ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

Ήταν κάποτε στο Μαρκάτo ένα «μουσείο» αναμνήσεων - Το ξακουστό ουζερί του Λαγκαδινού- ΦΩΤΟ

Κοινοποίηση
Tweet

Από το Βιβλίο της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου, "Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα" (ΣΚΕΑΝΑ, το δόντι)

 

Ήταν 1η Αυγούστου του 1941, όταν ψηλά στην Ερμού, εκεί που χτυπούσε άρρυθμα λόγω του πολέμου η καρδιά της αγοράς, άνοιξε το περίφημο ουζερί του Λαγκαδινού, επιφορτισμένο και με τους ρόλους του οινοποιείου και του ποτοποιείου, σε ένα σκηνικό καμωμένο από  ταβέρνες, χάνια,  οινοποιεία, τσαγκαράδικα, δερματάδικα, μπακάλικα  και μικρομάγαζα που ανταλλάσανε είδη και λίγες φοβισμένες λέξεις κάτω από το βαρύ σύννεφο της Κατοχής.

Το μαγαζί που ταυτίστηκε όσο ελάχιστα με το Μαρκάτο και τις αναμνήσεις του, το άνοιξε ο Διονύσης Λαγκαδινός, άρτι αφιχθείς από το Αλβανικό μέτωπο. Εκεί, στην αγορά της Πάτρας, θα έδινε μια άλλη μάχη, αυτή της επιβίωσης, μέσα από το μέτωπο του εμπορίου. Ήταν 25 ετών και το ουζερί που στεγάστηκε σε κτίριο του περασμένου αιώνα, το άνοιξε μαζί με τον ξάδελφό του Αδάμ Λαγκαδινό, ο οποίος μετά από τέσσερα χρόνια  αποχώρησε αναλαμβάνοντας ένα δεύτερο μαγαζί που από κοινού είχαν δημιουργήσει.

«Τότε, στην Κατοχή, γινόσαντε πολλά σκηνικά. Δυο τρεις φορές πήγανε να σκοτώσουνε κόσμο μέσα στο μαγαζί οι Γερμανοί γιατί το κλέψιμο πήγαινε σύννεφο επειδή υπήρχε πείνα και τους κυνηγάγανε όσους έκλεβαν και τρύπωναν μέσα για να γλιτώσουν» λέει ο γιος του Διονύση, Δημήτρης Λαγκαδινός. «Μετά το ΄44 ηρεμήσανε τα πράγματα».

 

 

Το ποτοποιείο, οινοποιείο, ουζερί, Διονυσίου Λαγκαδινού, έτσι όπως το θυμούνται όλοι οι Πατρινοί (αρχείο Δημήτρη Λαγκαδινού).

Θαμώνες του μαγαζιού, 30 χρόνια πριν. Μιχάλης Διαμαντόπουλος, Νίκος Αδρουτσόπουλος, Φώτης Δημόπουλος (αρχείο Δημήτρη Λαγκαδινού).

Το μαγαζί φωτογραφημένο από τον Παν. Σωτηρόπουλο στο Λεύκωμα «Μια φωτογραφική σκιαγράφηση της πόλης που χάνεται» εκδόσεις Πατάκη 2006.

Το  ποτοποιείο, οινοποιείο, ουζερί, Διονυσίου Λαγκαδινού, το οποίο έκανε παράλληλα  χοντρική πώληση και εμπόριο ποτών, ήταν μέχρι την μετακόμισή του, το 1993, ένα μοναδικό δείγμα παρελθούσης  αισθητικής.

«Είχε βαρέλια πάνω σε πατάρια. Κάτω είχε πλακάκια παλαιού τύπου κολλημένα σε χώμα. Ξεκολλάγανε, τα ξανακολλάγαμε και ούτω καθεξής. Τα τραπεζάκια στρογγυλά, πρώτα  με σίδερο και μετά  με ξύλο».

Σε περίοπτη θέση η παλάντζα με το ζύγι, τα βαρέλια με το ούζο και το κονιάκ, ο συμπυκνωμένος χυμός "λουξ", η βυσσινάδα "Κλωνή", ένα λάβαρο της Παναχαϊκής, το γλυκόπιοτα στη σειρά σε πολύχρωμες βερσιόν και το παλιό ραδιόφωνο να ...αρθρώνει βραχνές νότες

 «Ήτανε φοβερά τα χρόνια εκείνα. Στο Μαρκάτο ήτανε όλη η αγορά της Πάτρας. Λαϊκή αγορά επί μονίμου βάσεως, κάθε μέρα. Κατέβαινε ο κόσμος από τα χωριά και γίνονταν όλες οι  αγοραπωλησίες. Κυρίως αλλαγές είδος με είδος. Έφερνε ο άλλος ψωμί από το χωριό και το άλλαζε με αυγά. Στο μαγαζί όπως μου έλεγε ο πατέρας μου του φέρνανε τρόφιμα και τους έδινε κρασί. Υπήρχανε και μαγαζιά όπου άλλαζες  παλιά με καινούργια ρούχα και παπούτσια, μέχρι και το 1990. Δεν υπάρχει Πατρινός που να μην θυμάται το μαγαζί, 52 χρόνια δεν είναι λίγα.  Έχουνε περάσει χιλιάδες θαμώνες. Οι περισσότεροι ήτανε εργάτες, άνθρωποι του μεροκάματου και πολύ αγροτικό στοιχείο. Εκεί απέξω φορτώνανε τα φορτηγά που κάνανε διανομές στα χωριά, ενώ μικρά λεωφορειάκια μαζεύανε κόσμο και τον πηγαίνανε στον προορισμό του. Έτσι κύλησε η ζωή».

Στο ουζερί του Λαγκαδινού δεν κάθονταν γυναίκες. Και όταν κάθονταν, το έκαναν πάντα συνοδεία του συζύγου, για λίγο, μέχρι να πιουν μια πορτοκαλάδα ή να φάνε κανένα γλυκό του κουταλιού. Ελάχιστες πήγαιναν να ψωνίσουν ποτά για το σπίτι. 

«Το  καλύτερό μας ήταν το ούζο και από μεζέ πολύ λαχανικό, ραπανάκια, ντοματούλα, πατάτα βραστή, λάχανο, ελίτσες, τέτοια»

Το μαγαζί άνοιγε στις 7 το πρωί και λειτουργούσε έως τις 10 το βράδυ.

«Παλιά υπήρχε πολύ δουλειά.  Ο πατέρας  μου είχε και υπαλλήλους,  δεν έβγαινε  αλλιώς. Και η μητέρα μου και εγώ και ο αδελφός μου και δύο υπάλληλοι, όλοι μαζί δουλεύαμε για να τα βγάλουμε πέρα, αφού όποιος ερχότανε στην Πάτρα,  στο Μαρκάτο ερχότανε».

Πελάτες και μερικοί αξέχαστοι τύποι όπως ο Ολυμπίκ που ήτανε λούστρος. «Γινότανε μεγάλος ντόρος. Οι περίεργοι τύποι πολλαπλασιάστηκαν όταν ήρθε  η αστυνομία. Ξέρεις η αστυνομία τον τραβάει τον περίεργο κόσμο. Εκεί γύρω στα 81- 82 με τον ερχομό της αστυνομίας τα πράγματα αλλάξανε. Απαγορεύεται από εδώ, απαγορεύεται από εκεί, φύγανε πολλοί».

Ο Δημήτρης Λαγκαδινός ανέλαβε το μαγαζί το 1979 όταν συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας του και ήταν αυτός που στις 30 Απριλίου του 1993, γύρισε για τελευταία φορά στην πόρτα το κλειδί, λίγο πριν  μετακομίσει  στην οδό Ασημάκη Φωτήλα.

Μέσα στο μαγαζί έκλεισε τις φωνές από ένα πολύβουο ανθρώπινο μελίσσι και τη μυρωδιά του ούζου που έκανε τη ζωή λίγο πιο ...πιπεράτη και τον κόσμο λίγο πιο απλό.

 

Ο Διονύσης Λαγκαδινός, αριστερά με τον γιο του Δημήτρη Λαγαδινό, στο μαγαζί στο Μαρκάτο (αρχείο Δημήτρη Λαγκαδινού).

Ο νεαρός Δημήτρης Λαγκαδινός. Πίσω του το «τιμολόγιον» (αρχείο Δημήτρη Λαγκαδινού).

Σε περίοπτη θέση το βαρέλι με το ούζο νο 8 στο ουζερί του Λαγκαδινού. Δεξιά, ο Δημήτρης Λαγκαδινός (αρχείο Δημήτρη Λαγκαδινού).

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Ειδήσεις