ΒΙΒΛΙΟ

/

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Όγδοο

Κοινοποίηση
Tweet

του Στάθη Θ. Πολίτη

Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».

Διαβάστε εδώ το Έβδομο Μέρος

_

#15

Ο Αητός είχε καταλάβει αμέσως πως ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεφύγουν από εκείνη την παγίδα. Το μέρος των σπηλιών ήταν ιδανικό για τη δημιουργία του απόλυτου κλοιού πολιορκίας.

“Πώς δεν το σκέφτηκα αυτό” κάκιωνε απογοητευμένος. “Έχω χάσει το μυαλό μου. Έχω χάσει την πίστη μου.”

Κι όμως, εκεί που είχαν αρχίσει να σκέφτονται πως ουσιαστικά, η μόνη διέξοδος που τους είχε απομείνει ήταν το να παραδοθούν, ήρθε το αναπάντεχο να ανατρέψει την κατάσταση.

Έτσι, στα καλά καθούμενα, άνοιξαν οι ουρανοί!

Βέβαια, οι καλοκαιρινές νεροποντές δεν ήταν και τόσο σπάνιες για εκείνα τα ορεινά μέρη, όμως μόλις λίγη ώρα νωρίτερα, ο ουρανός ήταν καταγάλανος και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε.

Με το που ξεκίνησε η καταιγίδα, ο Αητός δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Η ομάδα έγινε μία γροθιά, σαν αρχαία μακεδονική φάλαγγα κι άμεσα έκανε την απέλπιδα έξοδο του Μεσολογγίου.

Μόνο που η δική τους, είχε αίσιο τέλος.

Μέσα στον χαλασμό, η ορατότητα είχε ουσιαστικά εκμηδενιστεί, με αποτέλεσμα όλοι να βαράνε κυριολεκτικά στα τυφλά. Οι σφαίρες περνούσαν μαζί με τη βροχή από πάνω τους, από δίπλα τους, αλλά μοναχά μία πέτυχε τον σκοπό της.

Όταν κατάφεραν να απομακρυνθούν σε απόσταση ασφαλείας, αντιλήφθηκαν πως ο Γιώργης είχε μείνει πίσω. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό. Πήραν να ανεβαίνουν τη δύσβατη πλαγιά, σχεδόν βέβαιοι πως ο εχθρός δεν θα μπορούσε να τους ακολουθήσει από εκεί.

Πίσω στις σπηλιές, ο Ηλίας Γερακάρης σκεφτόταν με ένα γλυκόπικρο μειδίαμα στα χείλη του: “Από μηχανής… νεροποντή!”.

Τόσα χρόνια μαθητείας στην αρχαία τραγωδία δίπλα στο θείο Κωνσταντίνο, δεν είχαν πάει στράφι.

Αφού πέρασαν στην άλλη πλευρά του βουνού κι άρχισε να πέφτει το σούρουπο, σταμάτησαν επιτέλους την τρεχάλα. Έπεσαν όλοι καταγής στο υγρό χώμα και κοιμήθηκαν μετά από καιρό, με έναν ύπνο γλυκό.

Μόνο ο αρχηγός τους δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Όσο ανακουφισμένος κι αν ένοιωθε, το μυαλό του ήταν σφηνωμένο σε μία σκέψη.

Οι άλλες δύο ομάδες, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο πως είχαν φύγει πριν να τους κυκλώσουν οι φασίστες. Είχαν μάθει για την παγίδα και την είχαν κάνει χωρίς να τους ειδοποιήσουν. Τους είχαν αφήσει βορά στα θηρία. Θυσία για να εξευμενιστούν οι θεοί της Αριστεράς που έμοιαζε τελευταία να τους έχουν ξεχάσει.

Πλέον, ήταν φανερό πως τον είχαν διαγράψει άπαξ και διά παντός.

Αν δεν έκανε άμεσα κάτι γι’ αυτό, το τέλος δεν θα αργούσε να τον βρει.

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

 

#16

Πελοπόννησος, Ελλάδα, 25 Αυγούστου 1996

Μικρή μου Σοφούλα,

Ακόμα δυσκολεύομαι να πιστέψω πως παίρνω γράμματα από εσένα. Και σε λέω και μικρή, ενώ εσύ πλέον είσαι ολόκληρη κυρία, μητέρα μάλιστα.

Δεν μπορώ να μη στο ρωτήσω. Πώς και το είπατε το παλικάρι σας Μάρκο; Θα λένε κάποιον από τους παππούδες του ε; Τρομερή σύμπτωση –αν και ποτέ μου δεν πίστεψα σε αυτές.

Σοφούλα καταλαβαίνω την επιμονή σου να μάθεις την αλήθεια. Και παρ’ όλο που όπως σου είπα δεν μ’ αρέσει να αναμοχλεύω τα παλιά, έχω την αίσθηση πως μαζί σου, έχω ιερό καθήκον να το κάνω.

Ίσως είναι και μια ευκαιρία εξιλέωσης που μου έστειλε ο Θεός, για το κακό που σου κάναμε όλοι μας όταν ήσουν τόσο μικρή –έστω άθελά μας.

Θα τη μάθεις λοιπόν Σοφούλα την αλήθεια, θα γίνει αυτό που θέλεις. Ελπίζω μόνο να σε οδηγήσει σε ένα μέρος πιο φωτεινό από αυτό που είσαι τώρα, παρ’ όλο που η δικιά σου αλήθεια, η αλήθεια όλων μας, έχει μέσα της τα πιο πηχτά  σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής.

Οι νέοι σου γονείς δεν σου είπαν ψέματα. Είχες μείνει πεντάρφανη όταν σε υιοθέτησαν αυτοί.

Τα χρόνια εκείνα ήταν ζόρικα Σοφούλα –είχαμε βαλθεί να φάμε ο ένας τον άλλο. Λες και μετά τον πόλεμο, ο Χάρος δεν ήθελε να την αφήσει την Ελλάδα μας σε ησυχία.

Ο αληθινός σου πατέρας, ο καρδιακός μου φίλος ο Μάρκος, στρατολογήθηκε αμέσως με τη μία πλευρά. Από μικρός είχε μάθει να μην κάθεται στα αβγά του. Όχι πως είχε άδικο –ούτε και δίκιο βέβαια.

Έτσι ήταν τότε οι εποχές, δεν υπήρχε δίκιο και άδικο, δεν υπήρχε αλήθεια και ψέμα. Δεν υπήρχε φίλος και εχθρός. Όλοι είχαμε βουλιάξει στο βούρκο του εμφυλίου και τίποτα δεν ήταν όπως το γνωρίζαμε μέχρι τότε –κι ούτε θα ξαναγινόταν ποτέ.

Τέλος πάντων, πάλι χάθηκα στην πολυλογία. Τον πατέρα σου τον Μάρκο τον σκότωσαν οι αντίπαλοι του Σοφούλα μου. Ένα τέλος σχεδόν προδιαγεγραμμένο για όποιον είχε μπλέξει τόσο βαθιά όσο εκείνος.

Εκείνο που δεν ήταν αναμενόμενο ήταν αυτό που ακολούθησε με τη Βασιλική, τη μητέρα σου.

Ήταν τέτοιο το μένος τους για τον Μάρκο, που είχαν βαλθεί να εξοντώσουν ακόμα και το παραμικρό ίχνος του από προσώπου γης.

Η Βασιλική το είχε υποπτευθεί και φοβόταν –πανέξυπνη γυναίκα, διαόλου κάλτσα. Έτσι είχε έρθει και με είχε βρει ένα βράδυ, λίγες μέρες μόνο αφού είχαν σκοτώσει τον Μάρκο και με ξόρκισε να σε αφήσει σε εμένα, μέχρι να βρει έναν τρόπο να φύγετε από τον καταραμένο εκείνο τόπο.

Δέχθηκα. Δεν μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο.

Λίγες μέρες μετά έμαθα πως σκότωσαν και τη Βασιλική.

Πανικοβλήθηκα.

Δεν ήξερα τι να κάνω.

Ήμουν βέβαιος πως θα έρχονταν και για εσένα.

Έτσι, το μόνο που ήθελα ήταν να βρω κάποιον τρόπο να σε σώσω.

Τότε ήταν που ένας φίλος μου καλός και έμπιστος, μου είπε για τις παιδουπόλεις της Βασίλισσας.

Ήταν χώροι που φιλοξενούσαν παιδιά που είχαν μείνει ορφανά από τον εμφύλιο. Το πρόγραμμα ήταν υπό την επίβλεψη της Φρειδερίκης μου είπε ο φίλος μου, οπότε ήταν βέβαιο πως οι συνθήκες θα ήταν άριστες και πως σίγουρα ήταν η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσα να έχω.

Πριν λίγο καιρό είχε ανοίξει και η πρώτη παιδούπολη στην Αθήνα.

Καθώς ο Χρόνος πίεζε –αυτοί σίγουρα σε έψαχναν ήδη και δεν θα αργούσαν να σε ξετρυπώσουν- πήρα την απόφαση.

Στα διαδικαστικά με βοήθησε πολύ και ο φίλος μου κι έτσι μετά από διαμονή λίγων ημερών στην Αθήνα, σε δέχθηκαν τελικά στην παιδούπολη.

Δεν είχες κλείσει καν τα τέσσερα. Ήσουν όμως ένα τόσο έξυπνο παιδί. Είχες καταλάβει  εξαρχής πως ο μπαμπάς κι η μαμά δεν υπήρχαν πια και είχες γαντζωθεί από εμένα, τον θείο Στέφανο.

Με τα χίλια ζόρια κατάφερα να σε πείσω να μείνεις για λίγες ημέρες στην παιδούπολη. Δεν μπορούσα να σου πω και την αλήθεια. Τι να έλεγα σ’ ένα κοριτσάκι τρεισήμισι χρονών -πως πρέπει να μείνει μακριά μου γιατί διαφορετικά μπορεί να κινδύνευε η ζωή του;

Για χρόνια ολόκληρα τα κλαμένα σου μάτια όταν σε χαιρέτησα για τελευταία φορά, ήταν ο επαναλαμβανόμενος εφιάλτης μου, σύντροφος σταθερός που ακόμα δεν με έχει αποχωριστεί.

Πίστευα πως έκανα το σωστό. Δεν είχα άλλη επιλογή.

Η χαριστική βολή για εμένα, ήρθε λίγους μήνες μετά.

Καθώς τα πράγματα με τους αλληλοσκοτωμούς είχαν αρχίσει να ξεθυμαίνουν και δεν είχα κάποια ενόχληση σχετική με τον πατέρα σου, πήρα την απόφαση να έρθω να σε δω.

Όταν όμως πήγα στο ίδρυμα και έδωσα το όνομά σου στην υπεύθυνη, αυτή μου αποκρίθηκε με ένα βλέμμα παγερό -που ακόμα και τώρα είναι σα να το βλέπω μπροστά μου- πως δεν φιλοξενούσαν κάποιο κοριτσάκι με το δικό σου όνομα είτε με τα δικά σου χαρακτηριστικά.

Από το ίδρυμα με έβγαλαν σηκωτό οι αστυνομικοί. Δεν το θυμάμαι δηλαδή. Έτσι μου είπαν την επόμενη μέρα όταν ξύπνησα σε άθλια κατάσταση στο κρατητήριο, χωρίς καν να ξέρω πώς είχα βρεθεί εκεί.

Όταν ανέκτησα τις δυνάμεις μου και με άφησαν μετά από δυο μέρες να φύγω, δεν ήξερα τι να πιστέψω, δεν ήξερα τι να σκεφτώ.

Το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό ήταν πως σε βρήκαν οι φονιάδες του Μάρκου. Αλλά όταν τα σκέφτηκα πιο ψύχραιμα τα πράγματα, κατάλαβα πως αυτό ήταν αδύνατο να είχε συμβεί σε ένα ίδρυμα που λειτουργούσε υπό την προστασία της ίδιας της Βασίλισσας.

Δεν ήξερα τι να κάνω. Για μέρες, γύριζα στην Αθήνα σαν τρελός. Πήγα και βρήκα πολιτικούς, βουλευτές, προσπάθησα να κάνω τα αδύνατα δυνατά, αλλά άκρη δεν έβγαλα.

Ήταν λες κι είχε ανοίξει η γη και σε είχε καταπιεί.

Κάποιοι είχαν αποφασίσει να σε διαγράψουν από τα κατάστιχα. Να σβήσουν την ύπαρξή σου μονοκοντυλιά.

Κι όσο κι αν κάθε κύτταρο μου επαναστατούσε σε αυτή την πραγματικότητα, ήμουν πολύ μόνος και πολύ αδύναμος για να μπορέσω να την ανατρέψω.

Σταθήκαμε λίγοι απέναντί σου Σοφούλα.

Σταθήκαμε λίγοι απέναντι σε όλα τα παιδιά της γενιάς σου, που μεγάλωσαν βουτηγμένα στο αίμα και στο ψέμα.

Κι αυτό ο γερόφιλός μου ο Χρόνος δεν μπορεί να το αλλάξει, όσα παρακάλια κι αν του κάνω, όσες συγγνώμες κι αν ζητήσω.

Με αγάπη,

Στέφανος

Διαβάστε εδώ το Ένατο Μέρος

 

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture