄αυτόν. Η καμαριέρα. Ο κ. Μπήθαν παραπατώντας έκανε πίσω. Τον κράτησα απ΄το μπράτσο μην τυχόν και πέσει. «Μπήθαν» ακούστηκε με την ήρεμη φωνή της το όνομά του. Λύγισαν τα γόνατά του μπροστά της. Εγώ έντρομη παρακολουθούσα τη σκηνή πλάι του. Ποια …εί…σαι; τη ρώτησε διστακτικά. «Εγώ καλέ  μου είμαι, η Χίλντα». Στο ανοιγόκλειμα των ματιών του βρέθηκε ακριβώς μπροστά του. Τα μαλλιά της πράγματι έσταζαν αίμα. Τι θέλεις από μένα; Την ρώτησε με τρεμάμενη φωνή αδυνατώντας να την κοιτάξει στα μάτια. 

«Εκείνος φταίει για όλα. Που περιπλανιέμαι τόσα χρόνια και δεν μπορεί να βρει ανάπαυση η ψυχή μου. Εκείνος. Με σκότωσε άδικα ο προπαππούς σου Μπήθαν. Άδικα. Μια νύχτα με είδε να βγαίνω απ΄το δωμάτιο ενός πελάτη, η ζήλεια του θόλωσε το μυαλό, λογομαχήσαμε, δεν μ΄άφησε να του εξηγήσω, δεν πρόλαβα, εκείνο το βράδυ βρήκα άγριο θάνατο απ΄το μαχαίρι του. Με χτύπησε αλύπητα. Το αίμα ανάβλυζε απ΄τις πληγές μου κι εκείνος δεν σταματούσε, χτυπούσε σαν μανιασμένος. Εκείνο το βράδυ βρήκα άδικο θάνατο. Το φάρμακο που πήγα να δώσω στον άρρωστο πελάτη, έγινε φαρμάκι για μένα απ΄το μαχαίρι του. Καταράστηκα το πανδοχείο. Καταραμένη κι εγκλωβισμένη κι εγώ μέσα σ΄αυτό δεν βρίσκω ησυχία και στοιχειώνω εδώ και χρόνια τα όνειρα, τις σκέψεις και τις ζωές των πελατών του. Θέλω να ελευθερωθώ. Ήρθε η ώρα. Ήρθες εσύ. Εσύ, που του μοιάζεις, σε παρακαλώ λύτρωσέ με. Αφού συνήλθε, με δάκρυα στα μάτια ο κ. Μπήθαν φίλησε το χώρο που στεκόταν εκείνη. «Συγνώμη μέσα απ΄τη γέρικη καρδιά μου, συγνώμη εκ μέρους του, συγνώμη για εκείνον, συγνώμη για όλα…συγνώμη». Το βλέμμα της γαλήνεψε, τα μαλλιά της σταμάτησαν να στάζουν αίμα. Πήραν ένα χρώμα πυρόξανθο που φώτισε το δωμάτιο. Έσκυψε, τον χάιδεψε στο πρόσωπο και εξαφανίστηκε από μπροστά μας, αφήνοντας στο χώρο ένα άρωμα μύρου. Ο κ. Μπήθαν παρέμεινε γονατισμένος σ΄ένα δωμάτιο που το έλουζε τώρα το φως του φεγγαριού μ΄εμένα πλάι του να τον αγκαλιάζω σφιχτά. 

Εκείνο το βράδυ απόλαυσα τον πιο γλυκό, τον πιο ξεκούραστο ύπνο της ζωής μου. Το άλλο πρωί κατέβηκα για τσάι με τον Ήθαν και τον Γιαν ξεκούραστη και ορεξάτη. Σε μια στιγμή ο Γιαν κοιτάζοντας τον πίνακα στο μπαρ του σαλονιού τινάχτηκε σαν να τον τσίμπησε σφήκα. Αυτό το φόρεμα που φοράει η γυναίκα που εικονίζεται είναι ίδιο μ΄αυτό που φορούσες προχθές στο χορό. Είδες σύμπτωση, έκανα χαμογελώντας με νόημα στον κ. Μπήθαν. Όλα τελικά ήταν στο σχέδιό της. Όλα.. Για κάποιο λόγο με διάλεξε. Μ΄εμπιστεύθηκε, χωρίς να ξέρω το γιατί. Μ΄εμπιστεύθηκε και θέλησε να μου αποκαλυφθεί. Ο κ. Μπήθαν μου δώρισε τον χρυσοσκάλιστο ολόσωμο καθρέφτη ως ανάμνηση του μυστικού μας. Τον δέχτηκα με χαρά. Πήρα μαζί μου κάτι από εκείνη… από την καμαριέρα με τα κόκκινα μαλλιά. Πήρα τον καθρέφτη της, με την ελπίδα πως κάποτε ίσως μέσα του… την ξαναδώ!

ΤΕΛΟΣ

 

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Η Ευθυμία Κ. Μυλωνά, είναι εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής στην Α/θμια εκπαίδευση Ν.Αχαΐας. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. 

Ασχολείται με την συγγραφή κυρίως παιδικών παραμυθιών και διηγημάτων. Κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στο αντικείμενο της Δημιουργικής Γραφής με ειδίκευση στη Συγγραφή. Ο τίτλος της διπλωματικής της εργασίας είναι: «Δημιουργική Γραφή και Φυσική Αγωγή. Η αξιοποίηση του παραμυθιού στη Β΄Δημοτικου μέσω κινητικών και μουσικοκινητικών δραστηριοτήτων.»

Διηγήματά της όπως: «Η βόλτα», «Έρωτας ποιητής», «Το κάστρο της Πάτρας», «Οι 7 πόρτες της Πάτρας», «1+7 Διηγήματα», «Τα 7 θανάσιμα διηγήματα» έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά  (fractalart και culturebook) και στα ηλεκτρονικά portal (The Best, iNews) αντίστοιχα.

Είναι παντρεμένη με τον επίσης Εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής Νικόλαο Πλέα και έχουν τρία παιδιά, την Φωτείνη, την Χρυσούλα και τον Γιώργο.

Η συγγραφέας Ευθυμία Μυλωνά

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture