Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

Ο ονειροπόλος Αρλεκίνος και το παράπονο του Μπάστακα

Ο ονειροπόλος Αρλεκίνος και το παράπονο ...
Μακρυγένη Ελευθερία
[email protected]

Πατρινό Καρναβάλι και λογοτεχνία

«Μια μέρα λοιπόν ένας ονειροπόλος Αρλεκίνος δεν άντεξε, θύμωσε τόσο πολύ και έδεσε την πόλη με κατάρα βαριά… Κάθε ξημέρωμα του Αγιαντωνιού να πέφτουν σε ύπνο λησμονικό οι ζωντανοί και να ξυπνούν οι μύθοι αυτής της πόλης..Η κατάρα θα λυνόταν μόνο όταν οι κάτοικοι θα έβρισκαν το κέφι τους και θα άφηναν το καρναβάλι να μπει και πάλι μέσα στην ψυχή τους..»

 

Τι θα ήταν η Πάτρα χωρίς το καρναβάλι της; Τι θα ήταν το Πατρινό Καρναβάλι χωρίς  τις τέχνες; Πώς είναι η τέχνη με το  Πατρινό Καρναβάλι;

Η τέχνη της μουσικής το έχει αποτυπώσει μέσα από τις συνθέσεις  τους στίχους και τις φωνές Πατρινών και όχι μόνο καλλιτεχνών. Η μεγάλη οθόνη το ανέδειξε με τον «Παράδεισο» του Πατρινού σκηνοθέτη Παναγιώτη Φαφούτη καθώς αποτέλεσε το φόντο των ιστοριών του. H ζωγραφική και τα εικαστικά με πίνακες και κατασκευές και φυσικά το θέατρο μέσα από παραστάσεις του Καρναβαλικού Κομιτάτου. Η μικρή οθόνη το συμπεριέλαβε και το έκανε grand finale σε μια σειρά που αγαπήθηκε πολύ και δεν ήταν άλλο από το «Λόγω Τιμής».

Αλλά και η λογοτεχνία κάνει το δικό της «πάντρεμα» μαζί του. Ο ονειροπόλος αρλεκίνος που συναντήσαμε παραπάνω είναι μέρος της ιστορίας που λέει ο ήρωας στον θλιμμένο μπάστακα και ο  «Μπάστακας»  είναι από το διήγημα του Πατρινού Σπύρου Μαραγκού, το οποίο και τιτλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του, μια σειρά διηγημάτων, που εκδόθηκε από «Το Δόντι», τον Δεκέμβριο του 2018.

Το thebest.gr σήμερα σας βάζει στο κλίμα του Πατρινού Καρναβαλιού και όχι μόνο παρουσιάζοντας ένα απόσπασμα του διηγήματος.

 

«Η δουλειά του, εποχιακή. Ξεκινούσε ανήμερα του Αγιαντωνιού και τελείωνε όταν οι πρώτοι χαρταετοί έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό της πόλης, το πρωινό της Καθαρής Δευτέρας. Η στολή του εντυπωσιακή, φανταχτερή, ανάλογη της περίστασης. Ένα κόκκινο παντελόνι που έφτανε μέχρι το γόνατο, διακοσμημένο με χρυσαφί ρίγες, μπλε σακάκι με γαλάζιες επωμίδες και επίχρυσα κουμπιά. Στα πόδια του φορούσε μυτερά χρωματιστά παπούτσια και τον λαιμό του κάλυπτε ένα εντυπωσιακό παπιγιόν. Το κεφάλι του στολισμένο με ένα περίεργο μακρόστενο καπέλο, το οποίο έμοιαζε με γόνδολα και μια φούντα έπεφτε ακριβώς στη μέση των ματιών του, επιτρέποντάς τους να βλέπουν. Νόμιζες ότι μόλις είχε κατέβει από το πλοίο της γραμμής άρτι αφιχθείς από το γειτονικό Καρναβάλι της Βενετίας. Με ύφος σοβαρό και βλοσυρό κοιτούσε τους περαστικούς που έμπαιναν και γίνονταν ένα με την ανωνυμία του μεγάλου πεζόδρομου. Έγερνε το σώμα προς τα πίσω και έδινε την εντύπωση πως στηρίζεται στο μακρύ κοντάρι. Αγέλαστος. Και όμως όταν γεννήθηκε το πρόσωπό του ήταν τελείως διαφορετικό. Χαρούμενο, κεφάτο και γιορτινό.

Στην αρχή σκέφτηκα πως θα είναι κάτι περαστικό. Μια ελαφριά ίωση που κάνει τον κύκλο της και στο τέλος γίνεσαι καλά, δίχως να χρειαστεί να πάρεις αντιβίωση. Μια συνηθισμένη παιδική ασθένεια, η οποία διαρκεί μόνο μερικές μέρες. «Πλησιάζοντας προς την κορύφωση της μεγάλης γιορτής θα ξαναβρεί το χαμόγελο και την κωμική του διάθεση», σκέφτηκα. Ο καιρός όμως περνούσε, αυτός εκεί, κατσούφης και μελαγχολικός. «Σκούρα τα πράγματα, μάλλον έτσι θα το πάμε μέχρι τα Κούλουμα» μονολόγησα.

Μια μέρα δεν άντεξα και ξεκίνησα να πάω  να του μιλήσω. Στάθηκα απέναντί του και σήκωσα το κεφάλι. «Καλημέρα κύριε Μπάστακα». Καμία απάντηση. Μάλλον δεν θα με άκουσε.

«Εεεε, σε σένα μιλάω. Δεν ακούς;  Καλό Καρναβάλι», φώναξα δυνατά, μπας και η φωνή μου δεν έφτανε ως εκεί ψηλά. Μια από τα ίδια. Λες και δεν υπήρχα καν.

«Θα μου δώσεις σημασία ή να φύγω;». Τίποτα. Αδιάφορος.

 

Στην αρχή είπα να τον παρατήσω και να επιστρέψω στη συντροφιά του καφέ και της παρέας μου, που ήδη είχε αρχίσει να μαζεύεται. Πείσμωσα όμως, δεν γινόταν να τον αφήσω να χαλάσει τη γιορτή. Παρέμεινα λοιπόν εκεί και συνέχισα να τον ενοχλώ. Το έχουμε βλέπεις αυτό οι άνθρωποι, με το ζόρι και μέσα σε μια στιγμή να αλλάξουμε τη διάθεση του άλλου, λες και είναι φωτιστικό δωματίου, που πατώντας ένα κουμπί, γυρίζει αυτόματα από το σκοτάδι στο φως. Τόσο απλά.

«Πες κάτι βρε αδερφέ. Μια καλημέρα. Μια κουβέντα. Έστω ένα χαμόγελο. Γιορτή έχουμε». Γύρισε και με κοίταξε ενοχλημένος, με ύφος παράξενο, μπορεί και λίγο θυμωμένο.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι; Άδικο έχω;» του είπα με όση υπομονή και θάρρος μου είχε απομείνει.

Ξαφνικά σκύβει το κεφάλι του, πλησιάζει στο αυτί και μου ψιθυρίζει. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες έλεγε. Ούτε για χαμόγελα και καλημέρες. Τον ενοχλούσε που τα τελευταία χρόνια πολλά πράγματα είχαν αλλάξει. Δεν ήταν πια όπως παλιά. Είχαν γίνει περίεργα, διαφορετικά. Η ατμόσφαιρα μέσα στην πόλη δεν θύμιζε πλέον γιορτή, ήταν γκρίζα και παγωμένη. Ένας ατελείωτος βαρύς χειμώνας. Οι άνθρωποι όταν δεν γκρίνιαζαν, βιάζονταν και όταν δεν βιάζονταν, γκρίνιαζαν με γοργό βήμα, κουμπωμένοι και βυθισμένοι στις σκέψεις τους, τoν προσπερνούσαν, κανείς δεν σταματούσε να τον κοιτάξει. Ακόμα και τα μικρά παιδιά, αυτά που παλιότερα έπαιζαν χαρούμενα και φωτογραφίζονταν μαζί του, είχαν πάψει να του δίνουν σημασία. Για αυτό ήταν στενοχωρημένος και μας κοιτούσε όλους με ύφος απόμακρο και μελαγχολικό.

Είχε δίκιο. Παρατήρησα τριγύρω. Οι άνθρωποι περνούσαν πλάι του, αδιάφοροι και βιαστικοί. Δεν του έδιναν καμία σημασία. «Χμμμ, μάλιστα. Και τώρα τι κάνω;». Έπρεπε να βρω κάτι για να του αλλάξω διάθεση. «Για κάτσε. Ναι, αυτό είναι. Πού ξέρεις; Μπορεί να βοηθήσει», σκέφτηκα…

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Πατρινό Καρναβάλι 2019