Του Γιάννη Λάμπρου Μέλους της Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
Ένα από τα πιο σημαντικά οικονομικά στοιχεία των τελευταίων ετών – για το οποίο πολύ λίγα πράγματα καταγράφονται στην καθημερινή δημοσιογραφία -είναι το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου. Σύμφωνα με την Επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μ. Δαμανάκη σε πρόσφατη ενημέρωση που παρείχε στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων η ύπαρξη ελλειμμάτων στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, συνδέεται με την ύπαρξη αδρανών πλεονασμάτων στη Σουηδία, τη Γερμανία, τη Δανία.
Δεν θα προσπαθήσουμε να μπούμε σε μια στείρα θεωρητικολογία εάν τα ελλείμματα δημιούργησαν τα πλεονάσματα ή το αντίστροφο – είναι σαφές ότι και τα δύο ισχύουν – αλλά θα τονίσουμε ότι καμία προσπάθεια δεν γίνεται για να γεφυρωθεί το χάσμα αυτό. Πολύ περισσότερο συνηθίζουμε να μιλάμε για την κρίση σαν να είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Αντιθέτως, η ύφεση είναι παρούσα σε όλη την ευρωπαϊκή γεωγραφία, μόνο που εκδηλώνεται σε κάθε χώρα με διαφορετικό τρόπο.
Ωστόσο, αυτό που είναι κοινό στις περισσότερες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου είναι τα οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία της φτώχειας και της ανεργίας. Ένα ποσοστό που κυμαίνεται ανάμεσα στο ένα τέταρτο και ένα τρίτο του πληθυσμού αντιμέτωπο με τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό δεν αφήνει ίχνος αισιοδοξίας σε κανέναν πολιτικό, φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκράτη, πολύ περισσότερο σε κανέναν πολίτη.
Είναι λοιπόν καταδικασμένη η Ευρώπη να καταρρεύσει αφού δεν κατάφερε να εκπληρώσει τους προγραμματικούς στόχους της για πλήρη οικονομική ενοποίηση που θα έδινε την απάντηση στα οξύτατα κοινωνικά προβλήματα των μεταπολεμικών δεκαετιών. Η απάντηση είναι δύσκολο να δοθεί καθότι εξαρτάται από τα βήματα που θα ακολουθήσει και τις πολιτικές που θα χαράξει η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση στο άμεσο μέλλον.
Παρ΄ όλα αυτά ένα είναι σίγουρο. Εάν συνεχίσουμε στο ίδιο μοτίβο θέτοντας αυστηρούς κανόνες δημοσιονομικής προσαρμογής στον ελλειμματικό Νότο χωρίς να θέτουμε ανάλογους κανόνες στον πλεονασματικό Βορρά τότε τα αποτελέσματα θα ενισχύουν το παρατηρούμενο χάσμα αντί να το γεφυρώνουν.
Για αυτό το λόγο όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί παραδέχονται ότι η λύση πρέπει να αναζητηθεί στη μεταφορά πόρων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώνοντας ένα νέο deal που θα προκρίνει τη δημοσιονομική αλληλεγγύη έναντι της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Οι τρόποι για να γίνει αυτή η μεταφορά κεφαλαίων είναι ήδη γνωστοί τόσο επιστρατεύοντας την κοινή λογική όσο και τη διεθνή εμπειρία. Με μια ανάλογη μεταφορά κεφαλαίων άλλωστε ανοικοδομήθηκε η Γερμανία το 1953.
Όλα όσα είχε υποστηρίξει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ από την αρχή της κρίσης τίθενται σήμερα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ως προτάσεις (ευρωομόλογα, διαγραφή μέρους του χρέους, αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης, κ.λ.π. ) διαψεύδοντας όσους διατυμπάνιζαν το αδύνατο και ανεφάρμοστο των όσων έλεγε. Σήμερα είναι υποχρεωμένοι ακόμα και οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού να παραδεχθούν ότι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει εκατομμύρια ευρωπαίους στη χρεωκοπία και την εξαθλίωση.
Είναι καιρός να αντιληφθούμε ότι αυτές οι πολιτικές δεν είναι μονόδρομος.
Εάν, όμως, αυτά είναι τα αποτελέσματα των πολιτικών που υιοθετήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με την δημοσιονομική πολιτική που επιβλήθηκε στις χώρες του Νότου και το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλεονασματικού Βορρά και ελλειμματικού Νότου τότε τίθεται το ερώτημα πώς βγαίνουμε από μια κρίση που είναι όχι μόνο ελληνική αλλά ευρωπαϊκή.
Ωστόσο, αυτό είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η δεύτερη αφορά το πώς διαμορφώνει η Ελλάδα τους δικούς της όρους – στο μέτρο του εφικτού βέβαια – για την ανόρθωση της οικονομίας της. Δυστυχώς, προσπαθούμε να απαντήσουμε στην ύφεση με ακόμα μεγαλύτερη ύφεση. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα από την πρόσφατη επικαιρότητα, ενδεικτικό του τι συμβαίνει.
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ ανακοίνωσε ότι σκέφτεται να μειώσει τις παραγωγικές της δομές συνέπεια των ζημιών που κατέγραψε το 2012. Ας δούμε τι λέει η ίδια εταιρία για το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιήθηκε το τελευταίο έτος.
«Ο δραστικός περιορισμός της χορήγησης στεγαστικών δανείων, η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, οι αρνητικές προσδοκίες για τις τιμές των ακινήτων, το υπερβάλλον απόθεμα αδιάθετων κατοικιών, και η υπέρμετρη φορολόγηση των ακινήτων έχουν αδρανοποιήσει τη ζήτηση για οικιστικά ακίνητα.
Επιπλέον, στην κατάρρευση της κατασκευαστικής δραστηριότητας συνεισφέρουν οι συνεχείς περικοπές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και οι μακροχρόνιες καθυστερήσεις του Δημοσίου να εξοφλήσει τις οφειλές του. Η διαμόρφωση της ζήτησης στην εγχώρια αγορά σε εξαιρετικά χαμηλά πλέον επίπεδα, δημιουργεί δομικό πρόβλημα για την ελληνική τσιμεντοβιομηχανία….»
Με λίγα λόγια, η ύφεση λόγω των αυστηρών δημοσιονομικών πολιτικών που αντανακλούν στα λαϊκά εισοδήματα, που είναι ο βασικός πυλώνας της κατασκευαστικής δραστηριότητας, και στα δημόσια έργα έχει οδηγήσει σε στραγγαλισμό την τσιμεντοβιομηχανία. Ούτε κουβέντα για υψηλά μεροκάματα, για επιζήμιες απεργίες, για μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, κ.λ.π.
Και συνεχίζει ο απολογισμός για το 2012 με δυσοίωνες προβλέψεις για την προσεχή χρονιά αναφέροντας ότι «η ζήτηση δομικών υλικών έχει περιθώρια περαιτέρω μείωσης από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στα οποία βρίσκεται, τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του έτους» εκτιμώντας ότι «το 2013 προβλέπεται ότι θα είναι μια ακόμη δύσκολη χρονιά για τον Όμιλο ΤΙΤΑΝ».
Είναι σαφές ότι το πρόβλημα της εξαϋλωμένης ζήτησης δεν επιλύεται με περαιτέρω μείωση της ήδη χαμηλής αγοραστικής δύναμης ούτε με επιπλέον συρρίκνωση του δημόσιου τομέα. Τότε γιατί τίθεται από την τρικομματική κυβέρνηση ως όρος ανάπτυξης η καταστροφή των καταναλωτών; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορεί να απαντήσει ουδείς εχέφρων οικονομολόγος ή πολιτικός. Ακόμα και ο νεοφιλελεύθερος Κρούγκμαν διαπιστώνει αδυναμία εξόδου από το σπιράλ ύφεσης και χρέους με τις πολιτικές της λιτότητας.
Εάν επιζητούμε την ανάπτυξη, αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πολιτικές που θα ενισχύουν τις δημόσιες επενδύσεις, με προγράμματα που θα θέτουν συγκεκριμένους στόχους αύξησης των ποσοτικών μεγεθών αλλά και των ποιοτικών χαρακτηριστικών της οικονομίας. Δηλαδή με αναδιανομή του πλούτου σε όφελος των χαμηλότερων εισοδημάτων, με τόνωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και μικρομεσαίων και με στήριξη του δημόσιου παράγοντα σε στρατηγικές επιχειρήσεις και τομείς. Τα λιμνάζοντα υπερκέρδη, δεν ευνόησαν ούτε αυτούς που τα έχουν, ούτε αυτούς από τους οποίους δημιουργήθηκαν.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr