ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Ψυχή, Αυλή, Ανάφη, Αέρας, Θέα

Όλγα Καραμπέρη

Κοινοποίηση
Tweet

Του Νεκτάριου Γεωργόπουλου

Εάν ρωτούσες την Όλγα την αγαπημένη της λέξη, θα σου απαντούσε χωρίς κανένα δισταγμό, καθώς σε κοιτούσε με τα τόσο όμορφα μάτια της λίγο πριν φύγει για τις καλοκαιρινές της διακοπές, «Ανάφη». Δεν είχε ξεχάσει την πρώτη φορά, καλοκαίρι μετά τις Πανελλήνιες Εξετάσεις, όταν με τη φίλη της Μυρτώ, είχαν επισκεφτεί το νησί. Όπως είχε πει στις κόρες της, είχαν μαζί τους όνειρα, επιθυμίες, εξορμήσεις, σπουδές, καθώς και ένα γουόκμαν και μια αναλογική φωτογραφική μηχανή με αρκετά φιλμ.

 

Το καράβι «Πρεβέλης», μετά από 12 ώρες ταξίδι, έφτασε στο νησί και άνοιξε τη μπουκαπόρτα του. Είδαν τη χώρα πάνω από τα κεφάλια τους σαν να κρεμόταν από τον ουρανό. Ένιωσαν μοναδικά καθώς περπατούσαν από το λιμάνι στη χώρα… εκείνη τη στιγμή από ένα καφενείο ακούγονταν οι φωνές των αδερφών Κατσιμίχα, να τραγουδάνε τη μπαλάντα «Παλιά Καλοκαίρια» σε στίχους της Λένας Παππά που είχαν μελοποιήσει «Γιατί ότι υπήρξε μια φορά δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει»… έπειτα αφέθηκαν στη ζωή… …Αιγαίο, Θάλασσα, παραλίες, χρυσαφένιες αμμουδιές, σοκάκια, ανεμόμυλοι…!

….Και μια αυλή την οποία ανακάλυψαν τυχαία, βλέποντας τον παππού με τη γιαγιά να χαμογελάνε και να τις καλωσορίζουν στο νησί προσφέροντας τους ψωμί ζυμωτό, τυρί και ντομάτα. Καθίσανε για λίγο να τους κάνουν παρέα αγναντεύοντας και οι τέσσερις το ολόλευκο των σπιτιών και το μπλε της θάλασσας.

Φέτος το καλοκαίρι, η Όλγα και η μικρή της κόρη η Αφροδίτη, επισκέφτηκαν την Ανάφη με το Blue Star Ferries. Ήταν οι δύο τους, ο ουρανός, η θάλασσα και το κατάστρωμα… που τους οδηγούσε σε μια σειρά από εκπλήξεις… Η Αφροδίτη από την επόμενη σχολική χρονιά ξεκινούσε την προετοιμασία της για την ΑΣΚΤ. Ήδη όμως είχε μαζί της κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μπλοκ, μολύβι, έμπνευση, φαντασία και την αγαπημένη της μουσική… Είχε αφοσιωθεί στην αποτύπωση ενός τοπίου, ενός ονείρου, δώρο στη μητέρα της…

Μέσα στη νύχτα που έπλεε το καράβι είχαν ξαπλώσει στα Sleeping Bags και σιγοτραγουδούσαν… «Έλα στ' όνειρό μου και περπάτησε κι άμα σταθείς στα ίδια μέρη κι αν αγαπήσεις τις ίδιες μουσικές θα πει ότι τυχαία δε βρεθήκαμε», για τον πρώτο καλοκαιρινό έρωτα της Όλγας στο νησί της Ανάφης.

Τις πήρε ο ύπνος και με ένα αεράκι μαζί με την ανακοίνωση του καραβιού ότι σε λίγο φτάνουνε στο νησί… ξυπνήσανε… Κατεβήκανε από το κατάστρωμα, έπειτα στις κυλιόμενες σκάλες. Όταν βγήκανε ήταν νύχτα ακόμη. Η Αφροδίτη μαζί με την Όλγα καθίσανε σε μια πλευρά του λιμανιού περιμένοντας να ξημερώσει…

…Όταν ο ήλιος φάνηκε τα μάτια της Όλγας, το χαμόγελό της ήταν ο παράδεισος, καθώς εμφανίστηκε μπροστά το ζωγραφικό έργο της μικρής και ταξίδεψε πίσω σε εκείνη την εποχή που υπήρχε ο «Πρεβέλης», η Μυρτώ, η αγάπη, η αυλή, η συγκίνηση, η γιαγιά και ο παππούς… στο σπίτι… που τώρα πια είχε μεταμορφωθεί από την εγγονή τη Μαρία.

Και η Μαρία άρχισε να περιγράφει εκείνο το κορίτσι που άκουγε τον αέρα, θυμίζοντάς της που είναι και γιατί, τα γλέντια, τους χορούς, τα γέλια, το φως που έρχεται λοξά, τη ραπτομηχανή της γιαγιάς, την ελευθερία της θάλασσας και τη σιωπή της μοναξιάς… Ήταν ήδη δίπλα τους και κοντά μας, αφήνοντας τις λέξεις μια μια από τα χείλη της, να μας ταξιδεύουνε και να μας μιλάνε για την αλλαγή, τη μεταμόρφωση…τη Μνήμη.

Libertà negli occhi

Yiayia & Pappou’s Home
Το σπίτι που αλλάζει για να θυμάται
της Μαρίας Χάλαρη

Δεν ξέρω ακριβώς πότε αποφάσισα να ανακαινίσω το σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Για χρόνια ήταν κλειστό — ένας χώρος που έμεινε σιωπηλός, σαν να περίμενε. Ήταν το σπίτι των καλοκαιριών μου. Το σπίτι των παιδικών μου ήχων. Εκεί που οι πατάτες της γιαγιάς τηγανίζονταν στο μικρό τσουκάλι και ο παππούς άνοιγε το ραδιόφωνο για να ακούσει τον καιρό πριν πάει στο χωράφι. Ήταν το σπίτι που δεν άλλαζε. Μέχρι που ήρθε η ώρα να αλλάξει.

Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Ούτε απλή. Δεν ήταν μόνο τεχνικό ζήτημα — ήταν και υπαρξιακό. Πώς μεταμορφώνεις έναν χώρο χωρίς να τον προδώσεις; Πώς μετακινείς τη μνήμη από το ένα δωμάτιο στο άλλο χωρίς να σβήσεις τα ίχνη της; Στην Ανάφη, οι ανακαινίσεις είναι ούτως ή άλλως δύσκολες. Οι μάστορες σπάνιοι, τα υλικά έρχονται με το καράβι από την Αθήνα — αν ο καιρός το επιτρέπει. Ο άνεμος δεν είναι απλώς καιρός, είναι κατάσταση. Ακούς το μουγκρητό του στα σύρματα της ΔΕΗ και νομίζεις πως μιλάει το ίδιο το νησί. Ο άνεμος εδώ είναι ο φύλακας, αλλά και ο ανακριτής: σου θυμίζει συνεχώς πού είσαι, και γιατί.

 

Η αυλή με το φουρνί της γιαγιάς έμεινε στη θέση της. Εκεί ψήνονταν καρβέλια με ζαφορά, τα γεμιστά με δυόσμο, το κρέας με τυρί το Πάσχα. Εκεί παίζαμε με τα κουνελάκια και τις κότες πίσω από τη μικρή μάντρα — που μετά έγινε εξωτερική τουαλέτα. Και τώρα, πλυσταριό. Οι χώροι αλλάζουν μορφή, όχι όμως ουσία. Κάθε πέτρα κουβαλά μια ιστορία.

Και η αυλή αυτή ήξερε από ιστορίες. Γιατί κάποτε, ήταν το κέντρο του χωριού. Εκεί στήνονταν γλέντια που κρατούσαν τρεις μέρες. Η γιαγιά μαγείρευε για όλους, ο παππούς έπαιζε κλαρίνο και λαγούτο, και όλο το χωριό περνούσε, χόρευε, γελούσε, τραγουδούσε μέχρι το πρωί. Ήταν ένα σπίτι πάντα ανοιχτό, όχι μόνο με την πόρτα αλλά και με την καρδιά του.

Κι έπειτα, ήρθε η απώλεια. Ένα πρωινό του Ιούνη, ο θείος μου — ο γιος τους — χάθηκε στη θάλασσα, πηγαίνοντας για ψάρεμα με το καΐκι του. Το καΐκι του βρέθηκε. Ο ίδιος, ποτέ. Από εκείνη τη μέρα, το γλέντι σταμάτησε. Το σπίτι μαύρισε. Το κλαρίνο σώπασε. Κι η αυλή, που ήξερε από φωνές και κόσμο, έμεινε άδεια.

Αργότερα, αδειάζοντας το σπίτι, βρήκα ένα χαρτάκι του παππού μου. Είχε πάνω γραμμένο με το χέρι πόσες μέρες είχε να δει τον γιο του. Κάθε μέρα έγραφε μια καινούρια γραμμή. Έχουν περάσει δεκαοχτώ χρόνια από τότε. Κι όμως, μέχρι τη μέρα που πέθανε, ο παππούς μου μετρούσε. Και πάντα, μα πάντα, περίμενε. Περίμενε να φανεί ο γιος του από την πόρτα.

Μέσα στο σπίτι κράτησα τη στέρνα. Τη θυμάμαι από παιδί — άνοιγε το πορτάκι της ο παππούς μου και τράβαγε με τη σίγλα νερό και έλεγε "ποτέ δεν ξέρεις". Το ίδιο λέω κι εγώ τώρα. Ίσως κάποτε τη χρειαστούμε. Η ραπτομηχανή της γιαγιάς παραμένει εκεί, μαζί με το παλιό σίδερο. Δεν τα άγγιξα. Δεν είναι αντικείμενα. Είναι η ανάσα της.

Το σπίτι το χώρισα σε δύο μικρά, ανεξάρτητα σπιτάκια. Τα ονόμασα Yiayia & Pappou’s Home. Όχι για τουρισμό, αλλά για σεβασμό. Γιατί ήθελα να τους
μνημονεύω με τρόπο ζωντανό, όχι με πλακέτα. Για να τους δώσω έναν ρόλο στη ζωή μου σήμερα — όχι μόνο στις αναμνήσεις μου.

Έχω ταξιδέψει σε πολλές χώρες. Από την Ιαπωνία μέχρι τη Νιγηρία, από την Κίνα μέχρι την Αυστραλία, τη Ρωσία, την Αίγυπτο, το Μαρόκο, την Ιορδανία, το Ομάν, όλη την Ευρώπη. Έχω δει μέρη, ανθρώπους, συστήματα, κουλτούρες. Και συνεχίζω να ταξιδεύω. Κι όμως — πάντα επιστρέφω εδώ. Στην Ανάφη.

Στην αυλή του παππού και της γιαγιάς. Στον ήχο του αέρα. Στο φως που έρχεται λοξά από το παραθυράκι και πέφτει στο τραπέζι της κουζίνας. Η Ανάφη δεν είναι τοπίο καρτ ποστάλ. Είναι άγρια, αληθινή, δύσκολη. Ο χειμώνας της δεν χαρίζεται. Ο τόπος δεν σε κανακεύει. Αν δεν τον αγαπήσεις, δεν σου χαμογελά. Αλλά αν μείνεις — αν επιμείνεις — σε ανταμείβει με έναν τρόπο μοναδικό: σε διδάσκει πώς να ζεις με τα λίγα. Πώς να φροντίζεις. Πώς να ακούς.

Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού είναι πια κάτι άλλο. Αλλά είναι και το ίδιο. Όπως κι εγώ.

Είμαι πια μια γυναίκα που κατάφερε να ξεπεράσει τη θέση της. Γεννήθηκα σε μια εργατική οικογένεια, από ανθρώπους που δεν είχαν την πολυτέλεια των επιλογών, μόνο την ανάγκη της επιβίωσης. Κι όμως, βρέθηκα σε αίθουσες συνεδρίων, σε πανεπιστήμια, σε χώρες μακρινές, σε κόσμους που κάποτε δεν μπορούσα καν να φανταστώ. Έγινα ακαδημαϊκός, μητέρα, ερευνήτρια, ταξιδιώτισσα.

Αλλά μέσα μου κουβαλώ ακόμα το κορίτσι που καθόταν στα σκαλοπάτια και άκουγε τον αέρα. Αυτό το κορίτσι μού θυμίζει κάθε φορά ποια είμαι, που πάω — και γιατί.

Οι δυσκολίες δεν ξεκίνησαν από εμάς. Πρώτα οι δικοί μας. Η γιαγιά, ο παππούς, οι γονείς μας. Άνθρωποι που έζησαν στην Ανάφη όταν δεν υπήρχε τίποτα εύκολο — χωρίς γιατρούς, χωρίς δρόμους, χωρίς υποδομές. Που καλλιεργούσαν, κουβαλούσαν, μεγάλωναν παιδιά μέσα στη φτώχεια και την απομόνωση, με σώμα κουρασμένο και ψυχή γεμάτη υπομονή.

Κι έπειτα, εμείς. Που μεγαλώσαμε με το βάρος της φροντίδας, όχι μόνο της παιδικής ηλικίας. Που περάσαμε τα καλοκαίρια μας στο νησί χωρίς τους γονείς μας — γιατί δούλευαν στην Αθήνα, για να μη ζήσουμε τη φτώχεια που έζησαν εκείνοι. Είχαμε την ελευθερία της θάλασσας, αλλά και τη σιωπή της μοναξιάς. Θυμάμαι να είμαι έξι χρονών και να μαγειρεύω για τον αδελφό μου και τα ξαδέλφια μου, όταν ο παππούς και η γιαγιά ήταν στο χωράφι. Καλοκαίρια ξυπόλυτα, αλλά και γεμάτα ευθύνη. Παιδική ηλικία μέσα στη φύση, αλλά και μέσα στην έλλειψη.

Αυτό το καλοκαίρι, το πρώτο όπου νιώθω πως το σπίτι με δέχεται όπως είναι και όχι όπως ήταν, κάθομαι στο κατώφλι και ακούω τον αέρα. Τα σύρματα της ΔΕΗ σφυρίζουν σαν να τραγουδάνε. Όχι για να διώξουν τη σιωπή. Αλλά για να της κάνουν παρέα.

Και καταλαβαίνω: μπορεί να έχω δει τον κόσμο — αλλά η πατρίδα μου είναι το μόνο μέρος που με βλέπει όπως ακριβώς είμαι. Με όλες μου τις αλλαγές. Με όλη μου την επιθυμία να θυμάμαι.

Το καλοκαίρι του χθες ήταν το καλοκαίρι της γιαγιάς και του παππού.

Το καλοκαίρι του σήμερα είναι ένα σπίτι που μιλάει ακόμα για εκείνους. Κι εγώ, ενδιάμεσα: ανάμεσα στην παιδική μνήμη και την ενήλικη επιστροφή. Ανάμεσα στην Ανάφη που ήξερα και στην Ανάφη που μαθαίνω ξανά. Και κάθε φορά, είναι σαν να ξεκινάει το καλοκαίρι από την αρχή.

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Σχόλια

Απόψεις