Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Η Αριστερά, τα Κινήματα, το ΚΚΕ και ο Μαρκούζε

Η Αριστερά, τα Κινήματα, το ΚΚΕ και ο Μαρκούζε

Του Βασίλη Μάρκου

Επειδή και στις ημέρες μας η ιδεολογική και πολιτική διαφοροποίηση του ΚΚΕ από άλλες αριστερές προσεγγίσεις για το πως θα αλλάξουμε το σύστημα, προσλαμβάνει αφοριστικό χαρακτήρα γι αυτές τις προσεγγίσεις, ανέτρεξα στο βιβλίο: «Πώς απαντάει η αριστερά στον Μαρκούζε» και παράλληλα σε ένα άρθρο του ριζοσπάστη που δημοσιεύθηκε στις 29 Δεκέμβρη 1998  που απαντάει στον Μαρκούζε όπως απαντάει και σε όσους δεν συσπειρώνονται με το ΚΚΕ.

Στο βιβλίο αυτό η αριστερά απαντάει με τρόπο που αποφεύγει τις περιχαρακώσεις και ευνοεί την ευελιξία στην θεώρηση τι θεωρούμε επαναστατικό ανάλογα με την κάθε ιστορική συγκυρία κάτι που φωτίζεται περισσότερο διαβάζοντας το τελευταίο κεφάλαιο του Μανιφέστου του Μαρξ.

Στο βιβλίο για τον Μαρκούζε, η Αριστερά απαντά με την  διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στην εξέγερση που υποστηρίζει ο φιλόσοφος και στην επανάσταση .

Διαβάζοντας την κριτική που ασκεί η αριστερά στον Χέρμπερτ Μαρκούζε στο ομώνυμο βιβλίο  και συγκρίνοντας την με την κριτική που του ασκείται στο άρθρο του Ριζοσπάστη καταλαβαίνει κανείς ότι η πρώτη επικεντρώνεται στον διαχωρισμό που επιτυγχάνεται μεταξύ θεωρίας και πράξης, εγχείρημα αντιμαρξιστικό.

Ο διαχωρισμός αυτός τίθεται σε διασταλτική μορφή και εμπεριέχει την δυνατότητα αναπροσαρμογής κάθε φορά των δύο αυτών όρων ανάλογα με την ιστορική συγκυρία.  Η θέση αυτή όπως θα δειχθεί βρίσκεται σε αρμονία με το τελευταίο κεφάλαιο του Μανιφέστου του Μαρξ και Έγκελς.

Υπό άλλη σκοπιά ο Ριζοσπάστης καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα εκκινώντας από διαφορετικές αιτιάσεις. Συγκεκριμένα επικαλείται στο άρθρο την αποσιώπηση από τον φιλόσοφο του ιστορικού ρόλου που πρέπει να παίξει η εργατική τάξη αναφορικά με την κατάρρευση  του καπιταλιστικού συστήματος επειδή έχει ενσωματωθεί  στο σύστημα. Οι «λούμπεν προλετάριοι» όπως τους λέει ο Μαρξ.

Περαιτέρω,  αποθέτει τις ελπίδες του στις περιθωριακές ομάδες , σε αυτούς δηλαδή που βρίσκονται εκτός συστήματος. Καταρχήν η κριτική αυτή που του γίνεται με βρίσκει σύμφωνο. Στο μέτρο όμως που αποσιωπείται ο μεταβατικός ρόλος άλλων μικροεπαναστατικών δυνάμεων όπως η μικροαστική τάξη για παράδειγμα , διατυπώνεται  μισή η αλήθεια και διαστρεβλώνεται το πρόταγμα  του Μαρξ .

Η μη συμπερίληψη των ομάδων αυτών  ως συνιστώσες συμμάχων προς την σταδιακή κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων , ομοιάζει σε είδος με το ατόπημα του Μαρκούζε σύμφωνα με την κριτική προσέγγιση του άρθρου στον Ριζοσπάστη.. Η αποσιώπηση αυτή του ιστορικού ρόλου και άλλων δυνάμεων που δεν είναι προλεταριακές είναι ίδια κατά την γνώμη μου με του κόμματος του ΚΚΕ αναφορικά με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.  Πρώτα παρατίθεται το άρθρο του Ριζοσπάστη:

««Ο  Χ. Μαρκούζε αρνείται τον επαναστατικό χαρακτήρα και τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης σαν νεκροθάφτες του καπιταλισμού, αρνείται δηλαδή μια από τις θεμελιακές αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού. "Το κύριο στη διδασκαλία του Μαρξ - έγραφε ο Λένιν - είναι η διευκρίνιση του ιστορικού ρόλου του προλεταριάτου σαν του δημιουργού της σοσιαλιστικής κοινωνίας".

Την ανατροπή, την "επανάσταση" θα την πραγματοποιήσουν, κατά τον Μαρκούζε, οι περιθωριακές ομάδες και στρώματα: τα φτωχά στρώματα των πόλεων, το λούμπεν προλεταριάτο, οι μαύροι, οι μη κομφορμιστές διανοούμενοι και φοιτητές, το προλεταριάτο του τρίτου κόσμου κλπ., όλοι όσοι δεν αφομοιώνονται, δεν ενσωματώνονται στο σύστημα και αμφισβητούν κάθε αξία του καπιταλισμού.

Στα πλαίσια αυτών των ομάδων γίνεται η "μετάδοση της επανάστασης" από άτομο σε άτομο, από χώρο σε χώρο και έτσι "αυτόματα - φυσιολογικά" θα προκαλείται η "αποσύνθεση" του καπιταλισμού. Με την αυθόρμητη δηλαδή πολιτική δράση σε επιμέρους χώρους θα γίνει η "επανάσταση".

Ο Μαρκούζε μιλάει για "αυθόρμητη και αυτόνομη οργάνωση" γενικά, κι όχι για πολιτική οργάνωση και καθοδήγηση της εργατικής τάξης.

Αυτές οι απόψεις είναι βαθιά αντιμαρξιστικές, αποτελούν απάτη και ουτοπία. Στην ιστορία δεν έγινε και ούτε πρόκειται να γίνει επανάσταση από περιθωριακές ομάδες και στρώματα. Η αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις καπιταλιστικές σχέσεις μπορεί να λυθεί μόνο με την οργανωμένη πάλη της εργατικής τάξης, που θα καταργήσει αυτές τις σχέσεις και θα εγκαθιδρύσει έναν νέο, ανώτερο τύπο παραγωγικών σχέσεων, που θα καταργήσει κάθε μορφής καταπίεσης και εκμετάλλευσης ανθρώπου από τον άνθρωπο. Οι περιθωριακές ομάδες και στρώματα αφήνουν, στην ουσία, απείραχτο το καπιταλιστικό σύστημα και αντικειμενικά το ενισχύουν.»»

Στο βιβλίο λοιπόν  «Η αριστερά απαντάει στον Μαρκούζε» διαβάζουμε :

««Η διδασκαλία του Χέρμπερτ Μαρκούζε είναι φιλοσοφική θεωρία στην αυστηρή έννοια ενός ιδεολογικού διαχωρισμού θεωρίας και πράξης, εφόσον δε θα μπορούσε να ορίσει πουθενά ή μάλιστα να δημιουργήσει από μέσα της το σημείο της πραγματοποίησης της.

Η θεωρία του Μαρκούζε ορίζεται από το γεγονός ότι όχι  μόνο δεν περιέχει την ενότητα της θεωρίας και πράξης, για την οποία μιλάει διαρκώς ο Μαρκούζε σα τον μοναδικό δυνατό τρόπο συγκεκριμένης φιλοσοφικής συζήτησης μετά τον Μαρξ, αλλά σα συνέπεια της  παράστασής της για το αναπόφευκτο των τεχνολογικών μορφών εξουσίας πρέπει ακριβώς να την αποκλείει.

Η αντίθεση απέναντι στο  status quo της κοινωνίας υπάρχει σε διάφορες μορφές. Έτσι έχουμε π.χ. μια διαμορφωμένη ρομαντική αντίθεση απέναντι στον καπιταλισμό των αρχών του 19ου αιώνα, πού καταλήγει σε εκπληκτικά καθαρές περιγραφές των ελλείψεων της αστικής κοινωνίας. Μετά έχουμε μια πολύπτυχα διαμορφωμένη αντιπολιτευτική ιδεολογία πριν από την επανάσταση του 1848: αυτή ή αντίθεση αρκούσε όμως μόνο για τη δημιουργία επαναστατικής συνείδησης, αλλά όχι να επιφέρει επαναστατική αναδιαμόρφωση των κοινωνικών συνθηκών.

Όταν ο Μάρξ και ο Ένγκελς ανάλυσαν στην «Ιερή οικογένεια» και στη «Γερμανική Ιδεολογία» από την πλευρά τους κριτικά τις εμφανίσεις μιας «κριτικής κριτικής», απαίτησαν ότι η θεωρία — όσο ριζικά κι αν αναιρεί  δεν επιτρέπεται να περιορίζεται στη θεώρηση του υπάρχοντος.

Καθήκον της είναι μάλλον να επεμβαίνει η ίδια μεταβλητικά στην ιστορική διαδικασία. Αλλά αυτό σημαίνει ότι ή θεωρία πρέπει να περνάει από τη γενική περιγραφή μιας κοινωνικής κατάστασης και της αντίστοιχης σ' αυτή κατάστασης της συνείδησης σε ιστορικά συγκεκριμένες αναλύσεις μιας ορισμένης κατάστασης και στις περικλειόμενες μέσα σ' αυτή πραγματικές δυνατότητες αποφάσεων και ενεργειών, όχι για να προσφέρει συνταγές για την πολιτική ενέργεια, αλλά για να της  αντιτάξει ένα επίπεδο διαλογισμού, με τη βοήθεια του οποίου θα μπορέσει αυτή να κατανοήσει την ουσία της.

Η πολιτική ενέργεια επιδιώκει την πραγματοποίηση μιας  ιστορικής κατάστασης! Μόνο η κατανόηση του ιστορικού Τώρα στις εξαρτήσεις και τις τάσεις του μας επιτρέπει να τοποθετούμε πραγματοποιήσιμους σκοπούς (δυνατότητες) και να βρίσκουμε βατούς δρόμους προς αυτούς.

Η κριτική συνείδηση πρέπει να γνωρίζει ότι η αλλαγή των συνθηκών επιφέρει ταυτόχρονα αλλαγή του ανθρώπου μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, ότι  δηλαδή κάθε πολιτική δραστηριότητα είναι ταυτόχρονα ανταλλαγή και ότι  στ’  αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας πρέπει να συνυπολογιστεί και αυτή η ανταλλαγή.

Η πράξη που δεν το λαβαίνει αυτό υπόψη της είναι τυφλή, η θεωρία πού προσφέρει μόνο ένα γενικό σχέδιο αλλαγμένων συνθηκών είναι κενή. Μια κενή θεωρία δημιουργεί τυφλή πράξη. Η ενότητα θεωρίας και πράξης βασίζεται πάντα στο Λόγο. Περικλείει τον ορθολογισμό της πολιτικής συμπεριφοράς. Φυσικά υπάρχει και πράξη πού ανεξάρτητη από τη θεωρία προέρχεται από συναισθηματικούς και από συμφέροντα οριζόμενους αυθορμητισμούς, και η όποια κατασκευάζει μετά μια θεωρία σαν όργανο ή σα δικαιολόγηση και ό βασικός χαρακτήρας της είναι αυτός της προκατάληψης.

Τότε υπερισχύουν τα ανορθολογικά κίνητρα, η ενότητα θεωρίας και πράξης υπάρχει μόνο φαινομενικά, η θεωρία δεν είναι πια θεωρία της πράξης, αλλά απλώς παράγωγο της πράξης, είναι αποξενωμένη από τα γεγονότα και δεν επαληθεύεται στην πορεία και από την πορεία της Ιστορίας.

Η ιστορία δεν είναι κάτι στατικό. Συμβαίνει στο χρόνο σαν αλλαγή. Η λογική της Ιστορίας περικλείει την άρνηση, απέναντι στο υπάρχον, την αντίφαση στη γυμνή θετικότητα. Η ορθολογική κατασκευή της ιστορίας, με άλλα λόγια: η λογική πολιτική πρέπει από  το Ένα, που υπάρχει, να εξάγει το Άλλο (το έτερον), που θα υπάρξει.

Έτσι ο Λόγος βρίσκεται eo ipso σε διαμάχη με την καθαρή θετικότητα, με το status quo, με την αδράνεια. ( γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά «λογική» συντηρητική θεωρία. Ο συντηρητισμός περιέχει σύμφωνα με τη φύση του ά - λογικότητα) . Ο Λόγος δρα πάντα διαρρηκτικά, γιατί ουσιαστικά φέρει μέσα του το Νέο.

Ότι υπάρχει παράγει από μέσα του την αντίφαση του, το μη - είναι του εαυτού του. Το υπάρχον έχει στην καρδιά του, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση του χρόνου, το θάνατο, πρέπει να σαπίσει. Ο Λόγος, πού αναλαμβάνει αυτή τη διαδικασία της σήψης, επεμβαίνει ενάντια στο Είναι για το Γίγνεσθαι.

Το υπάρχον, πού θέλει να διαιωνιστεί, είναι ανορθολογικό, γιατί η πτώση του έγκειται ήδη αναγκαία μέσα του. Η αντίφαση, πού σύμφωνα με τούς όρους πού υπάρχουν μέσα της ωθεί στην άρνηση του υπάρχοντος, είναι αντίθετα ορθολογική, γιατί βρίσκεται σε συμφωνία με το νόμο της ιστορίας. »»

Ομοίως η θεωρία του ΚΚΕ δε δέχεται την πράξη ούτε σα μέρος της ούτε διαμορφώνεται μέσα στην πράξη σα μέρος της. Η πολιτική πράξη δεν της ταιριάζει  γιατί το περιεχόμενο της θεωρίας είναι η απόλυτη διαφορά ανάμεσα στην κακή θετικότητα του δοσμένου και στο «εντελώς Άλλο» του βασιλείου της ελευθερίας, ανάμεσα στο Είναι και το Πρέπει, ανάμεσα στην άρνηση του ιδανικού εδώ και τώρα και σε μια ολοκληρωτική άρνηση της άρνησης, στην όποια θα μετατραπεί το Εδώ και το Τώρα κάποτε (και αυτό σημαίνει του άγιου Ποτέ).

Η δομική συγγένεια μιας φιλοσοφίας, πού διαχωρίζει με τέτοιον τρόπο την πραγματικότητα από τη δυνατότητα και φέρνει αντιμέτωπες την πραγματικότητα και την ιδέα, με τις αρχές της σκέψης της διαλεκτικής θεολογίας είναι ολοφάνερη: η θεωρία του ΚΚΕ καταλήγει σε μια κοσμική εσχατολογία, της όποιας η υγιής κατάσταση δεν παράγεται με τη διαρκή πολιτική εργασία στις λεπτομέρειες της κοινωνικής ζωής, αλλά πρόκειται να προέλθει από τη διαποτισμένη με τελολογικές προσδοκίες πίστη (και στην ανάγκη με τη μαρτυρική θυσία) των οπαδών της.

Το «εντελώς Άλλο» δεν μπορεί να παραχθεί παρά μόνο να προκληθεί. Στην καθημερινή ζωή αυτό σημαίνει εξέγερση, όχι επαναστατική πράξη. Αυτή η σχεδόν - θεολογική, πάντως μη - Ιστορική αντίληψη περιφρονεί τη στοιχειώδη γνώση της διαλεκτικής σκέψης, ότι τα αποτελέσματα των ιστορικών διαδικασιών μπορούν να επιτευχθούν μόνο με μεσολαβήσεις μέσα στο υπάρχον.

Εξαλείφει την έννοια της προόδευσης για χάρη μιας ιδέας της διάβασης χωρίς να λαβαίνει υπόψη της ότι σύνορα μπορούμε μόνο τότε να τα διαβούμε, αφού πρώτα τα φτάσουμε προοδευτικά.

Το ΚΚΕ ενδιαφέρεται άμεσα για το πολιτικό υπερπέραν μιας ουτοπίας και απελπίζεται στους σταθμούς πού θα οδηγούσαν εκεί.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν ώσπου το προλεταριακό κίνημα, στην επαγγελματική  και την πολιτική του οργάνωση, αγκαλιάσει όλο το εργατικό κίνημα; Πρέπει οι κομμουνιστές  να μείνουν στο περιθώριο σαν αιρετικοί και αδιάλλακτοι δογματικοί ή πρέπει να συνεργαστούν με τα άλλα προλεταριακά – τα μη κομμουνιστικά-  κόμματα και να συντρέξουν τους προλετάριους στις επιδιώξεις τους και στην πολιτική τους πάλη με την κυρίαρχη τάξη;

Στα ερωτήματα αυτά ο Μαρξ και ο Ένγκελς  δε δίστασαν να δώσουν μια θετική απάντηση. Μελετώντας κανείς το τελευταίο κεφάλαιο του Μανιφέστου βλέπει πώς χωρίς να θυσιάσουν τις αρχές τους, διακήρυξαν πώς «οι κομμουνιστές υποστηρίζουν σε όλες τις χώρες κάθε επαναστατικό κίνημα που γίνεται ενάντια στα υπάρχοντα κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα» και πως «οι κομμουνιστές αγωνίζονται για τα συμφέροντα και τους άμεσους σκοπούς της εργατικής τάξης».

Διακήρυξαν όμως και κάτι παραπάνω.

Οι κομμουνιστές χωρίς φυσικά να θυσιάσουν τις αρχές τους και χωρίς καμιά ιδεολογική αβαρία , πρέπει να συμμαχούν και με τη ριζοσπαστική και δημοκρατική μπουρζουαζία στον αγώνα της ενάντια στην φεουδαρχία και τις κάθε λογής καθυστερημένες πολιτικοκοινωνικές μορφές.

Οι γνώμες και διακηρύξεις αυτές  φυσικά είχαν κύρος και ισχύ για το 1847 και για κάμποσο καιρό πιο ύστερα. Άμα το προλεταριάτο συμπλήρωσε τη σωματειακή και πολιτική του οργάνωση και χειραφετήθηκε από τις μικροαστικές σοσιαλιστικές και ουτοπικές θεωρίες και παράλληλα η μπουρζουαζία στο σύνολό της σχεδόν πέρασε στην αντίδραση , οι κομμουνιστές και ως άτομα και ως κόμματα δεν είχανε κανένα λόγο να βρίσκονται πλάι στην μπουρζουαζία.

Η πάλη των τάξεων έπρεπε να πάρει ανοιχτή μορφή χωρίς συμβιβασμούς , ταλαντεύσεις, υποχωρήσεις κλπ. Έτσι το μέρος αυτό του Μανιφέστου πάλιωσε κι αχρηστεύθηκε και μόνο για τους νοθευτές του μαρξισμού και τους κάθε μάρκας μεταρρυθμιστές χρησίμευε σα θεωρητικό όπλο, που στην πράξη καλλιεργούσε τον εργατοπατερισμό και τον κιτρινισμό της εργατικής αριστοκρατίας.

Ωστόσο στα χρόνια μας ξαναδημιουργήθηκαν τέτοιες συνθήκες, που οι παραπάνω διακηρύξεις του Μαρξ και Ένγκελς να ξαναπάρουν πραχτική εφαρμογή. Η Ευρώπη, λοιπόν, περιείχε, σαν έννοια, ένα πλαίσιο σημαινομένων, συχνά αναντίστοιχων με την πραγματικότητά της, που βασιζόταν στις «ιδρυτικές της αρχές», στο παραμύθι της ευρωπαϊκότητας.

Ήταν μια ναΐφ και εξιδανικευμένη ευρωπαϊκότητα (το ίδιο όμως  δεν συμβαίνει σχεδόν με όλες τις έννοιες;), που δεν μιλούσε για τις αποικιοκρατικές καταβολές της, που δεν συζήταγε για το φασιστικό μεσοπολεμικό της παρελθόν, που αποσιωπούσε τον ψυχροπολεμικό της ρόλο. Ήταν όμως, με όλα τα προβλήματά του, ένα θετικό και προοδευτικό παραμύθι, μέσα σε μια ήπειρο με μειούμενες ανισότητες, διευρυνόμενες δημοκρατικές ελευθερίες και επεκτεινόμενο κοινωνικό κράτος, τα μεταπολεμικά χρόνια. Βλέπω τώρα αυτοαποκαλούμενους ευρωπαϊστές να έχουν απεκδυθεί κάθε στοιχείο της μυθικής μεν αλλά συμβολικής αυτής Ευρώπης, που οι άνθρωποι της γενιάς μου θεωρούσαμε αυτονόητο, πλην του κούφιου πλέον τίτλου- κελύφους του ευρωπαϊστή.

Είναι ένας ευρωπαϊσμός, βαθύ στοιχείο ταυτότητάς του οποίου έχει μείνει μόνο το ευρώ, ο οποίος αυτοαποκαλείται έτσι για να καταστρέψει καλύτερα, αφού το οικειοποιηθεί, το μέχρι τώρα υπονοούμενο αξιακό πλαίσιο του όρου.

Αυτός ο ευρωπαϊσμός Θεωρεί την οικονομική τεχνοκρατία υπέρτερη της λαϊκής βούλησης, και ανέχεται, αν δεν χειροκροτεί, μια ευρωπαϊκή διοίκηση που γίνεται όλο και πιο ερμητική και στεγανή απέναντι στους ευρωπαϊκούς λαούς καθώς οχυρώνεται πίσω από αδιαφανή, ανεξέλεγκτα και μη εκλεγμένα γραφειοκρατικά ιερατεία.

Αυτός ο ευρωπαϊσμός δεν ενστερνίζεται την ισότητα σαν στόχο πολιτικής και αξιακό ζητούμενο. Θεωρεί «μεταρρυθμίσεις» ό,τι μεταφέρει εξουσία και πλούτο από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους, και «λαϊκισμό» κάθε έκκληση για το αντίθετο.

Αυτός ο ευρωπαϊσμός δεν ενστερνίζεται την ιδέα του κράτους πρόνοιας, ίσα-ίσα επιχειρηματολογεί υπέρ της καταστροφής του, υπέρ του «ο καθένας την πάρτη του» και του «δεν υπάρχει κοινωνία», υπέρ μιας Ευρώπης που έχει σαν όραμα την ντικενσιανή Αγγλία, χωρίς εργασιακή προστασία, με αποδυναμωμένα και απαξιωμένα συνδικάτα, με ένα μαζικό περιθώριο κατεστραμμένων και καταδικασμένων ζωών που λειτουργούν εκφοβιστικά για όσους οριακά  βρίσκονται εντός του συστήματος.

Αυτός ο ευρωπαϊσμός δεν ενστερνίζεται την ισότητα των κρατών-εταίρων. Παραδέχεται την οικονομική ισχύ ως επιχείρημα θέσμισης διακρατικών ανισοτήτων εντός της Ένωσης, όχι de facto, αλλά δικαιωματικά. Αυτός ο ευρωπαϊσμός δεν ενστερνίζεται την ανεκτικότητα και την συμβίωση. Στη Γερμανία και τη Γαλλία με την υποχώρηση του ευρωπαϊσμού παλαιού τύπου, ξαναέρχεται η ακροδεξιά και η εθνικιστική θέληση για ηγεμονία στο προσκήνιο.

Μπροστά στη νέα τούτη περίοδο της ιστορίας – περίοδο προσωρινή και μεταβατική- οι κομμουνιστές είχαν και έχουν καθήκον να συμμαχήσουν με τη ριζοσπαστική  και δημοκρατική μπουρζουαζία της χώρας τους για την  ανατροπή και το ξερίζωμα του φασισμού.

Οι πολιτικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου στη σημερινή φάση του αγώνα αποτελούν το βασικό του αίτημα. Οι δημοκρατικοί θεσμοί , που πριν ένα αιώνα δεν ικανοποιούσαν πια στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Ένωση τον προλεταριακό αγώνα, γιατί το προλεταριάτο, όπως ειπώθηκε, είναι μια τάξη που καλείται από την ιστορία να παίξει τον πιο προοδευτικό ρόλο μέσα στην κοινωνία και γι΄αυτό  έπρεπε να προχωρήσει πιο πέρα από τη δημοκρατία , σήμερα είναι αναγκαίος σταθμός.

Σε περασμένες εποχές πρωτοπορία στους αγώνες για το γκρέμισμα της φεουδαρχίας και της κάθε είδους απολυταρχίας στάθηκε η αστική τάξη. Κάτω από τη δημοκρατική της σημαία τάχθηκαν οι λαϊκές μάζες και με αιματηρούς αγώνες έφεραν την ανθρωπότητα σε ανώτερο στάδιο πολιτικής οργάνωσης.

Σήμερα τον ρόλο αυτό τον παίζει η εργατιά. Αυτή υψώνει στην Ελλάδα τη δημοκρατική σημαία των λαϊκών ελευθεριών και γύρω της συσπειρώνεται η ριζοσπαστική μπουρζουαζία ακολουθώντας τον ιστορικό της ρόλο. Θα χρειαστεί ίσως να βαδίσουν μαζί για κάμποσο καιρό, ο δρόμος δεν είναι ακόμα ορθάνοιχτος και πλατύς.

Αύριο, μεθαύριο, όταν εκτελεστεί το έργο που με την ηγεσία της εργατικής τάξης θα αναληφθεί  σε όλη την Ευρώπη  μέσα στα συντρίμμια, τη φωτιά και την ερήμωση , το προλεταριάτο θα συνεχίσει το ρόλο του. Τότε φυσικά η ριζοσπαστική μπουρζουαζία που θα το ακολουθήσει θα διακόψει τη συνεργασία του.

Πριν όμως φτάσουμε στη φάση αυτή του αγώνα οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι ειλικρινά να δώσουν το χέρι στους συμμάχους εκείνους από τις αντίπαλες τάξεις που αγωνίζονται για τη Δημοκρατία. Είναι συνοδοιπόροι ενός μεγάλου αγώνα και σαν τέτοιοι είναι ευπρόσδεκτοι και πολύτιμοι συνεργάτες.

ΠΗΓΕΣ:

  • Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ Χ ΜΑΡΚΟΥΖΕ
  • «Αυγή»  18.6.2015 Το κέλυφος του ευρωπαϊσμού του Μιχάλη Παναγιωτάκη
  • «Ριζοσπάστης»  29 Δεκέμβρη 1998,  Αρνητής του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης, Κώστας Κατσιαμάνης
  • Μαρξ- Ένγκελς , ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ (εισαγωγή : Γιάννης Κορδάτος)

 

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Απόψεις