Του Δημήτρη Στεμπίλη
«Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις» είχε επισημάνει ένας από τους πλέον επιδραστικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ο Αυστριακός Ludwig Wittgenstein. Ακόμα κι αν αυτή η διαπίστωση τοποθετηθεί στο σύμπαν της επιστημονικής-φιλοσοφικής σκέψης, η γλώσσα και η διδασκαλία της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ατομικής και κοινωνικής εξέλιξης, τόσο ως εργαλείο επικοινωνίας όσο και ως έκφραση του τρόπου σκέψης των ατόμων. Η ορθή πρόσληψη, κατανόηση και ερμηνεία του μηνύματος από τον δέκτη, καθώς και η σαφής διατύπωσή του από τον πομπό αποτελούν τη βάση και την αφετηρία για οποιοδήποτε δημιουργικό και επιτυχές εγχείρημα. Με λίγα λόγια, αν δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε και δεν μας καταλαβαίνουν τότε όχι μόνο δεν θα έχουμε σπάσει τον «τοίχο» που τραγούδησαν οι Pink Floyd, αλλά θα τον έχουμε κάνει πιο αδιαπέραστο, βάζοντας όρια στις δυνατότητές μας.
Γι’ αυτό και η σημασία της σωστής διδασκαλίας του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας είναι κομβική για το μέλλον των νέων παιδιών. Στην πορεία της ζωής τους, για να εξελίσσονται πάνω σε εμπεδωμένες γνώσεις και μεθοδολογίες σκέψης, και στο άμεσο μέλλον, για την επάρκειά τους στις απαιτήσεις των σχολικών προγραμμάτων και φυσικά των Πανελλαδικών εξετάσεων, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό μπορούν να καθορίσουν την επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη των νέων ανθρώπων. Επιπλέον, αν αναλογιστούμε ότι το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας διατρέχει οριζόντια τις επιστημονικές κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς που καλείται ο μαθητής να επιλέξει, αυτό προσδίδει εν των ων ουκ άνευ αυξημένη βαρύτητα στην αντιμετώπιση του μαθήματος και του γνωστικού αντικειμένου.
Ωστόσο, η διδασκαλία της γλώσσας, από τη φύση της, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε μονοδιάστατες προσεγγίσεις. Γι’ αυτό και η «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» αποτελεί, σύμφωνα με τον επίσημο χαρακτηρισμό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), ενιαίο διδακτικό αντικείμενο/κλάδο του μαθήματος «Ελληνική Γλώσσα», και «η εξέταση των μαθητών και μαθητριών γίνεται σε αδίδακτα κείμενα, λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά». Οι απαιτήσεις της παραπάνω διαδικασίας, καθώς και της εντατικής και στοχευμένης προετοιμασίας για τις Πανελλαδικές εξετάσεις είναι αυξημένες και δυστυχώς για τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων -χωρίς καμιά μομφή για τη διαθεσιμότητα και την επιστημονική-εκπαιδευτική επάρκεια των συναδέλφων- δεν μπορούν να ικανοποιηθούν σε σχέση με αυτά που θα ζητηθούν στην κρίσιμη εξέταση που ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές.
Από τη στιγμή που «η διδακτική προσέγγιση είναι ‘‘ανοικτή’’ ως προς τα περιεχόμενα, ώστε οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι μαθήτριες να επιλέγουν το κειμενικό υλικό» είναι αναγκαία τόσο η επικέντρωση στις βασικές κατευθυντήριες γραμμές και γνώσεις σε επίπεδο ομάδας, γεγονός που επιτρέπει την ανατροφοδότηση και δεν θα εκτρέψει τους μαθητές εκτός πλαισίου, όσο και η εξατομικευμένη προσαρμογή της διδασκαλίας με στόχο τη θωράκιση και εξέλιξη ενός εκάστου μαθητή. Ο σωστός και επωφελής συνδυασμός των κανόνων της γλώσσας με την ερμηνευτική προσέγγιση του δοκιμιακού αλλά και του πιο «ελεύθερου» λογοτεχνικού κειμένου, αποτελεί τη συνταγή της επιτυχίας για την σωστή χρήση της γλώσσας στην καθημερινότητά μας και πρωτίστως στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Για να συμβούν όλα αυτά όμως απαραίτητη προϋπόθεση είναι το «ΟΡΑΜΑ».
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr