ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

Γιατί πεθαίνουν τα πλατάνια στην Ελλάδα;

Η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, όπως λέγεται, προσβάλλει τις ρίζες, τον κορμό και τα κλαδιά τους και μετά από κάποιο διάστημα νεκρώνει τα αιωνόβια δέντρα.

Κοινοποίηση
Tweet

Μια μεγάλη οικολογική καταστροφή βρίσκεται σε εξέλιξη σε όλη τη χώρα

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ μια μαζική καταστροφή των πλατάνων από έναν μύκητα, ο οποίος σκοτώνει τα πλατάνια και είναι εξαιρετικά μεταδοτικός. Η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, όπως λέγεται, προσβάλλει τις ρίζες, τον κορμό και τα κλαδιά τους και μετά από κάποιο διάστημα νεκρώνει τα αιωνόβια δέντρα. 

Ειδικά τα πλατάνια της Ελλάδας (Platanus orieatalis) εμφανίζουν πολύ μεγάλη ευπάθεια στην ασθένεια και όποιο προσβληθεί από τον C. platani, όπως ονομάζεται ο μύκητας, δεν παίρνει θεραπεία. 

Η επικίνδυνη αυτή ασθένεια τα τελευταία χρόνια γνωρίζει τεράστια εξάπλωση σε περιοχές της Πελοποννήσου, της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, το ελληνικό ερευνητικό ίδρυμα που έχει ασχοληθεί εντατικά με την ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, η ασθένεια έχει δημιουργήσει εκτεταμένες καταστροφές, νεκρώνοντας χιλιάδες πλατάνια κατά μήκος ποταμών και χειμάρρων, και αλλοιώνοντας εμβληματικά τοπία σε όλη τη χώρα. 

Οι προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα δεν αναχαίτισαν την ασθένεια που επελαύνει και καταστρέφει ένα είδος δέντρου που φυτρώνει από τη μία άκρη της Ελλάδας ως την άλλη και συνδέεται βαθιά με τον λαϊκό πολιτισμό, ενώ αρκετά από αυτά τα αιωνόβια πλατάνια έχουν χαρακτηριστικά φυσικού μνημείου.
Η καταστροφή της παρόχθιας βλάστησης εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων σε όλη την Ελλάδα, ενώ έχουν καταστραφεί και αιωνόβιοι πλάτανοι, οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί φυσικά διατηρητέα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το χειρότερο όμως είναι ότι το παθογόνο συνεχώς επεκτείνεται σε νέες περιοχές.

 
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι το παθογόνο ανιχνεύτηκε και στην Κεντρική Μακεδονία, πλήττοντας πλατάνια στην Ημαθία και την Πιερία. Ουσιαστικά αλώβητα έχουν μείνει κυρίως τα πλατάνια των νησιών, όπου δεν έχει περάσει ακόμη η ασθένεια, περιοχές με πλατάνια της Μακεδονίας και της Θράκης και το βουνό του Πηλίου, στο οποίο ο πλάτανος είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του οικοσυστήματος.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο σε άλλα εμβληματικά πλατανοδάση, όπως είναι αυτό του Σπερχειού στη Στερεά Ελλάδα, ένα από τα ομορφότερα και μεγαλύτερα δάση αυτού του είδους, όπως επίσης και με το πλατανόδασος της κοιλάδας των Τεμπών. Και τα δύο κινδυνεύουν με αφανισμό. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και σε πολλά ακόμη εμβληματικά παραποτάμια τοπία στην Εύβοια και την Ήπειρο. Στον Αχέροντα, τον Άραχθο, τον Καλαμά και τον Λούρο, μεγάλα και σημαντικά ποτάμια της Ηπείρου, έχουν χαθεί πάρα πολλά πλατάνια εξαιτίας της ασθένειας αυτής.

Οι προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα δεν αναχαίτισαν την ασθένεια που επελαύνει και καταστρέφει ένα είδος δέντρου που φυτρώνει από τη μία άκρη της Ελλάδας ως την άλλη και συνδέεται βαθιά με τον λαϊκό πολιτισμό, ενώ αρκετά από αυτά τα αιωνόβια πλατάνια έχουν χαρακτηριστικά φυσικού μνημείου. 

Ο θανατηφόρος μύκητας εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Μεσσηνία το 2003 από το Εργαστήριο Δασικής Παθολογίας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων. Η πρώτη επιστημονική αναφορά έγινε τότε από τον δρ Παναγιώτη Τσόπελα, τέως διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου σήμερα. 

Ο δρ Παναγιώτης Τσόπελας μιλώντας στη LiFO ανέφερε ότι τότε είχαν προειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές πως «υπάρχει σοβαρότατο θέμα, το οποίο θα έχει τεράστιες επιπτώσεις και πως πρόκειται να χαθούν εκατομμύρια δέντρα. Δυστυχώς όμως το είδαν χαλαρά. Δεν ελήφθησαν μέτρα άμεσα και δεν υπήρξαν χρηματοδοτήσεις από το Δημόσιο. Αυτό δεν θα γινόταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Γι' αυτό και σήμερα βρισκόμαστε σ' αυτή την  απελπιστική κατάσταση», λέει. 

Η Νικολέτα Γ. Σουλιώτη, δασοπόνος MSc-ειδική επιστήμονας στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, που ερευνά το συγκεκριμένο παθογόνο πολλά χρόνια, καθώς ήταν στην ομάδα Π. Τσόπελα και σήμερα συνεχίζει την έρευνα για τη μολυσματική ασθένεια, υποστηρίζει ότι όταν η επιστημονική ομάδα χτύπησε τα πρώτα καμπανάκια για την έλευση του μεταχρωματικού έλκους, τα επιστημονικά ευρήματα δεν έγιναν αποδεκτά για άλλους λόγους: «Οι τοπικές κοινωνίες αρνούνταν να συνειδητοποιήσουν το πρόβλημα. Τότε ξεκινήσαμε από την Πελοπόννησο, όπου τους εξηγούσαμε τα κακά νέα και πως θα έπρεπε να πάρουν κάποια ακραία μέτρα, επειδή είναι μια ακραία ασθένεια. Δεν είχαν όμως δει κάτι αντίστοιχο και ειδικά οι πιο παλιοί δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι μπορεί να συμβεί κάτι τόσο καταστροφικό. Οπότε το γεγονός αυτό δυσκόλεψε πάρα πολύ ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε επιτυχώς το μήνυμα ότι αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό», λέει.  

Η Νικολέτα Σουλιώτη μιλάει για μια ακραία ασθένεια γιατί το συγκεκριμένο παθογόνο έχει χαρακτηριστεί από την Ε.Ε. ως παθογόνο καραντίνας, οπότε θα πρέπει να ληφθούν αντίστοιχα μέτρα στο οικοσύστημα που έχει προσβληθεί. Αυτό σημαίνει ότι τα άρρωστα δέντρα καταστρέφονται για την αποτροπή διάδοσης της ασθένειας σε άλλες περιοχές.


Νούμερο ένα τρόπος διάδοσης της ασθένειας των πλατανιών είναι ο άνθρωπος. Η διασπορά του παθογόνου, όπως μας εξηγεί η ειδική επιστήμονας του Ινστιτούτου, γίνεται κυρίως από τα μολυσμένα μηχανήματα εκσκαφής, όπως οι μπουλντόζες που χρησιμοποιήθηκαν σε έργα τα οποία πραγματοποιήθηκαν σε περιοχές στις οποίες υπήρχαν άρρωστα πλατάνια, όπως επίσης και από τα εργαλεία κλάδευσης και κοπής, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε άρρωστα δέντρα και στη συνέχεια με τα ίδια εργαλεία έγιναν αντίστοιχες εργασίες σε υγιή πλατάνια.

«Ο μύκητας αυτός είναι τραυματοπαράσιτο και εισβάλλει στο δέντρο από πληγές στα κλαδιά, τον κορμό ή τις ρίζες. Ο ισχυρότερος τρόπος διάδοσής του είναι οι ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι πληγώσεις μπορούν να συμβούν με οποιονδήποτε τρόπο, είτε στο υπέργειο τμήμα του δέντρου είτε στο υπόγειο τμήμα του, και με οποιοδήποτε εργαλείο. Από ένα αλυσοπρίονο ή από ένα σκάμμα που μπορεί να γίνει για οποιαδήποτε εργολαβία, εάν τα μηχανήματα αυτά είναι μολυσμένα από άλλα άρρωστα δέντρα». Επίσης, «τα μηχανήματα εκσκαφής που χρησιμοποιούνται σε ποτάμια ή δρόμους με προσβεβλημένα δένδρα μπορεί να μεταφέρουν μολυσμένο χώμα ή κομμάτια μολυσμένου ξύλου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες εστίες προσβολής».


Η Νικολέτα Σουλιώτη υποστηρίζει ότι, δυστυχώς για τον ελληνικό πλάτανο, οι έρευνες έδειξαν ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι υπάρχει ανθεκτικότητα. Όταν το παθογόνο προσβάλει, θα τον θανατώσει. Επειδή ο συγκεκριμένος μύκητας μπαίνει μέσα στο ξύλο, μέσα στα αγγεία, η δυσκολία που υπάρχει είναι ότι δεν έχουμε θεραπεία». Γιατί, όπως λέει, «ακόμη και αν υπάρχουν δραστικές ουσίες, κάποια μυκητοκτόνα που in vitro τα έχουμε δοκιμάσει, τα οποία θεωρητικά αναστέλλουν ή σταματούν τον συγκεκριμένο μύκητα, δεν μπορούμε να καλύψουμε και να προστατεύσουμε ένα τόσο ογκώδες φυτό, όπως είναι ο πλάτανος, και να δώσουμε κάποια θεραπεία στο εσωτερικό του. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει διεθνώς».

Επειδή όμως, λέει η ερευνήτρια, το παθογόνο μπαίνει και αποδεκατίζει και δεν υπάρχει θεραπευτικό μέσο, τα μέτρα που πρέπει να πάρουμε είναι πάρα πολύ σκληρά: «Όταν μιλάμε για καραντίνα, πρέπει να υπάρχουν συνθήκες απομόνωσης». Κι αν στον Covid έπρεπε να απομονωθούμε εμείς, σε μια ζωονόσο απομονώνονται τα άρρωστα ζώα, πώς γίνεται να επιβάλεις συνθήκες καραντίνας σε ένα οικοσύστημα; 


Η Νικολέτα Σουλιώτη μάς εξηγεί ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια ουδέτερη ζώνη. Η επιτυχία της προσπάθειας, όπως λέει, έχει να κάνει με το πόσο νωρίς θα γίνει η επέμβαση και σε πόσο πρώιμο στάδιο θα εντοπίσουμε το πρόβλημα: «Αν έχω μία θέση με λίγα δέντρα άρρωστα, τότε όντως μπορεί να κάνω μια πολύ επιτυχημένη παρέμβαση. Πρέπει να απομακρυνθούν τα άρρωστα "άτομα". Γύρω από αυτά υποχρεωτικά νεκρώνουμε τα επόμενα ζωντανά πλατάνια με ένα ζιζανιοκτόνο που εγχύνουμε και στη συνέχεια τα απομακρύνουμε κι αυτά». 

Η καταστροφή και των υγιών δέντρων που βρίσκονται κοντά στα άρρωστα γίνεται, όπως λέει, «γιατί το παθογόνο, όπως καταλαμβάνει και αποικίζει όλο το δέντρο, αποικίζει και τις ρίζες. Οι ρίζες όμως στα πλατάνια είναι σε πλήρη  επαφή, οπότε δημιουργούν ένα domino effect. Οπότε αν απλά υλοτομήσω σε μία θέση όπου υπάρχουν άρρωστα δέντρα, και δεν νεκρώσω και τα γειτονικά για να δημιουργήσω την ουδέτερη ζώνη, ουσιαστικά το παθογόνο περνάει και συνεχίζει να μολύνει».


Με κοινή υπουργική απόφαση το 2023 δημιουργείται η νομοθεσία η οποία προβλέπει μέτρα για τον περιορισμό και την εξάλειψη του επιβλαβούς μύκητα που προκαλεί την ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου. Η νέα ΚΥΑ αντικατέστησε μία παλαιότερη, που είχε εκδοθεί το 2004, η οποία, εκ του αποτελέσματος, δεν επηρέασε ούτε στο ελάχιστο τους επιβαρυντικούς παράγοντες που ευθύνονται για την εξέλιξη της ασθένειας. 

Με το νέο πλαίσιο, το βάρος της εφαρμογής των μέτρων πέφτει στις κατά τόπους Δασικές Υπηρεσίες, οι οποίες κάνουν τους φυτοϋγειονομικούς ελέγχους, εκπονούν τοπικά σχέδια δράσης και χωρίς την άδειά τους δεν μπορούν να γίνουν υλοτομήσεις και έργα σε περιοχές που υπάρχουν πλατάνια. Η νομοθεσία προβλέπει ότι τα μηχανήματα που θα μπαίνουν σ' αυτές τις περιοχές θα πρέπει να φέρουν πιστοποιητικό απολύμανσης, ούτως ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος διασποράς της ασθένειας.

Θεσμοθετεί τη διαδικασία για την καταστροφή των άρρωστων δέντρων με καύση και περαιτέρω θερμική επεξεργασία σε πιστοποιημένους χώρους, ενώ για τους παραβάτες προβλέπονται πρόστιμα που ξεκινούν από τα 1.000 ευρώ και μπορούν να φτάσουν τις 30 χιλιάδες. Το ερώτημα βέβαια είναι αν εφαρμόζονται όλα αυτά.

Ο Ευστάθιος Σταθόπουλος, γενικός γραμματέας Δασών στο υπουργείο Περιβάλλοντος, λέει στη LiFO ότι «μεριμνούμε και καταβάλλουμε μεγάλες προσπάθειες για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου το οποίο θεσπίστηκε με την περσινή υπουργική απόφαση». Υποστηρίζει ότι προς ώρας «υπάρχει μια πολύ καλή συνεργασία με τα δασαρχεία, επιβλέπουμε την εφαρμογή του νέου νόμου και παρεμβαίνουμε όπου διαπιστώνουμε ότι χρειάζεται». 

Ο δρ Ρήγας Τσιακίρης είναι δασολόγος που εργάζεται στο Δασαρχείο Ιωαννίνων και είναι από τους επιστήμονες της υπηρεσίας που ασχολούνται εντατικά με την παθολογία των οικοσυστημάτων. Αναγνωρίζει ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο, ωστόσο υποστηρίζει ότι οι προσπάθειες που έγιναν από τη Δασική Υπηρεσία απέδωσαν καρπούς.

«Επιχειρήσαμε να σταματήσουμε την εξάπλωση του παθογόνου στο παραλίμνιο μέτωπο, όπου υπάρχει η εμβληματική αλέα γύρω από το κάστρο των Ιωαννίνων, και ελπίζουμε ότι το έχουμε καταφέρει». Χρειάζεται, όπως λέει, «να περάσουν πέντε χρόνια για να είμαστε σίγουροι». Μαζί με τα μολυσμένα δέντρα, νεκρώθηκαν και τα γειτονικά υγιή. Παρόλο που, όπως λέει, κόπηκαν αρκετά, «από το ανατολικό μέτωπο, ένα μεγάλο κομμάτι, τα τρία τέταρτα αυτής της αλέας, είναι ακόμη ζωντανά».

«Από το 2023 με τους αναδόχους αποκατάστασης και αναδάσωσης, το νέο νομοθετικό πλαίσιο μας επιτρέπει να κόψουμε αυτά τα πλατάνια και να τα πάμε σε πιστοποιημένους χώρους όπου γίνεται θερμική επεξεργασία και νεκρώνεται το παθογόνο. Το νέο υλικό μετατρέπεται σε ίνες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή μοριοσανίδων για έπιπλα», υποστηρίζει.

Μέχρι πριν από την ισχύ του νέου νόμου, τα δέντρα έπρεπε να κόβονται και να καίγονται επί τόπου, κάτι που δεν ήταν τόσο εύκολο, όπως λέει: «Αυτό μας λύνει τα χέρια και προχωράμε κυρίως στην Ήπειρο με μελέτες και στοχευμένες ενέργειες να μειώσουμε τον αριθμό των νεκρών δέντρων και άρα σιγά σιγά να μειώσουμε την παρουσία του παθογόνου, να έχουμε λιγότερες καταστροφές και να μπορέσουμε να το διαχειριστούμε πιο εύκολα».

Ο Ρ. Τσιακίρης επισημαίνει ότι είναι πολύ μικρή η παγκόσμια εξάπλωση των πλατανιών. Βρίσκονται κυρίως στη Βαλκανική, τη νότια Βαλκανική, δηλαδή στη Βουλγαρία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Νότια Αλβανία, στην Ελλάδα και τα νησιά της, στην Τουρκία και σε κάποια παράλια της ανατολικής Μεσογείου.

Από εκεί και πέρα, είναι σποραδική η εμφάνισή τους: «Ουσιαστικά εκτεταμένα πλατανοδάση βλέπει κανείς στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Και ακριβώς επειδή η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Βαλκανικής που έχει τα πιο εκτεταμένα πλατανοδάση, η προσπάθεια που γίνεται είναι παγκοσμίως σημαντική για να σωθεί το είδος».  

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, στην Πελοπόννησο και στην Ήπειρο η ασθένεια έχει δημιουργήσει εκτεταμένες καταστροφές, νεκρώνοντας παραποτάμιες συστάδες πλατάνων μοναδικών τοπίων και οικολογικής σπουδαιότητας. Το παθογόνο συνεχώς επεκτείνεται σε νέες περιοχές: «Μπήκε στη Θεσσαλία, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στην Καλαμπάκα και πέρασε σε μεγάλα ποτάμια όπως είναι ο Πηνειός. Συνέχισε στον Σπερχειό στη Φθιώτιδα, που είναι το μεγαλύτερο πλατανόδασος στην Ελλάδα, το οποίο  αποδεκατίζεται αυτήν τη στιγμή, και έχει περάσει και στην Εύβοια, όπου και εκεί υπάρχουν μεγάλες απώλειες σε πολλά ποτάμια της περιοχής», λέει η Ν. Σουλιώτη.

Ειδικά για τη Θεσσαλία και την Εύβοια, υποστηρίζει ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα που συνέβησαν στις δύο περιοχές βοήθησαν στην εξάπλωση της ασθένειας: «Ο Daniel, ο Ιανός, χτύπησαν σε σημεία που είχε μπει το παθογόνο και βοήθησαν να διασπαρθεί ακόμη περισσότερο. Εξαιτίας της κακοκαιρίας, προσβεβλημένα δέντρα που έσπασαν και παρασύρθηκαν από το νερό δημιούργησαν νέες εστίες προσβολής». Τα ακραία αυτά καιρικά φαινόμενα, όπως λέει, «ματαίωσαν τις διαχειριστικές προσπάθειες που έγιναν από τις Δασικές Υπηρεσίες για να ελεγχθεί η ασθένεια και το παθογόνο μπήκε παντού».

Επειδή ακριβώς τα μηχανήματα εκσκαφής που χρησιμοποιούνται σε ποτάμια ή δρόμους με προσβεβλημένα δέντρα μπορεί να μεταφέρουν μολυσμένο χώμα ή κομμάτια μολυσμένου ξύλου και να δημιουργήσουν νέες εστίες, ο δρ Παναγιώτης Τσιόπελας υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνεται απολύμανση σε όλα τα μηχανήματα που εκτελούν εργασίες. Ιδιαίτερα όλη αυτή την περίοδο που γίνονται αντιπλημμυρικά έργα στην Εύβοια αλλά και στη Θεσσαλία. 

Ειδικά στη Β. Εύβοια, όπως λέει, όπου χιλιάδες δέντρα πλατάνων είναι νεκρά, υπήρξαν περιοχές που μολύνθηκαν εξαιτίας των έργων που γίνονταν. «Οι προσβολές προκλήθηκαν μετά από την εκτέλεση αντιπλημμυρικών έργων από τα εκσκαπτικά μηχανήματα, τα οποία δεν είχαν απολυμανθεί».  

Υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη προσοχή και με τα αντιπλημμυρικά έργα που γίνονται στη Θεσσαλία, ενώ ισχυρίζεται ότι οι λόγοι που δεν υπήρξε μέχρι σήμερα ουσιαστικά αντιμετώπιση της ασθένειας οφείλονται στο γεγονός ότι οι Δασικές Υπηρεσίες είναι αποψιλωμένες από προσωπικό και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν και σε αυτές τις υποχρεώσεις. 

Ισχυρίζεται, επίσης, ότι μεταξύ των δημόσιων υπηρεσιών δεν υπάρχει συνεννόηση και κοινή στόχευση για την εξάλειψη της ασθένειας, καθώς δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που επιμολυσμένα μηχανήματα δήμων ή περιφερειών που εκτελούσαν έργα σε διάφορες περιοχές μετέφεραν και διέσπειραν την ασθένεια: «Οι Δασικές Υπηρεσίες δεν έχουν το προσωπικό ούτε και τη χρηματοδότηση για να επιβάλουν όλα αυτά τα μέτρα. Πρέπει να μπουν στο παιχνίδι και οι δήμοι και οι περιφέρειες. Να συνεργαστούν όλοι. Η κατάσταση είναι απελπιστική. Θα χάσουμε εκατοντάδες χιλιάδες πλατάνια. Ένα από τα μεγαλύτερα πλατανοδάση στην Ελλάδα είναι του Σπερχειού κι αυτήν τη στιγμή καταστρέφεται». Ο δρ Π. Τσόπελας υποστηρίζει ότι «πρέπει να προστατεύσουμε τις περιοχές στις οποίες δεν έχει εισβάλει η ασθένεια, όπως είναι το Πήλιο. Αν δεν το κάνουμε, θα φτάσει και εκεί».

Ο μύκητας Ceratocystis platani που σκοτώνει τα πλατάνια της χώρας δεν είναι κάποια παράπλευρη απώλεια της κλιματικής κρίσης. Πιθανολογείται ότι μπήκε στην Ευρώπη από τη Βόρεια Αμερική κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία και τη Γαλλία. Το παθογόνο εικάζεται ότι υπήρχε στα κιβώτια των αμερικανικών στρατευμάτων που ήταν κατασκευασμένα από ξύλο πλατάνου. Στην Ελλάδα πιθανολογείται ότι έχει εισαχθεί με φυτά πλατάνου από την Ιταλία. Τα πρώτα άρρωστα πλατάνια εντοπίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, στη Μεσσηνία το 2003.

Το 2007 το παθογόνο μπήκε στην Ήπειρο από την Αλβανία, νεκρώνοντας χιλιάδες δέντρα πλατάνου κατά μήκος ποταμών και χειμάρρων: «Σε όλη τη δυτική Ευρώπη δεν υπάρχουν φυσικά οικοσυστήματα πλατάνου, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν εκατομμύρια δέντρα», λέει ο δρ Τσόπελας. «Σε πόλεις όπως το Παρίσι, το Λονδίνο ή το Μιλάνο, υπάρχουν πολλά πλατάνια, τα οποία είναι όμως φυτεμένα», προσθέτει. Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, στη Γαλλία, μετά την εμφάνιση και την καταπολέμηση της ασθένειας, δημιούργησαν τεχνητά υβρίδια μεταξύ του δυτικού (αμερικανικού) πλατάνου (P. occidentalis) και του ανατολικού πλατάνου (P. orientalis), τα οποία είναι ανθεκτικά στην ασθένεια.

Τα συμπτώματα της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου είναι εμφανή βέβαια την άνοιξη και το καλοκαίρι, αφού τον χειμώνα δεν υπάρχει φύλλωμα στα δέντρα. Στα αρχικά στάδια τα άρρωστα δέντρα εμφανίζουν αραιό και μικρό φύλλωμα, το οποίο κιτρινίζει ή είναι πολύ ανοιχτό πράσινο. Όταν η προσβολή έχει ξεκινήσει από κάποιο κλαδί, τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται αρχικά στην ίδια πλευρά του δέντρου. Το ίδιο συμβαίνει και όταν έχει προσβληθεί το ριζικό σύστημα στη μία πλευρά του. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων παρατηρείται στην ίδια πλευρά. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η προσβολή επεκτείνεται σταδιακά και καταλήγει στην ολοκληρωτική νέκρωση του φυτού. Το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα είναι ο μεταχρωματισμός του ξύλου σε μορφή λωρίδων χρώματος κυανόμαυρου έως καστανόμαυρου.

Αν η κατάσταση συνεχιστεί ως έχει, ο πλάτανος θα γίνει είδος υπό εξαφάνιση, η οικολογική καταστροφή που συντελείται θα είναι μη αναστρέψιμη.

* Της Ντίνας Καράτζιου στη Lifo

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Ειδήσεις