Του Διονύση Ζακυνθινού
Περνώντας μπροστά από τα ερημωμένα κτίρια εφημερίδων που σήμερα είτε δεν υπάρχουν, είτε φυτοζωούν σε άλλα μέρη δίνοντας μια άνιση μάχη με το χρόνο και την εξέλιξη του, αισθάνομαι σαν να τρώω μια γερή γροθιά στο στομάχι.
Αν και το Διαδίκτυο έχει γίνει πλέον για μένα, όχι μόνο εργαλείο δουλειάς, αλλά και μια απόλυτη εξάρτηση που δεν μπορώ να διανοηθώ πια τη ζωή μου χωρίς αυτήν, δεν το κρύβω ότι από δημοσιογραφική άποψη είμαι της «παλιάς σχολής». Τουτέστιν, «εφημεριδάς».
Χρόνια στο κουρμπέτι των εφημερίδων, απόλυτα ταυτισμένος μαζί με αυτές και τους ανθρώπους τους, με ξενύχτια, αγωνίες, πίκρες, και την πρόσκαιρη ικανοποίηση μιας δημοσιογραφικής επιτυχίας, παρακολουθώ τώρα με θλίψη το επερχόμενο τέλος τους. Σαν έναν άνθρωπο που βλέπει έναν δικό του να αργοπεθαίνει, ανήμπορος να αντιδράσει.
Και ίσως σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τις κρατήσω ζωντανές (σαν τον τελευταίο των Μοϊκανών, ένα πράγμα) έχω αποκτήσει εδώ και χρόνια το «βίτσιο» να αγοράζω καθημερινά τουλάχιστον τρεις εφημερίδες, τις οποίες ακόμη και αν δεν προλάβω να ξεφυλλίσω, τις αρχειοθετώ.
Το αποτέλεσμα είναι να έχουν γίνει χιλιάδες, σε στοίβες ολόκληρες, αποθηκευμένες σε διάφορους χώρους και, ειλικρινά, δεν ξέρω στο τέλος τις θα τις κάνω. Ίσως, για να χαριτολογήσω και λίγο, μια μέρα να είναι συλλεκτικές και να τις «κτυπάνε» σε… δημοπρασίες, αλλά αυτή μια άλλη ιστορία!
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κατάργηση της υποχρεωτικής δημοσίευσης διακηρύξεων από τους δημόσιους οργανισμούς και φορείς, θα συνιστά ένα επιπλέον καρφί στο φέρετρο των εφημερίδων, καθότι ο θάνατος τους πρέπει να θεωρείται προδιαγεγραμμένος.
Ως γνωστόν, η εξέλιξη της εποχής έχει φέρει εδώ και πολύ καιρό στη ζωή μας το Διαδίκτυο, τη μεγαλύτερη τεχνολογική (κατά τη γνώμη μου) επανάσταση. Και αυτό, με όλα τα (πολλά) στραβά του και τα κακά του δεν είναι το αύριο, αλλά το σήμερα, και ως προς την ενημέρωση και στην ταχύτητα της μετάδοσης μιας πληροφορίας.
Απόδειξη ότι όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι καθημερινά, ακόμη και αυτοί που εργάζονται στον γραπτό Τύπο, δεν πιάνουν εφημερίδα στα χέρια τους.
Αυτοί που ξεφυλλίζουν πια μια εφημερίδα είναι ως επί το πλείστον άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, που δεν μπορούν εύκολα να εξοικειωθούν με τη χρήση ενός υπολογιστή και το Διαδίκτυο. Όταν θα φύγουν και αυτοί από τη ζωή, οι εφημερίδες (όσες θα έχουν απομείνει) θα χάσουν και τους τελευταίους πιστούς αναγνώστες τους. Και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τους αναπληρώσουν, βρίσκοντας νέους.
Δύσκολα θα βρεις στις μέρες μας ανθρώπους κάτω των τριάντα να κρατούν στα χέρια τους μια εφημερίδα, ακόμη κι αν αυτή είναι κυριακάτικη κι έχει προσφορά ένα «πιασάρικο» cd. Τι να το κάνουν, όμως, και αυτό από τη στιγμή που κατεβάζουν όλα τα τραγούδια από το Διαδίκτυο;
Οι περισσότεροι νέοι κυκλοφορούν πια με ένα tablet στο χέρι, το οποίο χρησιμοποιούν όπου κι αν βρίσκονται, ακόμη και σε μια παραλία μετά τη βουτιά τους στη θάλασσα.
Κοντολογίς, και ως «εφημεριδάς», τάσσομαι ανεπιφύλακτα στο πλευρό όλων όσοι μιλούν τώρα για χτύπημα στον περιφερειακό Τύπο με την κατάργηση της υποχρεωτικής δημοσίευσης των διακηρύξεων.
Όμως, από την άλλη πλευρά, δεν μπορώ να αγνοήσω και την αναπόδραστη πραγματικότητα. Και αυτή είναι ότι η μη δημοσίευση των διακηρύξεων δεν θα επιφέρει, αυτή καθαυτή, τον θάνατο των εφημερίδων. Απλώς, θα τον επισπεύσει.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr