Της Αμαλίας Δημητροπούλου
«Χριστός, ετέχθη» «Αληθώς, ετέχθη».
Χριστούγεννα στον Πόντο, ένας λέει και ο άλλος απαντάει, κατά το Χριστός ανέστη - Αληθώς ανέστη , μοναδικό και ανεπανάληπτό έθιμο των Ποντίων.
Μία από τις δύο μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης εόρταζαν στον Πόντο με κάθε μεγαλοπρέπεια. Χειμώνας που σε διάφορα μέρη του Πόντου λέγεται ο Χειµός ή Χειµωγκός περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο- Χριστιαννάρτς, Ιανουάριο -Καλαντάρτς και Φεβρουάριο - Κούντουρο. Στον Πόντο ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, σταματούσαν οι εξωτερικές δουλειές, γύριζαν οι ξενιτεμένοι.
Τα βράδια συνήθως τα περνούσαν σε σπίτια, κάνοντας τα νυχτέρια ή βεγγέρες, που στον Πόντο λεγόντουσαν Παρακάθια. Μα πιο πολύ περίμεναν τα Καλαντόφωτα για να κάνουν τα διάφορα μυστήρια, βαφτίσια, αρραβώνες, γάμους και άλλες γιορτές, γιατί τότε ήταν όλοι μαζεμένοι στο χωριό και ερχόντουσαν οι ξενιτεμένοι. Καλαντόφωτα οι πρόγονοι µας έλεγαν τις γιορτές από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Φώτων, ή και Δωδεκαήμερο.
Με μεγάλη χαρά θα ετοιμαζόντουσαν να δεχτούν τη γέννηση του Θεανθρώπου. Την Παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και θα συμπλήρωναν τις ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή.
Τη μέρα αυτή θα έβαζαν στο τζάκι το Χριστόκουρ', που ήταν αλλού από μηλιά αλλού από αχλαδιά, αυτό ήταν ένα κούτσουρο κομμένο ειδικά για τα Χριστούγεννα και θα άναβε στο τζάκι συνέχεια και τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων, που τις έλεγαν, τα Χριστουήµερα. Την Παραμονή το απόγευμα τα παιδιά θα έλεγαν τα κάλαντα και οι νοικοκύρηδες θα τα φίλευαν µε διάφορα καλούδια (δώρα).
Τα χαράματα θα χτύπαγε η καμπάνα και θα πήγαιναν όλοι στην εκκλησία. Η απόλυση γινότανε µε την ανατολή του ήλιου και η ημέρα ήταν αφιερωμένη στους ανθρώπους του σπιτιού, στην οικογένεια. Όσο για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, στον Πόντο και μάλιστα στην Αργυρούπολη και στα περίχωρα της, από την Παραμονή των Χριστουγέννων κρεμούσαν στο εικονοστάσι σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς ή µόνο καρπούς.
Αλλού το δέντρο ήταν από πεύκο ή έλατο και το στόλιζαν εκτός από νωπούς καρπούς και µε κλαδάκια ελιάς στα φύλλα της οποίας σφήνωναν «λεφτοκάρια» = φουντούκια. Αλλού έβαζαν «τσιµσίρ» = πυξάρι. Και ερχόταν ο Ιανουάριος -Καλαντάρτς, θα έκαναν πάλι τις ίδιες ετοιμασίες, όπως την Παραμονή των Χριστουγέννων.
Στο τζάκι τώρα θα έβαζαν ένα κούτσουρο, ειδικά κομμένο γι' αυτή τη μέρα , που το έλεγαν το Καλαντοκούρ' που ήταν ή από μηλιά ή αχλαδιά (ανάλογα µε το χωριό). Το καλαντοκούρ’ Κούτσουρο χοντρό που καιγόταν στο τζάκι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.
Σύμφωνα με τις ποντιακές λαϊκές δοξασίες, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, τα δαιμόνια κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Και η φωτιά τα εμποδίζει. Επειδή τα δαιμόνια είναι πολλά και έρχονται σταδιακά, το καλαντοκούρ’ πρέπει να είναι μεγάλο. Διάλεγαν λοιπόν ένα μεγάλο κούτσουρο, συνήθως από βελανιδιά, για να διαρκέσει ολόκληρη τη νύχτα (σε μερικές μάλιστα περιοχές ολόκληρο το Δωδεκαήμερο), που έμενε αμετακίνητο στη θέση του ώσπου να καεί ολότελα.
Η συνεχής διατήρηση της φλόγας αποτελούσε απαραίτητο όρο για την επιτέλεση του σκοπού του. Αν λοιπόν η φλόγα έσβηνε από κάποια αιτία, αυτό θεωρούνταν κακοσημαδιά. Οποιαδήποτε ενόχληση από το καλαντοκούρ’ (καπνός, δυσοσμία κτλ.) ήταν ανεκτή. Ο τυχόν θόρυβος (τρίξιμο), που έκανε, ενώ καιγόταν το καλαντοκούρ’, νόμιζαν ότι οφειλόταν στο κάψιμο των δαιμονίων. αλλά και Το καλαντόνερον Το νερό που έπαιρναν οι Πόντιοι από τις βρύσες (πεγάδâ) και τα ποτάμια τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, κατά το καλαντίασμά τους.
Το νερό αυτό, που το θεωρούσαν αγιασμένο, το ‘φερναν στο σπίτι, έπιναν όλοι από λίγο και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τα ζώα και τα χωράφια. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, γυναίκες με διάφορα δώρα στα χέρια (τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα, ψημένο στάρι, αλάτι κτλ.) επισκέπτονταν τη βρύση του χωριού ή το ποτάμι, απ’ όπου υδρεύονταν, και τα εναπόθεταν εκεί κοντά, λέγοντας την ευχή: «Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου». Τότε ακριβώς έπαιρναν το καλαντόνερον.
Πίστευαν πως η ροή του νερού πάνω στην αλλαγή του χρόνου σταματούσε για λίγο. Αν σ’ αυτή τη μυστηριακή ώρα βρισκόταν κάποιος κι έβλεπε το φαινόμενο, τον θεωρούσαν τον πιο αθώο και τον πιο τυχερό του χωριού. Κι ό,τι ζητούσε, σαν ιδιαίτερη επιθυμία, θα το έβρισκε. «Επλερούτον σα μουράτα τ’», γίνονταν οι επιθυμίες του πραγματικότητα. Παίρνοντας κανείς νερό, δεν έπρεπε να γυρίσει να δει πίσω του. Γιατί τότε τ’ άστρα του ουρανού πέφτουν και σβήνουν μέσα στα νερά και οι άγγελοι σχίζουν τον Ιορδάνη ποταμό και στον ουρανό κολλάνε άλλα αστέρια. Εκείνη την ώρα τα νερά μουγκρίζουν, βοούν, δημιουργούνται τεράστια κύματα και «γνεφίζ’νε», ξυπνούν. Τότε αν κανείς γυρίσει πίσω του να δει, αρρωσταίνει ψυχικά (παθάν’, βλάφκεται, αχπαράεται) και μένει για καιρό άρρωστος.
Γι’ αυτό δεν πήγαιναν για καλαντόνερο οι λεχώνες και οι ασαράντιστες. Το καλάντισμα της βρύσης γινόταν ιδιαίτερα από τις ελεύθερες κοπέλες του χωριού. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πρόσφεραν στο «πεγάδ’» διάφορα φρούτα και ιδίως μήλο.
Και σαν ανταπόδοση περίμεναν από τη βρύση ν’ ανοίξει την τύχη τους με την καινούρια ροή του νερού, μετά τη σύντομη διακοπή του, σύμφωνα με τα παραπάνω. Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού καιροφυλακτούσαν κι όταν αποχωρούσαν οι κοπέλες, πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Το παλικάρι που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας, θα την ερωτευόταν και σύντομα θα την παντρευόταν, κατά την ποντιακή λαϊκή πίστη. Καλήν χρονίαν να έσετε !!!
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr