ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Η κατάρα της μάγισσας

Κοινοποίηση
Tweet

Του Σπύρου Μαραγκού

«Αργό χασαπικάκι, έτσι για να γουστάρουμε μάγκες μου» είπε και έριξε την πρώτη πενιά.  Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι, ξεμυάλισε της μάγισσας την κόρη…… αργή, κοφτή φωνή με χαρακτηριστική βραχνάδα. Να την ξεχωρίζεις από μακριά. Κοιτάχτηκαν. Εβίβα. Χτύπησαν τα ποτήρια και γύρισε ο ένας προς την ορχήστρα και ο άλλος με ψηλά το κεφάλι και τα μάτια του κλειστά άρχισε να σιγοτραγουδάει. Έτσι θα πήγαινε το βράδυ.

Όπως όλα τα βράδια τους. Καθισμένοι στο γνωστό τραπέζι.  Χωρίς κουβέντες.  Και όμως ο ένας για τον άλλο εκεί. Στα ζόρικα. Εκεί που νιώθεις ότι δεν αγαντάρεις άλλο. Που χρειάζεσαι κάποιον δίπλα. Απλές οι σχέσεις των ανδρών. Με ένα «που ΄σαι ρε μαλάκα» λύνουν παρεξηγήσεις, εκμηδενίζουν αποστάσεις, δηλώνουν παρουσία. Βέβαια μπορεί την επόμενη στιγμή να μαλώσουν για ένα ανύπαρκτο οφσάιντ, άλλα αυτές είναι ιστορίες κάποιας άλλης φοράς. Τα στόματα τους σφαλισμένα, ανοίγουν μόνο για να πιούν και να τραγουδήσουν. Μελαγχολία. Στεναχώρια. Για την αχάριστη. Την άπιστη. Την σκληρή. Την παλαβιάρα. Μια απόρριψη μπορεί να γίνει την ίδια στιγμή βαριά καψούρα. Μια προδοσία, ασήκωτος πόνος. Άμαθες οι ανδρικές ψυχές στα συναισθήματα. Μόλις έρθει το πρώτο βάρος λυγίζουν και ψάχνουν αποκούμπι στο ποτό, στους στίχους των τραγουδιών και στην απέναντι καρέκλα.

Όπου και αν πήγαινε στο τέλος πάντα κατέληγε εκεί. Στο κρυφό και απόμερο όρμο. Γεμάτος εικόνες και αναμνήσεις. Πρόσωπα. Λόγια. Σκέψεις. Μοναξιές και φασαρίες. Βούτηξε στα ζεστά αυγουστιάτικα νερά και άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς τα έξω, προσπαθώντας να ρυθμίσει σωστά την αναπνοή του. Πίσω του το λευκό ιστιοφόρο με την βαθιά μπλε ισαλογραμμή, είχε αφεθεί στις χορευτικές ορέξεις της απογευματινής ρεστίας που έφτανε από τα ανοιχτά της Αδριατικής θάλασσας. Ήρεμος ο κόλπος σήμερα. Η νηνεμία άφησε τα σκάφη να αρμενίσουν στα ανοιχτά και εμάς να απολαύσουμε την γαλήνη της θάλασσας. Βγήκε και κάθισε.  Η παραλία όπως πάντα γεμάτη. Ξύλα, καλάμια. Άχρηστα αντικείμενα. Μαζεμένα από τις απέναντι ακτές της ηπειρωτικής χώρας και ξεβρασμένα εδώ. Μια χωματερή αναμνήσεων. Μια ακέφαλη κούκλα αφυδατωμένη από την αρμύρα. Ένα πράσινο μπουκάλι χλωρίνης χωρίς ετικέτα. Ένας κορμός δένδρου μισός έξω από το νερό και μισός μέσα. Είχε γυρισμένη την πλάτη του στον μεσημεριανό ήλιο που τον έψηνε για τα καλά όταν άκουσε την γνώριμη φωνή .

« Καλώς τον και ας άργησε. Τι χαμπάρια; » του είπε καρφώνοντας τον με τα αμυγδαλωτά μάτια. «Βλέπω πιστός στο ραντεβού σου. Για το θεό μην ξεκινήσεις πάλι να μου λες για μάγισσες, ξωτικά και κατάρες, λυπήσου με» είπε  και κάθισε δίπλα του εκεί που σκάει το κύμα.

Άρχισε για μια ακόμη φορά να εξιστορεί όλα αυτά που του είχαν συμβεί.  Είπε τόσα και τόσα. Για την σκαλωμένη στον βυθό άγκυρα από το ντίνκι σε ένα βραδινό ψάρεμα. Για τις τσάρκες στα λιμάνια συντροφιά με ένα κίτρινο μαγιό. Για τα ραντεβού του με τις τσιπούρες κάθε σούρουπο στις δώδεκα οργιές νερό. Μίλησε για ηλιόλουστα πρωινά με μυρωδιά ελληνικού καφέ και φρυγανιές πασαλειμμένες με βουτυρόμελο. Είπε για όρκους και σιωπές κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό. Για το ερωτικό κάλεσμα των γρύλλων μέσα στης νύχτας τον αχό. Για τα γέλια και τις φωνές τους. Για τους θησαυρούς που έχει κρύψει βαθιά και κάθε χρόνο έφθανε εκεί για να τους βγάλει στην επιφάνεια, όπως έκαναν παλιά οι πειρατές και οι κουρσάροι. Για τους έρωτες. Για την αγάπη.

Κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. Η αλήθεια είναι πως η φαντασία και ο τρόπος αφήγησης του μπορούσαν πολύ εύκολα να σε συνεπάρουν. Να σε μαγέψουν. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. « Μιλάς με γρίφους γέροντα » του είπε και την ίδια στιγμή έσκασε στα γέλια. «Δεν σε αντέχω άλλο θα με κάψεις στο τέλος. Θα τα ξαναπούμε του χρόνου» και το μόνο που πρόλαβε να δει με την άκρη του ματιού του ήταν μια λεπτή μακριά ουρά να χάνεται μέσα στα βράχια.

Το πρόσωπο του άνοιξε. Μια βαθιά χαρμολύπη πήγε και ακούμπησε πάνω. « Γιατί βιάστηκες να φύγεις; Hθελα να σου πω ότι ο πραγματικός λόγος που πάντα θα έρχομαι εδώ είσαι μόνο εσύ» ψιθύρισε προς την μεριά που την ακριβώς προηγούμενη στιγμή είχε προλάβει να χαθεί.

Η βραχνή φωνή αντήχησε μέσα στα αυτιά του…της μάγισσας έχει αληθεύσει η κατάρα, ποτέ σου αγάπη σύ να μην χαρείς, καταραμένος να ‘σαι όσο ζεις….. έσπρωξαν τις καρέκλες μέσα στο τραπέζι, καληνύχτισαν τα παιδιά της ορχήστρας και έφυγαν ο καθένας σε διαφορετική κατεύθυνση χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα.

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Σχόλια

Απόψεις