Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου
Αν ήταν να επιλέξω ένα εκ των διηγημάτων του Κωνσταντίνου Μάγνη που να αποτυπώνει στο έπακρο το πνεύμα που διατρέχει το βιβλίο του «Η απέχθεια των γυναικών για το ποδόσφαιρο», αυτό θα ήταν το «Η παράσταση δυναμίτης». Δυο φίλοι, εκ των οποίων ο ένας έχει «αναιμική» σχέση με το θέατρο και ο άλλος μια ιδιάζουσα «εμμονική» σε σχέση με το τι έχει κατασκευάσει στο μυαλό του ως τέχνη και ζωή, πηγαίνουν να δουν την παράσταση «Απρόσμενον 8».
Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, ακούγεται ένα «μην κουνηθεί κανείς» και στην πλατεία κάνει εμφάνιση ένας περίεργος τύπος ο οποίος διαπληκτίζεται με την ταξιθέτρια. Ο τύπος είναι ζωσμένος με φυτίλια. Ο ένας εκ των δύο φίλων- ο γνώστης των θεατρικών πραγμάτων- διατείνεται μετά βεβαιότητας ότι πρόκειται περί μέρους της παράστασης. «Το έργο είναι», λέει στον άλλον, τον έχοντα περίπου άγνοια περί των σύγχρονων καλλιτεχνικών πεπραγμένων, ο οποίος, όσο περνάει η ώρα, χάνει και την ελάχιστη επαφή που επιχείρησε να αποκτήσει με το περιβάλλον.
Η ένταση κορυφύνεται μέχρι που φτάνουν τα περιπολικά και ο χώρος εκκενώνεται. Η εμφάνιση του «ζωσμένου» μάλλον δεν ήταν απόρροια καλλιτεχνικού πειραματισμού στην παράσταση «Απρόσμενον 8».
Κάπως έτσι η «Παράσταση δυναμίτης» λειτουργεί ως μια απίθανη αλληγορία για τη ρευστότητα των καταστάσεων στον σύγχρονο κόσμο, όπου τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και στο κατασκευασμένο, στο γεγονός και στην ερμηνεία του, γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Ο «γνώστης» φίλος, βέβαιος πως ό,τι συμβαίνει εντάσσεται στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής σύλληψης, ενσαρκώνει τον σύγχρονο άνθρωπο που έχει εκπαιδευτεί να θεωρεί τα πάντα αναπαραστάσεις, αφηγήματα ή σκηνοθεσίες. Από την άλλη, ο πιο αδαής, αφελής –ή ίσως πιο προσγειωμένος– φίλος εκπροσωπεί εκείνον που ακόμη αναζητά σαφή όρια, σταθερές αναφορές και κοινά αποδεκτές αλήθειες.
Η σύγχυση κορυφώνεται ακριβώς επειδή η εποχή μας έχει εξοικειωθεί με την υπέρβαση των κανόνων, με την τέχνη που προκαλεί, με την πραγματικότητα που συχνά μιμείται τη φαντασία. Όπως στον νέο κόσμο των κοινωνικών δικτύων, της διαρκούς πληροφορίας και των πολλαπλών «αφηγήσεων», έτσι και στο βιβλίο του Μάγνη, το έκτακτο και το επικίνδυνο μπορούν να εκληφθούν ως μέρος ενός παιχνιδιού εντυπώσεων. Η επέμβαση της αστυνομίας λειτουργεί ως βίαιη επαναφορά στην πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας πόσο εύθραυστη είναι η βεβαιότητα με την οποία ερμηνεύουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Μάγνης δεν σατιρίζει απλώς τον ελιτισμό ή την καλλιτεχνική υπερβολή, αλλά φωτίζει μια βαθύτερη συνθήκη της εποχής: έναν κόσμο όπου η αλήθεια είναι υπό διαπραγμάτευση, οι ρόλοι εναλλάσσονται και η βεβαιότητα συχνά αποδεικνύεται αυταπάτη.
Το βιβλίο «Η απέχθεια των γυναικών για το ποδόσφαιρο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «το δόντι», είναι ακριβώς αυτό: ένας καθρέφτης μιας κοινωνίας που δυσκολεύεται πια να ξεχωρίσει πότε παρακολουθεί μια παράσταση και πότε ζει μέσα σε αυτήν.
Με πένα αιχμηρή, παρατηρητική και βαθιά ανθρώπινη, ο συγγραφέας καταφέρνει να μεταφέρει στον χώρο της λογοτεχνίας τη ματιά ενός ανθρώπου που έχει «διαβάσει» την κοινωνία από πρώτο χέρι. Άλλωστε, η πολυετής θητεία του ως διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας "Πελοπόννησος" έχει αφήσει το αποτύπωμά της τόσο στο ύφος όσο και στη θεματολογία του.
Τα διηγήματα της συλλογής καταπιάνονται με τον παραλογισμό της σύγχρονης ζωής, τους μικρούς και μεγάλους διχασμούς της καθημερινότητας, την αποξένωση των ανθρώπων και την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας σε έναν κόσμο που κινείται διαρκώς με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Ο Μάγνης δεν ηθικολογεί. Παρατηρεί, καταγράφει και αφήνει τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με τις αντιφάσεις των ηρώων του, οι οποίοι είναι αναγνωρίσιμοι και βαθιά οικείοι.
Ιδιαίτερη αξία έχει ο τρόπος με τον οποίο το φαινομενικά ασήμαντο, μια καθημερινή σκηνή, μια απλή αφορμή, ένα κοινωνικό στερεότυπο, η εικόνα πόλης, μετατρέπεται σε όχημα για βαθύτερους προβληματισμούς γύρω από τις σχέσεις των φύλων, την ταυτότητα, τη μοναξιά και τη ματαίωση, αποκαλύπτοντας τις εντάσεις και τις παρεξηγήσεις που διαπερνούν τη σύγχρονη κοινωνία.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που διατρέχει το βιβλίο είναι η ικανότητα του Κωνσταντίνου Μάγνη να χρησιμοποιεί το χιούμορ όχι ως ελαφρυντικό στοιχείο, αλλά ως εργαλείο αυτοσαρκασμού και υπόγειας κριτικής. Οι καταστάσεις που περιγράφει συχνά ακροβατούν στα όρια της καρικατούρας. Ήρωες υπερβολικοί, βεβαιότητες γελοιοποιημένες, συμπεριφορές που προκαλούν αρχικά το μειδίαμα. Ωστόσο, πίσω από αυτή την επιφάνεια του αστείου, υποβόσκει μια διάχυτη θλίψη, ένας στοχασμός για τη ματαιότητα των πραγμάτων και την αδυναμία του ανθρώπου να βρει σταθερό νόημα σε έναν κόσμο που διαρκώς μετατοπίζεται.
Το γέλιο στον Μάγνη δεν είναι ποτέ ανέμελο. Λειτουργεί περισσότερο ως άμυνα απέναντι στην αμηχανία, την απογοήτευση και την υπαρξιακή κόπωση της σύγχρονης ζωής. Έτσι, το χιούμορ «παντρεύεται» οργανικά με τη μελαγχολία και τον στοχασμό, δημιουργώντας ένα υβριδικό αφηγηματικό ύφος, όπου το γελοίο και το τραγικό συνυπάρχουν αξεχώριστα. Αυτή η συνύπαρξη είναι που προσδίδει στα διηγήματα την ιδιαίτερη βαρύτητά τους. Ο αναγνώστης γελά, αλλά σχεδόν αμέσως μετά συνειδητοποιεί ότι γελά με τον ίδιο του τον εαυτό και με μια πραγματικότητα που, όσο παράλογη κι αν μοιάζει, είναι βαθιά γνώριμη.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει βεβαίως στη γλώσσα του Κωνσταντίνου Μάνγη η οποία αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και σταθερά χαρακτηριστικά της γραφής του (δηλώνω εδώ και χρόνια fan). Πρόκειται για μια γλώσσα πυκνή, με λογοτεχνική ακρίβεια, που αποφεύγει τον στόμφο χωρίς να στερείται βάθους. Δημιουργεί αίσθηση αμεσότητας και οικειότητας, ενώ ταυτόχρονα αφήνει χώρο για σιωπές και προσωπικές ερμηνείες.
Ο Μάγνης χειρίζεται με άνεση την ειρωνεία και τον υπαινικτικό λόγο, επιτρέποντας στο νόημα να αναδυθεί όχι από τη ρητή διατύπωση αλλά από όσα μένουν ηθελημένα ανείπωτα. Η γλώσσα του λειτουργεί ως όχημα παρατήρησης, καθιστώντας το ύφος του άμεσα αναγνωρίσιμο και το αποτύπωμά του μοναδικό.
Θα τελειώσω απαντώντας στην αφιέρωση του βιβλίου.
«Αφιερωμένο σε όσους πίστεψαν ότι είχα συγγραφικό ταλέντο και με ενθάρρυναν συστηματικά. Ας μη στεναχωριούνται. Όλοι πέφτουμε έξω καμιά φορά», γραφεί ο συγγραφέας.
Ε, λοιπόν δεν έπεσαν έξω Κωνσταντίνε!
Είσαι η απόδειξη ότι η καλή δημοσιογραφία μπορεί να συναντήσει τη λογοτεχνία με γόνιμο και ουσιαστικό τρόπο κάνοντας τον καλό γραφιά απλά να… αλλάζει γήπεδο και να ρίχνει τη μπάλα σε άλλα δίχτυα. Το γκολ, είναι και πάλι… γκολ.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr