SPOTLIGHT

/

Η κινηματογραφική ζωή της Δέσποινας Μοιραράκη από τα τρύπια παπούτσια στην αυτοκρατορία χαλιών και στην ... πτώχευση

Κοινοποίηση
Tweet

Δείτε ΦΩΤΟ

H ιστορία της ορφανής κόρης οικοδόμου που, αν και έμαθε από νωρίς ότι μαγικά χαλιά υπάρχουν μόνο στα παραμύθια, κατάφερε να γίνει η «βασίλισσα της μπουχάρας» συναρπάζει.

Με ανοιχτό χρέος 200.000 ευρώ και αντιμέτωπη με τον κίνδυνο πλειστηριασμού ακινήτου, η αίτηση πτώχευσης ήταν μονόδρομος για την επιχειρηματία Δέσποινα Μοιραράκη προκειμένου να πιέσει για τραπεζικό διακανονισμό.

Αυτοδημιούργητη και μαχήτρια, έχοντας πολλάκις περάσει διά πυρός και σιδήρου, η «βασίλισσα της μπουχάρας» ξέρει καλά ότι ο δρόμος για την επιτυχία δεν είναι στρωμένος με κόκκινα χαλιά.

«Ποιο μηδέν; Υπό του μηδενός ξεκίνησα», συνηθίζει να λέει η δαιμόνια εμπόρισσα χαλιών και τηλεπωλήτρια Δέσποινα Μοιραράκη όταν τη ρωτούν για το επιχειρηματικό της ξεκίνημα. Ορφανή από πατέρα από τα 6 της χρόνια, στα 17 της και πριν καν τελειώσει το σχολείο, παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο Κώστα Μοιραράκη και μπήκε στο εμπόριο. Εκτοτε η ζωή της θυμίζει roller coaster με συνεχή σκαμπανεβάσματα, προσωπικές και επαγγελματικές καταστροφές, επανεκκινήσεις και διαρκείς μάχες.

«Είμαι μια γυναίκα εγκρατής. Ποτέ δεν ήμουν σπάταλη. Δεν έκανα ποτέ επίδειξη πλούτου με Mercedes και Porsche. Είχα ένα Polo που με παρακαλούσαν τα παιδιά να μην το παρκάρω μπροστά στο κατάστημα και βλέπουν οι πελάτες τι οδηγώ. Τις περισσότερες φορές οδηγώ το φορτηγάκι της επιχείρησης. Δεν είναι στη φιλοσοφία μου η σπατάλη», είχε δηλώσει η Δέσποινα Μοιραράκη πριν από δύο χρόνια στο ένθετο τότε της εφημερίδας μας «Thema People». Την ίδια εκείνη ώρα της τηλεφωνικής συνέντευξης ανεβοκατέβηκε την Ερμού πέντε φορές. Είχε δει ένα ζευγάρι μπότες σε μια βιτρίνα και έκανε πάνω-κάτω μέχρι να καταλήξει αν θα τις αγοράσει. Στην έκτη γύρα αποφάσισε τελικά να μπει στο μαγαζί και να τις πάρει. Είχαν, όμως, πουληθεί. Μικρό το κακό αφού δεν ανήκει στις γυναίκες που σκορπάνε τα λεφτά τους αλόγιστα σε ρούχα, τσάντες και κοσμήματα. Εχει ζήσει τόσο στερημένα, που ξέρει να εκτιμά την αξία ενός και μόνο ευρώ αφού από την παιδική της ηλικία έζησε στο μεδούλι την έννοια της επιβίωσης. Κόρη του οικοδόμου Γιώργου και της Αναστασίας Κάτσα, όπως είναι το πατρικό της επώνυμο, η Δέσποινα μαζί με την κατά δύο χρόνια μικρότερη αδελφή της Σοφία, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Ψυχικό σε ένα σπίτι που μόλις και μετά βίας μπορούσε να συντηρηθεί.

Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν στα 6 της χρόνια έχασε τον πατέρα της από εργατικό ατύχημα πήγαινε μαζί με τον νονό της να καθαρίσει ένα πηγάδι στην Εύβοια και έπεσε βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι του. Τον πρώτο χρόνο μετά την απώλειά του οι τρεις τους πήγαν να ζήσουν στο Μαρκόπουλο Ωρωπού και επέστρεψαν στο σπίτι του Ψυχικού έναν μήνα αργότερα. Η μητέρα της Αναστασία έντυσε όλο το σπίτι με μαύρες κορδέλες και μπλε κόλλα και δεν ξαναβγήκε έξω χωρίς μαύρο μαντίλι στο κεφάλι παρά μόνο κάποια χρόνια αργότερα για τον γάμο της κόρης της. Η δική της «βασίλισσα», όπως την αποκαλεί, έγινε για τα δύο κορίτσια μάνα και πατέρας μαζί προσπαθώντας από την πενιχρή σύνταξη του μακαρίτη να τα φέρει βόλτα κάνοντας αιματηρές οικονομίες. Τόσα για τη λαϊκή, τόσα για τον γιατρό και ούτε μια δεκάρα παραπάνω για ό,τι δεν ήταν απολύτως απαραίτητο.

Στο σχολείο η Δέσποινα πάντα περίμενε να ανέβει τελευταία τη σκάλα για να αποφεύγει τα σχόλια των συμμαθητών της για τα τρύπια παπούτσια της, ενώ μοναδική της διασκέδαση σε εκείνα τα πέτρινα χρόνια ήταν να βλέπει τον «Αγνωστο πόλεμο» στην τηλεόραση κλεισμένη στο σπίτι ή να πηγαίνουν οι τρεις τους για έναν μήνα το καλοκαίρι στο σπίτι τους στον Ωρωπό για παραθερισμό. Στο μέρος που ακόμα και σήμερα θεωρεί ησυχαστήριό της και εκεί όπου γνώρισε τον κατά 18 χρόνια μεγαλύτερό της Κώστα Μοιραράκη, τον πρώτο της σύζυγο. Μόλις 17 ετών, ψάχνοντας, όπως η ίδια έχει πει, τον πατέρα που δεν πρόλαβε να ζήσει, τον παντρεύτηκε ελπίζοντας να ξεφύγει από τις δυσκολίες. Τελικά στις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες προστίθενται και άλλες, ακόμα χειρότερες. Εναν χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Γιώργος ενώ ήδη στο σπίτι υπάρχει άλλο ένα παιδί, ο 4χρονος γιος του Μοιραράκη, Γιάννης, από τον πρώτο του γάμο. Με τον άντρα της, έμπορο έργων τέχνης που διατηρούσε μαγαζί με αντίκες στο κέντρο της Αθήνας, τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν ο γιος τους ήταν μόλις 40 ημερών. Κάποια οικονομικά ανοίγματα και χρέη τον ανάγκασαν να απέχει για τέσσερα ολόκληρα χρόνια όχι μόνο από την επιχείρηση, αλλά και από το σπίτι. Η Δέσποινα, πάλι μόνη της, πάλευε με τα κύματα προσπαθώντας να ζήσει όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τα δύο παιδιά, το δικό της και το δικό του, τον οποίο μεγαλώνει σαν βιολογικό της παιδί. Μυήθηκε στο εμπόριο πουλώντας μικροπράγματα στο γιουσουρούμ στο Μοναστηράκι τις Κυριακές, κρατούσε μόνη της το μαγαζί και συντηρούσε όλη την οικογένεια.

 

Συγχρόνως άρχισε να ξεψαχνίζει φημισμένα παζάρια από το Πορτομπέλο μέχρι τη Βουδαπέστη για να βρει αντικείμενα να πουλήσει στην Ελλάδα. Σε ένα από τα ταξίδια της στο Λονδίνο ένας Πέρσης έμπορος της χάρισε το πρώτο της χαλί. Εκείνη το έβαλε σε περίοπτη θέση στη βιτρίνα, το πούλησε σε διπλάσια τιμή από το κόστος του. Εκτοτε επέστρεφε στο Λονδίνο κουβαλώντας πάντα χαλιά. Κάπως έτσι ξεκίνησε η αγάπη της για το χαλί αλλά και τα ταξίδια. Οταν πια ο άντρας της επέστρεψε σπίτι, τα πράγματα αντί να βελτιωθούν χειροτέρευσαν. Το ζευγάρι καβγάδιζε συνέχεια, είχαν διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα, ο μεταξύ τους ανταγωνισμός στη δουλειά έβγαζε στην επιφάνεια το χάσμα. Την προσέβαλλε, την αμφισβητούσε επαγγελματικά, την απαξίωνε. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν σφοδρές και συχνά βίαιες, ενώ είχαν αποκτήσει ένα ακόμα γιο, τον Τάσο. Η ίδια αργότερα σε συνεντεύξεις της θα αποκαλύψει ότι όχι μόνο έχει απατηθεί από τον πρώτο σύζυγό της, αλλά και κακοποιηθεί: «Το διαχειρίστηκα μέχρι ενός σημείου γιατί είχα παιδιά και δεν ήθελα να χωρίσω. Εχω ταλαιπωρηθεί και κακοποιηθεί σε ύψιστο βαθμό στον πρώτο μου γάμο και αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήθελα να ξαναπαντρευτώ. Οταν σε χτυπήσει την πρώτη φορά, δεν το πιστεύεις. Ούτε πιστεύεις ότι θα έρθει και η δεύτερη και η τρίτη... Ηταν Πάσχα και ήμουν έτοιμη να αυτοκτονήσω, πήγαινα στην εκκλησία και έλεγα: ‘‘Θεέ μου, Παναγιά μου, τιμώρησέ τον εσύ γι’ αυτά που έκανε. Εγώ δεν μπορώ να τον τιμωρήσω’’». Οι τσακωμοί συνεχίζονταν, η επαγγελματική της αμφισβήτηση από τον σύζυγό της ήταν καθημερινή, με τα παιδιά της να είναι πια στην εφηβεία. Η κατάσταση είχε φτάσει πια στο απροχώρητο. Την έδιωξε από το μαγαζί με τη φράση «Τράβα τον Γολγοθά σου».

Η Δέσποινα είχε πλέον αποκλειστικά την ευθύνη να μεγαλώσει και τα τρία παιδιά μόνη της, αφού και ο γιος του άντρα της θέλησε να μείνει μαζί της. Ηταν τότε που οδηγώντας με δάκρυα στα μάτια ορκίστηκε στον εαυτό της ότι θα πετύχει. Και αντί για τον Γολγοθά της τράβηξε την επαγγελματική ανηφόρα και έγινε γνωστή στο Πανελλήνιο. Κι όχι μόνο.

Η σχέση της με την τηλεόραση ξεκίνησε το 1989 εντελώς τυχαία χάρη σε ένα τηλεφώνημα: εκείνο του Γιώργου Κουρή, ιδιοκτήτη τότε του Καναλιού 29, που τη γνώριζε και είχε διακρίνει την καπατσοσύνη της στις πωλήσεις. Της πρότεινε να αναλάβει εκπομπή τα Σαββατοκύριακα για να πουλάει τηλεοπτικά τα χαλιά της μέσω τηλεφώνου. Εκείνη ήταν διστακτική καθώς δεν είχε ιδέα από τηλεόραση. «Θα το κάνεις και θα έχεις κι επιτυχία. Εσύ είσαι ικανή να πουλήσεις ακόμα και την Ακρόπολη», της είπε ο Κουρής. Μετά το τέλος της πρώτης εκπομπής της, ο πρώτος άνθρωπος που τηλεφώνησε ήταν η μητέρα της η οποία της επισήμανε ότι πρέπει να στέκεται πιο κομψά και όχι με ανοιχτά τα πόδια. Την παρακολουθούσε καθημερινά και κάθε φορά τής έλεγε τα λάθη της. Οταν έκλεισε το Κανάλι 29, πήγε στο ΤΗΛΕ-ΑΣΤΥ και μετά βρέθηκε στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ TV, από το 1994 μέχρι το 2010. Εκεί γνώρισε τεράστια αναγνώριση και εκεί έκανε το τεράστιο επαγγελματικό και κοινωνικό άλμα. Είχε πια μάθει τα τηλεοπτικά κόλπα, είχε αποκτήσει άνεση έμπειρης παρουσιάστριας ενώ η εκπομπή της έγινε σχεδόν καλτ.

Ο κόσμος τη χάζευε, την εμπιστευόταν και εκείνη είχε να παινεύεται ότι ποτέ δεν πούλησε χαλί πλαστό ή σκάρτο. Και οι πωλήσεις έσκιζαν, αγόραζαν όλοι, εύποροι και μικρομεσαίοι, άσημοι και διάσημοι, αφού ήξεραν ότι η Δέσποινα έπαιρνε σβάρνα την Ινδία και το Ιράν και γυρνούσε με πλούσια αυθεντική πραμάτεια. Την ημέρα της ορκωμοσίας του Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, την πήρε τηλέφωνο ο Τάσος Μπιρσίμ για να της ζητήσει να βάλει χαλί έξω από το Μαξίμου. Το έκανε με μεγάλη της χαρά φυσικά, όπως και κάποια χρόνια αργότερα, όταν χτίστηκε το σπίτι της Αγράμπελης, της ζήτησαν να ντύσει με χαλιά τη ροζ βίλα.

Στα 30 αυτά χρόνια τα περιστατικά ήταν δεκάδες. Μεταξύ αυτών, όταν στη διάρκεια της εκπομπής την ειδοποίησαν ότι τη ζητά επίμονα μια «τρελή» που λέει ότι είναι η Βουγιουκλάκη και θέλει να της μιλήσει. Οταν ζήτησε από τον σκηνοθέτη της να επικοινωνήσει εκτός πλάνου μαζί της, άκουσε μια γυναικεία φωνή να της λέει: « Γεια σου, Δέσποινα, είμαι η Αλίκη. Είμαι στο σπίτι μου στη Στησιχόρου, μασουλάω και σε παρακολουθώ. Θέλω αυτό το χαλί που δείχνεις». Την επομένη η Μοιραράκη στις 11 το πρωί ήταν στο σπίτι της Αλίκης για καφέ. Μαζί με το χαλί φυσικά. Για 15 χρόνια που ήταν στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤV δεν κατάφερε ποτέ να βγει βράδυ Σαββάτου ή Κυριακής. Από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 5 τα ξημερώματα ήταν live στην τηλεόραση. «Την καλύτερη δεκαπενταετία μου ως γυναίκα δεν κατάφερα να βγω ένα βράδυ Σαββάτου. Ημουν μια χωρισμένη γυναίκα, αλλά μετά τον χωρισμό δεν ήθελα να βλέπω άντρα. Με πήγε η αδελφή μου έξω από το κατάστημα της Γλυφάδας μια μέρα. ‘‘Σήκωσε τα μάτια σου, αδελφή, να δεις τι λέει στην επιγραφή: Δέσποινα Μοιραράκη’’. Το όνομα το διεκδίκησα δικαστικά. Δεν ήθελα να γυρίσω στο πατρικό μου. Τιμή είναι που το κουβαλάω. Εγώ αγωνίστηκα να το χτίσω. Και ακόμα αγωνίζομαι», έχει διηγηθεί η ίδια για την απόφασή της να φέρει το όνομα του πρώην συζύγου της με τον οποίο οι δρόμοι τους χώρισαν κάθε άλλο παρά ειρηνικά. Μαζί είχαν ξεκινήσει τις τηλεοπτικές πωλήσεις το ’89, κάτι που μετά τον χωρισμό τους ήταν αδύνατο να συνεχιστεί.

Αμέσως μόλις χώρισε από τον Κώστα Μοιραράκη, η Δέσποινα πείσμωσε. Και αποφάσισε να ορθοποδήσει όπως ορκίστηκε στον εαυτό της. Το 1990, και ενώ έχει ήδη εδώ κι έναν χρόνο ξεκινήσει τις τηλεοπτικές πωλήσεις, νοίκιασε το πρώτο της κατάστημα στην Κηφισιά στο οποίο τοποθέτησε μια εμφανή ταμπέλα με το όνομα «Μοιραράκη». Εχει μπει σε ένα ανδροκρατούμενο τότε επάγγελμα και, ακόμα χειρότερο, σε μια σνομπ γειτονιά. Την απαξίωναν, αλλά και την πείσμωναν. Τελικά κατάφερε να εξασφαλίσει εμπόρευμα από μια αποθήκη στη Στουτγάρδη και όταν πλέον γνώρισε έναν μεγαλέμπορο χαλιών στη Γερμανία επισκέφτηκε ξανά το Ιράν. Εμαθε να φορά τσαντόρ και να συγχρωτίζεται με τους ντόπιους, μυήθηκε στην κουλτούρα της χώρας και τις καθημερινές συνήθειες των κατοίκων, περιπλανήθηκε στις αγορές της και δικτυώθηκε. Τα παιδιά της, που ήταν στο πλάι της στην απόφασή της να χωρίσει από τον πατέρα τους, πάντα την ενθάρρυναν να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Να βρει έναν άνθρωπο να τη στηρίζει, να μην τα κάνει όλα μόνη της. Είχε περάσει κατάθλιψη μετά το διαζύγιό της και οι μόνοι με τους οποίους είχε να μιλάει ήταν η μάνα και η αδελφή της.

Μοναδική της διέξοδος η εργασιοθεραπεία μέχρι που το 2006 γνώρισε τον τωρινό της σύζυγο, υποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού, Γιάννη Κοντούλη. Γνωρίστηκαν -πού αλλού;- σε μια έκθεση χαλιών στα Χανιά. Εκείνος ήταν σε άσκηση με τη φρεγάτα «Σπέτσαι» και το βράδυ κατά την έξοδό του βρέθηκε στον χώρο της έκθεσης. Δέκα ημέρες αργότερα ξανασυναντήθηκαν στην Αθήνα και έκτοτε δεν χωρίστηκαν ποτέ. Του είχε πει ότι δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί, φοβόταν μην ξαναπεράσει τα ίδια. Τελικά άλλαξε γνώμη μετά από ένα κοινό ταξίδι τους στη Φλωρεντία, όταν συνειδητοποίησε ότι είναι ο άνθρωπός της. Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στην αρχή ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού το 2011 και τον Ιούνιο ακολούθησε και ο θρησκευτικός γάμος με όλες τις τιμές, στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Καβούρι, με την ίδια ντυμένη με νυφικό MI-RO και με τους δύο γιους της να τη συνοδεύουν στην εκκλησία. Είχε μάλιστα στηθεί εξέδρα 7 μέτρων για την τηλεοπτική κάλυψη του γάμου με έξι κάμερες, ενώ σκηνοθέτης ήταν ο Μπιρσίμ, εκείνος που κάποτε την πήρε τηλέφωνο για τα χαλιά στο Μαξίμου.

To 2012 και ενώ η οικονομική κρίση άπλωνε τα πλοκάμια της στη χώρα, η επιχείρηση της Δέσποινας Μοιραράκη δέχτηκε τα πρώτα καίρια χτυπήματα.

Η «βασίλισσα της μπουχάρας», όπως την αποκαλούν, αν και κατάφερε να αντισταθεί σθεναρά κάνοντας μπίζνες στα Βαλκάνια, βρέθηκε ξανά στα πρόθυρα της χρεοκοπίας αφού τα μεγάλα επιχειρηματικά ανοίγματα και η αδυναμία αποπλήρωσης χρέους 200.000 ευρώ σε πιστωτικό ίδρυμα την ανάγκασαν να καταθέσει αίτηση πτώχευσης όταν ειδοποιήθηκε από την τράπεζα ότι ένα από τα ακίνητά της στη Λεωφόρο Κηφισίας θα έβγαινε σε πλειστηριασμό στις 12 Φεβρουαρίου.

Όπως παραδέχθηκε η ίδια σε τηλεοπτική παρέμβασή της, η αίτηση πτώχευσης της εταιρείας εμπορίας χαλιών ήταν ουσιαστικά ένα μέσο πίεσης εκ μέρους της προς την τράπεζα προκειμένου να προβεί σε τραπεζικό διακανονισμό ρύθμισης του χρέους.

Το μέτρο φαίνεται ότι απέδωσε, αφού, όπως είπε, κατάφερε να επέλθει συμφωνία με την τράπεζα, να ματαιωθεί ο πλειστηριασμός και να αποσυρθεί η αίτηση πτώχευσης.

«Γνωρίζετε όλοι ότι όταν υπάρχει ένας χρέος και η περιουσία η οποία υπάρχει το υπερκαλύπτει, οι τράπεζες δεν κάνουν κουρέματα και πιέζουν υπερβολικά. Αγωνίστηκα περισσότερο από έναν χρόνο και τελικώς τα κατάφερα.

Η εταιρεία υπάρχει και αγωνίζεται και είναι ζωντανή ενώ άνοιξε και νέο κατάστημα», δήλωσε η ίδια με κατηγορηματικό τρόπο, αν και ταραγμένη λόγω της δημοσιότητας που πήρε το θέμα, αφού το brand Miraraki δεν είναι για εκείνη μόνο επιχείρηση, αλλά το τρίτο της παιδί.

 

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Spotlight