ΒΙΒΛΙΟ

/

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης έγραψε απλά το μυθιστόρημα της χρονιάς

Μιχάλης Παπαγεωργίου
Κοινοποίηση
Tweet

Πως άραγε γράφεις την ιστορία μιας χώρας υπό το πρίσμα της μυθοπλασίας; Ο εξαιρετικός συγγραφέας μέσα από το νέο του μυθιστόρημα «Θα πέσει η νύχτα» περνά από θαυμαστό κόσκινο χαρακτήρες, γεγονότα,την συλλογική μας ανάσα και το βογγητό.

Συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου

Αποφεύγω, όπως ο Τομ Κρουζ τους κασκαντέρ, τους βαρύγδουπους τίτλους. Είχα σκεφτεί στην αρχή κάτι πιασάρικο για σκελετούς και ντουλάπες αλλά η γυμνή αλήθεια και ο ενθουσιασμός  προέταξαν τον τίτλο που «πρέπει να κλικάρεις».  Στο «Θα πέσει η νύχτα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», μια οικογενειακή σάγκα μετατρέπεται στο πιο συναρπαστικό ταξίδι του ελληνικού θαύματος και τραύματος.

Με κέντρο τη Λάρισα και με ακτίνες σε όλη την χώρα (και έξω από αυτή) παρελαύνουν: Βιομήχανοι με εσάνς διανόησης και άρωμα διαφθοράς, νοικοκυρές και οικοδέσποινες που υφαίνουν άρρηκτα δεσμά, ακτιβιστές με τσαμπουκά και μάταιο δονκιχωτισμό, νέοι που μεγαλώνουν με σκυλιά στο κατόπι, λούμπεν εκτελεστές που προσπαθούν μάταια να ακούσουν την καρδιά τους , πλημμύρες, πυρκαγιές(αλίμονο!), εκκρίσεις και αποκρίσεις .

 

Από τον τομογράφο της ιστορίας σου «σαρώνεται» η συλλογική ευθύνη για το πώς είμαστε σαν χώρα αλλά και σαν μικρά υποσύνολα. Πότε καταντά ριψοκίνδυνο για έναν συγγραφέα ή δημιουργό η παρατήρηση να γίνει κούνημα του δαχτύλου;

Όλοι οι συγγραφείς που θεωρώ συνομιλητές ή δασκάλους μου αποτελούν κατά κάποιο τρόπο κεραίες του καιρού τους. Και δουλειά των κεραιών είναι η υποδοχή και η εκπομπή σημάτων. Η λογοτεχνία (τουλάχιστον όπως αντιλαμβάνομαι εγώ τη λογοτεχνία) ποτέ δεν γυρνάει την πλάτη της στην εποχή που τη γεννάει ούτε αποστρέφει το βλέμμα μπροστά στις ασχήμιες της. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά πως οι «feelgood» μυθοπλασίες, οι κολακευτικές αναθεωρήσεις του παρελθόντος, οι καθησυχαστικές εν πολλοίς, ρομαντικές, αστυνομικές ή του φανταστικού ιστορίες είναι και οι πιο δημοφιλείς. Εδώ που τα λέμε το βρίσκω φυσιολογικό. Ζούμε στην εποχή του άκρατου ατομικισμού. Και ατομικισμός σημαίνει κάνω ό,τι θέλω και δεν δίνω λογαριασμό για τίποτα και σε κανέναν, δεν αναλαμβάνω καμιά ευθύνη. Ως εκ τούτου η λογοτεχνία ‒όπως και κάθε άλλη τέχνη‒ δέχεται τεράστια πίεση να απογυμνωθεί από μια σειρά διαχρονικά χαρακτηριστικά της. Πείτε με παλιομοδίτη αλλά δεν πιστεύω στη λογοτεχνία-θέαμα που στρογγυλεύει τα κακώς κείμενα μόνο και μόνο για να μη γίνει δυσάρεστη. Αντίθετα, θέλω να πιστεύω πως υπηρετώ μια λογοτεχνία που δεν αποφεύγει τον έλεγχο της εξουσίας και την ανάδειξη των αυθαιρεσιών της, που δεν αλληθωρίζει μπρος στην έλλειψη δικαιοσύνης, την περιορισμένη ανοχή στη διαφορετικότητα, τις κραυγαλέες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, τους συλλογικούς παραλογισμούς, την έλλειψη νοήματος σε κάποια μοντέλα ζωής, την καταστροφή του περιβάλλοντος. Μόνο μια τέτοια λογοτεχνία που αντιλαμβάνεται πως ο πολιτισμός πάει χέρι χέρι με τη βαρβαρότητα μπορεί να προσεγγίσει κάπως αποτελεσματικά το μεγαλύτερο ίσως μυστήριο: τον ανθρώπινο ψυχισμό και τις αντιφάσεις του, της ποταπότητας αλλά και του μεγαλείου για τα οποία είμαστε όλοι ικανοί. Αυτά με καίνε, μ’ αυτά καταπιάνονται οι ιστορίες μου. Ίσως γιατί συχνά αισθάνομαι και ο ίδιος μέρος του προβλήματος που λέγεται σύγχρονος κόσμος. Αν το κάνω σωστά ή δεικτικά, θα το δείξει ο χρόνος.

 

Οι πολυπλόκαμες ιστορίες και η πυκνότητα του λόγου σου έχουν μια χειμαρρώδη διάσταση. Πόσο δύσκολο (ή και εύκολο) είναι το στοπ και το edit; Ανησυχείς για το πώς ένα ογκώδες μυθιστόρημα θα βρει πομπούς σε αυτή την εποχή της γρήγορης και «ασήμαντης» πληροφορίας;

Είναι οι ιστορίες και όχι οι συγγραφείς που καθορίζουν το μέγεθος ενός βιβλίου. Αναμφίβολα, τα ογκώδη και δαιδαλώδη αφηγήματα είναι πράξεις θαρραλέες, οδηγούν άλλοτε στην ελευθερία και άλλοτε στην καταστροφή. Απαιτούν μεγάλη προσοχή και αντοχή τόσο εκ μέρους του συγγραφέα όσο και εκ μέρους των αναγνωστών. Έτσι συμβαίνει με όλα τα εγχειρήματα μεγάλης έντασης και έκτασης στην τέχνη. Φυσικά, αυξάνοντας τον βαθμό δυσκολίας ενός καλλιτεχνικού εγχειρήματος αυξάνεις και την πιθανότητα αποτυχίας. Αλλά ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, τα οφέλη ποτέ δεν λείπουν εντελώς. Ο κόσμος προχωρά μόνο με ριψοκίνδυνες δοκιμές. Ό,τι γράφουμε είναι προορισμένο να συγκριθεί με ό,τι έχει ήδη γραφτεί και ό,τι πρόκειται να γραφτεί στο μέλλον, και αυτή τη σύγκριση τη βρίσκω συναρπαστική. Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, ομολογώ πως ασφαλώς θα ήθελα το βιβλίο να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους. Μα δεν τρέφω αυταπάτες, γνωρίζω πως η ελληνική λογοτεχνία (και μιλώ για την πραγματική λογοτεχνία) διαθέτει έτσι κι αλλιώς λιγοστούς αναγνώστες στις μέρες μας. Αυτό δεν εμποδίζει ωστόσο αρκετούς ικανότατους συγγραφείς που γράφουν στα ελληνικά να συνεχίζουν να καταθέτουν σημαντικά κείμενα. Καμιά σημασία δεν έχει πραγματικά αν διαβάζονται από πολλούς ή λίγους. Σημασία έχει να συνεχίσουν να γράφονται. Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει λοιπόν και με το «Θα πέσει η νύχτα».

Στο βιβλίο σου «Η πόλη και η σιωπή» αποτύπωσες την εικόνα της χώρας υπό κρίση και με καθαρότητα που σκούπισε το γλαύκωμα της ευδαιμονίας για τη γενιά των 40-50. Στο τωρινό βιβλίο έχεις μια πιο μακρόχρονη σκοπιά. Πόσο μοιάζουν ή διαφέρουν αυτά τα δύο -σημαντικά- μυθιστορήματα;

Καταρχάς ευχαριστώ για τον γενναιόδωρο χαρακτηρισμό. Είναι δύο από τα βιβλία μου που ξεχωρίζω και εγώ, ίσως και γιατί γράφτηκαν σε περιόδους έντονα μεταβατικές τόσο προσωπικά όσο και για την πορεία της χώρας. Και αν στο «Η πόλη και η σιωπή» επικρατούν, μέσα από τον προσωπικό αγώνα του κεντρικού χαρακτήρα, ο θυμός, η απελπισία και η θολούρα των πολλών εξαιτίας της βίαιης φτωχοποίησής τους, το «Θα πέσει η νύχτα» αποτελεί έναν πολυπρόσωπο καμβά που διαπερνά άλλοτε εμφανώς και άλλοτε υπόγεια κάτι ακόμα ζοφερότερο από τις συνέπειες μιας περιοδικής οικονομικής καταστροφής. Οι παλιές αιτίες για κάτι ακόμα καταστροφικότερο είναι πάντα εδώ. Η σκληρότητα και η απληστία των Διευθυντηρίων, η γενικευμένη διαφθορά που αυτή συνεπάγεται, η ηθική και πνευματική εξαχρείωση των μαζών που δεν έχει σταματημό, η βία ως κανονικότητα δημιουργούν ένα χάρτινο οικοσύστημα που αργά ή γρήγορα πρόκειται να καταρρεύσει. Πρόκειται για κάτι νομοτελειακό και οι συνέπειες δεν αφορούν αποκλειστικά τους από κάτω αλλά και εκείνους που κινούν τα νήματα. Οι πολιτισμοί καταρρέουν από μέσα και αυτό δεν αφορά μόνο τη μικροσκοπική χώρα μας, αλλά ολόκληρη τη Δύση αν όχι όλο τον κόσμο. Πρόκειται για παλιά ιστορία, αλλά οι άνθρωποι ξεχνάμε εύκολα. Στο τέλος κανείς δεν ξεφεύγει από τη σκιά της Ιστορίας. Γι’ αυτό και η μακρόχρονη σκοπιά στο «Θα πέσει η νύχτα». Γι’ αυτό και η ιστορία με τους άταφους νεκρούς της Αλβανίας, γι’ αυτό και η λαμπερή οικογενειακή σάγκα των Διαμαντόπουλων. Απαιτείται ένα κάποιο χρονικό βάθος για να ανακαλύψει κανείς τους σκελετούς στην ντουλάπα, τα μυστικά και ψέματα μιας κοινωνίας.

Πείτε με παλιομοδίτη αλλά δεν πιστεύω στη λογοτεχνία-θέαμα που στρογγυλεύει τα κακώς κείμενα μόνο και μόνο για να μη γίνει δυσάρεστη.

Οι περισσότεροι ήρωες του βιβλίου σου ισορροπούν ανάμεσα στο καλό και στο κακό σαν γκαρσόνια φορτωμένα με πολλούς δίσκους. Πόσοι χωράμε πια σε αυτή την «γκρι ζώνη»;

Όντως, οι ήρωες μου, όπως οι περισσότεροι από τους ανθρώπους, είναι γεμάτοι αδυναμίες και αντιφάσεις. Τέτοιος είμαι και εγώ. Ωστόσο μου φαίνεται αφύσικο, σχεδόν τερατώδες, να είναι κανείς μόνο ένα πράγμα από την αρχή ως το τέλος. Να παραμένει δέσμιος ακλόνητων βεβαιοτήτων. Ίσως φταίει πως μεγαλώνω, αλλά σκέφτομαι πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να χάσει την ικανότητα να ξεμαθαίνει. Όταν ανακαλύπτει πως σφάλλει, να βρίσκει τη δύναμη να εγκαταλείπει όσα θεωρούσε δεδομένα και ανέγγιχτα. Αλλά κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, έχει το κόστος του. Εν ολίγοις, είμαστε πλάσματα ευάλωτα, ικανά να συντριβούμε με το παραμικρό, και από την άλλη ικανοί να επιδείξουμε γενναιότητα που δεν φανταζόμασταν καν πως διαθέτουμε. Αυτό είναι ίσως το ακρότατο όριο της ελευθερίας μας. Να εμπεριέχουμε περισσότερους από έναν εαυτούς.  

Αν και το «4 μυθιστορήματα σε 1» νομίζω πως αδικεί τον κόπο σου, μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία με τους θαμμένους Έλληνες στρατιώτες στα χώματα της Αλβανίας σε ένα …ποδοσφαιρικό γήπεδο. Η σκληρή αλήθεια σε οδήγησε σε κάτι κωμικοτραγικό ή έτσι είναι το όριο ανάμεσα στο fiction και στο non fiction;

Δεν πρόκειται για δική μου επινόηση. Το καθεστώς Χότζα συνήθιζε να χτίζει στάδια ή άλλα κτίσματα μεγάλης κλίμακας σε σημεία που ήταν γνωστό πως υπήρχαν μαζικοί τάφοι νεκρών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το διασώζει και ο Κανταρέ στον «Στρατηγό της στρατιάς των νεκρών». Πρόκειται ασφαλώς για εσκεμμένη πρακτική που σκοπό είχε την αποσιώπηση όσων είχαν συμβεί τις ταραγμένες εκείνες μέρες. Δεν είναι τυχαίο πως ο κατά άλλα σπουδαίος Αλβανός συγγραφέας αναφέρεται στο μυθιστόρημά του μόνο σε νεκρούς Ιταλούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν όλοι τους από Αλβανούς παρτιζάνους. Σαν να μην πέρασε αποκεί ποτέ ο ελληνικός στρατός. Σαν να μην υπήρξε ελληνοϊταλικός πόλεμος στο έδαφος της Αλβανίας. Αυτή ήταν η γραμμή του καθεστώτος, αυτής της γραμμής είναι και ο Κανταρέ στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ωστόσο, εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο με τη συγκεκριμένη ιστορία ήταν να καταδείξω τη δική μας πολιτισμική μετατόπιση. Δεν μπορείς να υποστηρίζεις πως αποτελείς συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και να είσαι η μοναδική από τις νικήτριες χώρες εκείνου του πολέμου που δεν φρόντισε να συλλέξει τους νεκρούς της στρατιώτες. Στον κόσμο της κλασικής Ελλάδας κάτι τέτοιο αποτελούσε ασυγχώρητη ύβρη και επέφερε ποινή θανάτου, όπως ξέρουμε από τις δίκες και τις εκτελέσεις των Αθηναίων στρατηγών που ακολούθησαν τη νικηφόρα για τη δημοκρατία της Αθήνας ναυμαχία των Αργινουσών, επειδή δεν φρόντισαν να συλλέξουν τα πτώματα των νεκρών ναυτών. Στον κόσμο του Ευριπίδη και τις Ικέτιδές του, η Αθήνα κηρύσσει τον πόλεμο στη Θήβα, επειδή αρνείται να παραδώσει τα πτώματα των νεκρών Αργείων στους δικούς τους. Αν μη τι άλλο πρόκειται για τεράστιο πολιτισμικό και ηθικό χάσμα μεταξύ εκείνου του πολιτισμού και του δικού μας. Αλλά η συλλογική άγνοια και η υποκρισία όλων των ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες οχτώ δεκαετίες δεν εμπόδισε κανέναν μας να αντλεί κύρος και ανωτερότητα από εκείνους που ζούσαν κάποτε σ’ αυτά τα μέρη.

Ποιος ήρωας του βιβλίου, τώρα που η απόσταση λειτουργεί ιαματικά, είναι ο πιο κοντινός σου; Με ποιον μοιράζεσαι μια ποικιλία και ένα τσίπουρο; Με την ευκαιρία να πω ότι γαστριμαργικά το βιβλίο είναι ένας μικρός οργασμός του Τσελεμεντέ.

Με τους λιγότερο απορροφημένους από το εγώ τους. Τον Βασιλάκη Κιντή και τον Πέτρο δηλαδή. Για τέταρτο στην παρέα θα επέλεγα τον Νίκο. Θα ήθελα να ακούσει ιστορίες τους και ας μην έχουν ζήσει οι δυο τους μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Όσο για τις γαστριμαργικές περιγραφές, νομίζω πως εντάσσονται σε μια μακρά λογοτεχνική παράδοση που ξεκινά από τον Όμηρο και φτάνει ως τις μέρες μας.

Αυτό είναι ίσως το ακρότατο όριο της ελευθερίας μας. Να εμπεριέχουμε περισσότερους από έναν εαυτούς.

Πώς παλεύονται 43 βαθμοί Κελσίου στη Λάρισα;

Δεν πρόκειται προφανώς για ευχάριστη κατάσταση, ωστόσο τόσο ακραίες θερμοκρασίες αντιμετωπίζονται με σύνεση, λογική και ταπεινότητα, δηλαδή υπομονή. Δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου και ας φαντασιωνόμαστε πως βρίσκεται στον πλήρη έλεγχό μας. Υπάρχουν μέρες ζεστές, πολύ ζεστές, όπως υπάρχουν μέρες κρύες και πολύ κρύες. Ζωή μεταξύ άλλων σημαίνει αέναη προσαρμογή. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Αν κανείς δεν το καταλαβαίνει αυτό, πατάει και με τα δυο πόδια στην επικράτεια της νεύρωσης. Έτσι νομίζω.

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture