Του Δημήτρη Αβραμίδη
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ομιλία-παρέμβαση στα Καλάβρυτα (30/9) ενώπιον πενήντα γερμανών δημοσιογράφων της Ντόϊτσε Βέλε με θέμα το «χρέος της μνήμης». Ακολούθησε συζήτηση αλλά και συναυλία της χορωδίας της Ντόϊτσε Βέλε.
«Πάει καιρός που είμαστε υποψιασμένοι και μάλιστα για τα καλά. Η μνήμη δεν είναι κάτι που βρίσκεται μέσα στα βιβλία της ιστορίας, μέσα στη σκέψη των ανθρώπων, δεδομένη και αναλλοίωτη και η μόνη μας υποχρέωση είναι να τη διατηρούμε και να τη μεταδίδουμε από γενιά σε γενιά.
Ξέρουμε πια και πολύ καλά ότι η διαχείριση της μνήμης ή πιο σωστά οι πόλεμοι της μνήμης μαίνονται αδιάκοπα και αυτό που αποκαλούμε ιστορική μνήμη είναι ένα πεδίο αέναων αντιπαραθέσεων, ένα πεδίο γεμάτο από σκοπιμότητες και επί μέρους αναγνώσεις που συχνά κόβονται και ράβονται στα μέτρα του εκάστοτε αφηγητή και των αναγκών του.
Στο σημείο αυτό ελλοχεύει ένας πρώτος κίνδυνος. Να αποδεχθούμε ένα σχετικισμό όπου εμφανίζεται ο καθείς και η άποψή του σε μια, περίπου, ιστορική και ηθική ισοδυναμία όλων των απόψεων. Από το σημείο αυτό μέχρι τη σύγχυση μεταξύ θύματος και θύτη η απόσταση είναι ελάχιστη. Αυτόν τον κίνδυνο οφείλουμε να τον καταπολεμάμε συνεχώς . Η διάκριση μεταξύ θύματος και θύτη θα πρέπει να είναι πάντα το σταθερό σημείο εκκίνησης κάθε προσέγγισης.
Ένας δεύτερος κίνδυνος για τον οποίο θα ήθελα να μιλήσω εκτενέστερα είναι η προσέγγιση της μνήμης με βάση κυρίαρχα στερεότυπα. Είναι γνωστό ότι αυτό που εμείς οι έλληνες λέμε μικρασιατική καταστροφή, στα τουρκικά σχολικά βιβλία ορίζεται ως πόλεμος της ανεξαρτησίας. Εδώ, εκατέρωθεν του Αιγαίου, βλέπουμε δύο κυρίαρχα στερεότυπα που μιλάνε για το ίδιο γεγονός. Η καταστροφή του ενός είναι η ανεξαρτησία του άλλου κι αντίστροφα. Και φυσικά δεν είναι καθόλου εύκολο να περάσουμε πάνω από τα στερεότυπα και να συγκροτήσουμε μια πληρέστερη άποψη για τα γεγονότα, όταν μάλιστα αυτά είναι βίαια, αιματηρά και έχουν σφραγίσει ανεξίτηλα τη ζωή των ανθρώπων και των τόπων.
Κλασικό παράδειγμα και για τα στερεότυπα αλλά και για τη δυσκολία αναστοχασμού τους είναι η καταστροφή, το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων που σημειώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1943.
Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, τα όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Πρόκειται για μία μαύρη-κατάμαυρη στιγμή που αποτελεί βαθιά τομή στην ιστορία των Καλαβρύτων και των Καλαβρυτινών. Εδώ μπορούμε να διαβάσουμε και να προσεγγίσουμε τα πάντα στη λογική του πριν και του μετά την καταστροφή. Η τομή είναι βαθιά και ανεπούλωτη.
Ωστόσο από τα γεγονότα του 1943 μας χωρίζουν 73 χρόνια. Δεν ξέρω αν είναι πολύς ή λίγος αυτός ο χρόνος. Στην κλίμακα του ατομικού βίου είναι οπωσδήποτε πολύς, στην κλίμακα του ιστορικού βίου μπορεί και να είναι ελάχιστος.
Αν πάντως παραμείνουμε στο πεδίο του σήμερα μπορούμε να προχωρήσουμε σε μερικές διαπιστώσεις. Τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία έχει εμφανιστεί με ιδιαίτερη ένταση μια αντιγερμανική διάθεση. Είναι το Βερολίνο που εμφανίζεται ως βασικός υπαίτιος μιας οικονομικής πολιτικής που επιβάλλεται στην Ελλάδα και που οδηγεί στη φτώχεια την ελληνική κοινωνία. Είναι το Βερολίνο που επιβάλλει τα μνημόνια, τις περικοπές, τους σκληρούς όρους. Από εκεί και πέρα ο δρόμος είναι ανοιχτός. Είναι και πάλι το Βερολίνο που επιβάλλει την κυριαρχία του σε όλη την Ευρώπη, είναι οι Γερμανοί που πετυχαίνουν τώρα διαμέσου της οικονομίας αυτά που δεν κατάφεραν με τον πόλεμο.
Δεν έχει σημασία αν όλα αυτά είναι ή όχι βάσιμα και τι βαθμό βασιμότητας διατηρούν. Διότι αυτό που μόλις περιέγραψα είναι ένα διαδεδομένο, ένα κοινό δημόσιο αίσθημα στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων.
Τα υπόλοιπα ακολουθούν τη δική τους λογική. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα επανήλθε στην ελληνική κοινή γνώμη με ιδιαίτερη ένταση και το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων καθώς και το θέμα του περίφημου κατοχικού δανείου. Δεν θα επεκταθώ στις δυσκολίες που προκαλούν στις διμερείς σχέσεις αυτά τα προβλήματα, ούτε θα μπω στην ουσία τους, δεν νοιώθω άλλωστε αρμόδιος να μιλήσω γι’ αυτά. Μπορώ όμως να διερμηνεύσω την κοινή γνώμη, μια κοινή γνώμη απολύτως πεπεισμένη ότι εν προκειμένω η Ελλάδα αδικείται και ότι η Γερμανία δεν κάνει όσα οφείλει απέναντί της. Και πάντως το Βερολίνο στα θέματα αυτά εκπέμπει μια αδιαλλαξία ή τουλάχιστον αυτό εισπράττουν οι Έλληνες.
Από εκεί κι έπειτα οι συνέπειες προκύπτουν αθρόες κι αναπόφευκτες. Οι κατοχικές μνήμες και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι μνήμες του Καλαβρυτινού ολοκαυτώματος φιλτράρονται μέσα από αυτήν την τρέχουσα οπτική και το κλίμα βαραίνει. Αφ’ ης στιγμής είδαμε σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης την καγκελάριο Μέρκελ με μουστάκι α λα Χίτλερ και σε γερμανικά μέσα ενημέρωσης την Αφροδίτη της Μήλου να ζητιανεύει, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα δηλητηριασμένο κλίμα.
Φοβάμαι πως βρισκόμαστε σε ένα υπονομευμένο πεδίο. Διότι αν η Μέρκελ είναι ο Χίτλερ και η Ελλάδα μια ζητιάνα, αναρωτιέμαι τι κάνουμε σήμερα εμείς εδώ. Όπως επίσης αναρωτιέμαι και με ποιο τρόπο, μέσα σε μια τέτοια δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα, μπορούμε να συλλογιστούμε αλλά και να βιώσουμε το χρέος της μνήμης αλλά και τη μνήμη του χρέους.
Δεν ξέρω αν αυτό αρκεί, αλλά θαρρώ πως θα ήταν μια κάποια αρχή αν ξεκινούσαμε εξηγώντας εις εαυτούς και αλλήλους πως η Μέρκελ δεν είναι Χίτλερ και η Ελλάδα δεν είναι ζητιάνα. Με αυτόν τον τρόπο, θαρρώ, πως θα προσεγγίζαμε καλύτερα και τη μνήμη του Καλαβρυτινού ολοκαυτώματος μέσα στην τρέχουσα συγκυρία».
Στη φωτογραφία, μαζί με την Ειρήνη Αναστασοπούλου, του γερμανικού ραδιοσταθμού
Στη φωτογραφία, μαζί με την Ειρήνη Αναστασοπούλου, του γερμανικού ραδιοσταθμού
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr