Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Μια Πασχαλιά του 1824

Μια Πασχαλιά του 1824

Της Φωτεινής Τσιτσώνη – Καβάγια

(Από το αρχείο του Αριστείδη  Ξ. Καβάγια)

Ήταν  της Λαμπρής   του 1824  δεύτερη  μέρα. Μήνας Απρίλης, δέκατη ένατη μέρα του.  Ένας Απρίλης  κρύος και βροχερός για το Μεσολόγγι.

Κι όπως εκείνο το βράδυ  οι βροντές ακούγονταν δυνατές κι οι αστραπές αυλάκωναν και ξέσκιζαν κυριολεκτικά  το μεσολογγίτικο ουρανό, και μέσα στη λάμψη τους φώτιζαν για μια μόνο στιγμή τα νησάκια της λίμνης, που κι αυτά φάνταζαν μέσα στην αγριάδα της νύχτας  ακόμα πιο άγρια,  εκείνο το βροχερό βράδυ, στο αρχοντικό των Καψαλέων, ένας  «υψηλός ξένος « για την πόλη, ο Μυλόρδος, όπως τον προσφωνούσαν όλοι, βαριά άρρωστος στο κρεβάτι του,  ψιθύριζε τα τελευταία του λόγια:  «Καημένη  Ελλάδα,…καημένο Μεσολόγγι! Σου τα’δωσα όλα. Σου δίνω τώρα και  τη ζωή μου!». Και σε λίγο έφευγε από  τούτο τον κόσμο. Κι ήταν τότε μόνο 37 χρόνων! Κι ,  όσοι τον παράστεκαν στις τελευταίες του στιγμές ψιθύριζαν πως έτσι γίνεται. Θύελλες και καταιγίδες συνοδεύουν πάντα το θάνατο ενός μεγάλου ανθρώπου!

«Ο Μπάυρον πέθανε!».

Και δεν είχαν  περάσει αφ’ότουήρθε στο Μεσολόγγι και τον υποδέχτηκαν όλοι ως «μεσία», παρά μόνο λίγοι μήνες!

Ήταν αρχές του Γενάρη εκείνης  της χρονιάς . Και ο  καιρός  αυτής της μέρας  ήταν άγριος . Κι είχε σορόκο δυνατό. Κι η θάλασσα λυσσομανούσε.  Και το καράβι που περίμεναν όλοι στο Μεσολόγγι , στην Πολιτεία του Νερούείχε ξεκινήσει απ’τηνΚεφαλλονιά, αλλά  η θάλασσα το ξέβρασε στο Δραγαμέστι.

Και όλοι τους ήταν  στην προκυμαία. Είχαν κυριολεκτικά αδειάσει όλα τα σπίτια. Όλο το Μεσολόγγι είχε κατέβει  στην παραλία και περίμενε  έναν άνθρωπο σημαντικό. Κι ο άγιος Επίσκοπός τους, ο Ιωσήφ, και ιερείς, και Δημογέροντες, κι ο αρχηγός των πολεμιστάδων ο Ραζής , κι ο Κίτσος ο Τζαβέλας κι ο Μήτρος ο Δεληγιώργης  και τόσοι άλλοι. Οι πιο πολλοί απ’αυτούς κρατούσαν στα χέρια τους κλαδιά από φοινικιές.

Ανάμεσα στους μεγάλους τριγύριζαν και τα μικρά παιδιά ανήσυχα κι αυτά δίχως να καταλαβαίνουν και πολλά πράγματα και κάποιες φορές έστηναν κι ένα μικρό παιχνίδι συναμετάξυτους, έτσι ,  να περάσει η ώρα τους, ενώ κάποια από αυτά προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν και να γατζωθούν πάνω σε καμιά πέτρα για ν’αγναντεύουν κατά τη λίμνη προσμένοντας το  πλεούμενο.

Κι ήταν και τα παλικάρια του Μεσολογγιού,  εκεί, οι πολεμιστάδες κι οι υπερασπιστές του.

Παρακεί κι ένας γέρος με μαλλιά κάτασπρα. Τον έλεγαν Καψάλη Χρήστο. Ήταν φανερό από τον τρόπο που τον κοίταζαν και τον άκουγαν όλοι πως τον σέβονταν, τον υπολείπτονταν και περίμεναν πώς και πώς ν’ακούσουν τη γνώμη του.

Κι εκείνος  τους κουβέντιαζε, τους  έδινε κουράγιο λέγοντάς  τους πως το θέλημα του Θεού ήταν να φτάσει στον τόπο τους ένας ξένος σημαντικός, ένας  Λόρδος, που πριν από καιρό είχε ξεκινήσει γι’αυτόαπό την   πατρίδα  του, αφού είχε κάνει σταθμό  στη μακρινή  Γένοβα. Η μοίρα του τώρα φαίνεται πως τον τραβούσε στο Μεσολόγγι…

Τους παρηγορούσε με τα  λόγια του προσπαθώντας να τους πείσει πως καινούριες και καλές μέρες θα ξημέρωναν για το Μεσολόγγι με  το  που θα έφτανε ο Βύρωνας  εκεί. Θα φρόντιζε τον αγώνα τους και θα τους συμπαραστεκόταν. Κι έτσι οι καρδιές των Μεσολογγιτών αναγάλλιαζαν στο άκουσμα των λόγων αυτών. Και πρόσμεναν…

Και σε λίγο έφτασε στην παραλία κι η μικρή Χαϊδούλα και τους έφερε  τα νέα πως τοΚαψαλέικο  όπου θα’μενε ο Βύρωνας ήταν καθαρό και συγυρισμένο. Και βοήθησαν πολλές γυναίκες του Μεσολογγιούγι’αυτό.

Πιο κει, μέσα στην  ομήγυρη κι ο «τεσσαρομάτης». Ήταν ο Μαυροκορδάτος ο Αλέξανδρος, από μεγάλη γενιά  του Φαναριού. Τον φώναζαν έτσι στο Μεσολόγγι, γιατί φορούσε γυαλιά, που δεν  είχαν ξαναδεί και έλεγαν όπως είχε μάτια τέσσερα!

Ο παππούς του κι ο αδερφός του ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Μεγάλες τιμές για εκείνα τα χρόνια. Ο ίδιος ήταν  σπουδαγμένος στην Ιταλία και πραγματικά ήταν ξεχωριστός και αλλιώτικος από τους άλλους αγωνιστές. Ακόμα και το ντύσιμό του ήταν ιδιαίτερο, αφού  φορούσε ρούχα φράγκικα. Ήταν για τους πολεμιστάδες του Μεσολογγιού « ο σοφός κι ο διαβασμένος» κι όλοι τον σέβονταν και τον άκουγαν!

Παραπέρα κι οι Μεσολογγίτισσες, που είχαν βάλει τις καλές τους φορεσιές και τις κεντημένες ποδιές τους. Κι είχαν μαζέψει και λουλούδια, πολλά λουλούδια και τα’χαν κάνει ματσάκια, που τα κρατούσαν στα χέρια τους. Κι έλεγαν, κι έλεγαν…

«Να δεις, που’ναι κι όμορφος σαν τον Ήλιο! Λένε πως μοιάζει στην ομορφιά  με το θεό Απόλλωνα! Κι είναι και ψηλός. Και να δεις που μιλάει και ξένα!».

Στην ακτή πλεούμενα, πολλά πλεούμενα. Και μια βάρκα  στολισμένη με λογής λογής λουλούδια. Μ’αυτή θα τον μετέφεραν  μέσα στην πόλη.  Κι από μέσα απ’τη στεριά κανονιές, ακούγονταν, πολλές κανονιές…

Και σε κάποια στιγμή,  το βουητό του κόσμου μεγάλο!

-Έφτασε ! Έφτασε! Νάτος! Ναι, το καράβι επιτέλους είχε φτάσει κι είχε αράξει στον Αη-Σώστη, όπου και το λιμάνι της πόλης τότε. Και  πρόβαλε ο Λόρδος στην κουπαστή. Μαζί του κι ο πιστός του υπηρέτης, ο Φλέτσερ, , μα και το αγαπημένο του άλογο και κασέλες πολλές με τα  πράγματά του κι απαραιτήτως και τα βιβλία του τα αγαπημένα, που διάβαζε αλλά και που έγραφε, καθότι ήταν και ονομαστός και γνώριμος στους πολλούς ποιητής.

Και  πράγματι ήταν όπως τον φαντάζονταν!

Κι ο Μυλόρδος μπήκε στη βάρκα. Κι ο κόσμος αλάλαξε από ενθουσιασμό.  Τα μάτια όλων βουρκωμένα! Κι αυτός με το βλέμμα του τους αγκάλιασε όλους όσους τον υποδέχονταν αλλά και ολάκερη τη μικρή πολιτεία, στο βάθος της θάλασσας. Αλήθεια , πόσο  μικρή του φάνταξε!

Και πρώτα πρώτα, εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τον αγωνιστή και ήρωα της Επανάστασης, Μάρκο Μπότσαρη, που η φήμη του είχε ξεπεράσει ατ σύνορα της  Ευρώπης. Το Μάρκο τον ήξερε και τον θαύμαζε. Θέλει να μάθει γι’αυτόν και ρωτάει τους Μεσολογγίτες.

Και σαν πληροφορείται το θάνατό του, το μόνο που  ζητάει να κάνει  προς τιμή του, είναι να ντυθεί  τη σουλιώτικη φορεσιά, να επισκεφτεί τον τάφο του κι εκεί πάνω να δώσει όρκο πίστης στην Ελλάδα!

Και στο Καψαλέικο όπου έμενε έστησε το στρατηγείο του κι από εκεί διοικούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις του Μεσολογγιού, τις οποίες και χρηματοδοτούσε με δικά του χρήματα!

Κι η μικρή πολιτεία σε ένδειξη τιμής προς αυτόν, τον πολιτογραφεί και τον ανακηρύσσει πολίτη της και ευεργέτη της, με τη σύμφωνη γνώμη  όλων των αρχόντων και του λαού της.

Και στις αρχές εκείνου του βροχερού Απρίλη  του 1824,  ο Βύρων, κάνει όπως πάντα τη βόλτα του με τη συντροφιά του πιστού του υπηρέτη,  βαθιά μέσα στη λίμνη, προς τη μεριά της Παναγιάς της Φοινικιάς, όπου μούσκεψε μέσα στη δυνατή καταιγίδα που ξέσπασε κι αυτό ήταν που τον έρριξε στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό, τόσο, που δεν μπόρεσαν οι βοήθειες που του πρόσφεραν  να τον συνεφέρουν.Και τη δεύτερη μέρα της Πασχαλιάς εκείνης πέθανε… Τότε ήταν που πένθος βαρύ απλώθηκε στην πόλη1 Τότε κατάλαβαν όλοι τους πως έχασαν έναν συμπαραστάτη τους, έναν  ευεργέτη τους  και πολύτιμο βοηθό τους  στις δυσκολίες που περνούσαν!

Κι ο Μαυροκορδάτος , ως αρχηγός της κυβέρνησης της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος,    διέταξε:

«Αύριο, μόλις ο ήλιος ανατείλλει, να πέσουν απ’ τη Μεγάλη Ντάπια 37 κανονιές, όσα και τα χρόνια του ένδοξου νεκρού».

Κι ήταν πραγματικά τραγική, πολύ τραγική, εκείνη η Πασχαλιά για το Μεσολόγγι! Κι ήταν η Πασχαλιά του 1824.

Και εκεί, στα  Μνήματα», στη μικρή εκκλησιά του Αη-Νικόλα, τον συνόδευσαν όλοι, ντυμένοι στα μαύρα.  Ακόμα και το αγαπημένο του άλογο, σκεπασμένο κι αυτό με μαύρο πανί!  Κι ήταν όλοι τους εκεί, όπως κι εκείνη τη  γεναριάτικη μέρα που τον υποδέχτηκαν σαν έφτασε στην πόλη τους . Κι ο Σπυρίδων   Τρικούπης   αποχαιρέτησε το νεκρό  με πολύ συγκινητικά λόγια και κανείς δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

Και λίγες μέρες αργότερα όλοι ξαναμαζεύτηκαν στο μώλο για να ξεπροβοδίσουν το μεγάλο νεκρό για τη μακρινή του πατρίδα, μαζί πάντα με το άλογό του. Ανάμεσά τους κι ο Καζής, ο αγαπημένος του βαρκάρης που τον πήγαινε βόλτα στη λίμνη με τη γαϊτα του. Κι όλοι είχαν βάλει τα καλά τους, για να τον τιμήσουν:

«Λόρδος Βύρων  Του Ρότσινταλ ..Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις  22 Ιανουαρίου του 1788 και πέθανε στο Μεσολόγγι της Δυτικής Ελλάδος  στις 19 Απριλίου του 1824.

Και το καράβι όπου τον έβαλαν, ξεκίνησε. Ο πιστός του υπηρέτης,  ο Φλέτσερκοίταξε για τελευταία φορά αυτή την πολιτεία, που ο κύριός του είχε τόσο αγαπήσει!

Και σαν έφτασαν στο λιμάνι της Ζάκυνθος, στάθμευσαν,  για να επιβιβαστεί ο μεγάλος νεκρός στο πλοίο ΦΛΟΡΙΝΤΑ και να συνεχίσει το ταξίδι του από εκεί  για την Αγγλία. Ανάμεσα στο πλήθος  κι ένας μεγάλος ποιητής στεκόταν βαθιά λυπημένος. Ήταν ο Διονύσιος Σολωμός. Σε λίγο έμελλε να γράψει:

«Εις τον θάνατον του Λόρδ’Μπάυρον. Ποίημα λυρικόν, προς τους συμπολίτας.

Τούτους τους ολίγους στίχους ως φιλίας μνημόσυνο και υπολήψεως.

Αφιερώνει, Διονύσιος Σολωμός. 1825. Ζακύνθιος».

Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί.

Τώρα σίμωσε και κλάψε εις του Μπάυρον το κορμί…

Κι οι Μεσολογγίτες δεν τον ξέχασαν τον αγαπημένο τους Μυλόρδο . Κάποια χρόνια ύστερα, στα 1881,  αφού διαμορφώθηκε το κοιμητήριο των Πολιορκημένων και πεσόντων κατά την Έξοδο , στον  Κήπο των Ηρώων, έστησαν ανδριάντα προς τιμή του, με πανελλήνιο έρανο του εν Αθήναις Συλλόγου, «Ο Βύρων», έργο  του γλύπτη Γεωργίου Βιτάλη. Κατά τα αποκαλυπτήρια, λόγο εξεφώνησε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου  ΝεοκλήςΚαζάζης, ενώ ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος απήγγειλε πολύστιχο ποίημά του, ο δε καθηγητής του Πανεπιστημίου Σεμιτέλος έγραψε επίγραμμα που είναι χαραγμένο στη βάση του.

«Ξένε στάσου και κοίτα το λόρδο της ΒρεττανίαςΒύρωνα,που εγκάρδια αγαπούσαν οι κόρες της Μνημοσύνης. Οι δε Έλληνες διατηρώντας αθάνατη τη θύμησή των ευεργεσιών του τον έστησαν μαρμάρινο με έρανο. Γιατί, όταν  η Ελλάδα αγωνιζόταν τον αγώνα για την Ελευθερία  αυτός ήρθε ζεστασιά και χαρά στους μαχομένους…»

Κ’ήρθε η στιγμή- το μαρτυρούν ραχούλες θρουμποφύτευτες

Και μυρωμένοι λόγγοι-

Τη φουστανέλα ζώνεσαι και πας, Βύρων, θεόμορφε

Στο δόλιο Μεσολόγγι…

(Από την Ωδή στο Βύρωνα, του Σωτήρη Σκίπη).

Και σαν  πέρασε κι άλλος καιρός και συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια  από το θάνατό του,  στα 1924, και πάλι το Μεσολόγγι αλλά και όλη η Ελλάδα, που ποτέ δεν ξέχασαν την προσφορά του στα δύσκολα χρόνια του αγώνα, του  έστησαν μαρμάρινη στήλη στο Μεσολόγγι, έργο του Αντωνίου Σώχου,  στην περιοχή όπου άλλοτε ήταν τα Καψαλέικα, όπου έμεινε ο Βύρωνας όταν ήταν στην πόλη. Κι αυτό το μνημείο, ήταν δωρεά  από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τότε ήταν πάλι,  που και στην Αθήνα ονόμασαν μια περιοχή του Παγκρατίου, Βύρωνα.

Κι ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Παλαμάς θα γράψει:

Εκατό χρόνια πέρασαν. Δεν πέρασες και ζεις

Με των αϊτών το πέταγμα και με των άγριων κρίνων

την  ευωδιά, στο λυρισμό, στη σκέψη της ψυχής

Στα πάθη, στη δόξα των Ελλήνων!

Κι όταν δημιουργήθηκε εδώ στην πόλη μας το Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης, που στεγάζεται σε κτήριο του 1932, αφιερώθηκαν  δυο από τις αίθουσές του στο μεγάλο ποιητή, σε ένδειξη σεβασμού κι ευγνωμοσύνης στη μνήμη του για ό,τι έκανε γι’αυτή.

Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το μεγάλο πίνακα του Γιάννη Κασόλα σε αντίγραφο από τον πίνακα του  κατ’ εξοχήν ζωγράφου της Επανάστασης  Θεόδωρου Βρυζάκη, «Η υποδοχή του Μπάυρον στο Μεσολόγγι», καθώς κι ένα υπέροχο γλυπτό του Δανού γλύπτη Θορβάλσεν, ο οποίος είχε γνωρίσει από κοντά το Βύρωνα, γι’αυτό και τον αποτύπωσε στο έργο του έτσι όπως ακριβώς ήταν.

Υπάρχουν επίσης πορτρέτα του από τα δυο του ταξίδια στην Ελλάδα (1809 ως 1811  ήταν το πρώτο, όπου περιηγήθηκε  από την ανατολική Μεσόγειο στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, την  Ήπειρο, την  Πελοπόννησο, την  Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και τη Μ.Ασία και  στα 1824 ξεκινά το δεύτερο ταξίδι ως εκπρόσωπος του Φιλελληνικού κομιτάτου  του Λονδίνου, όπου μετά την αγγλοκρατούμενηΚεφαλλονιά φτάνει  στο Μεσολόγγι με σκοπό να ενισχύσει και να βοηθήσει  τον αγώνα για ανεξαρτησία.)

Ακόμα ο επισκέπτης μπορεί  να δει και αντικείμενα από την αδερφοποιημένη με το Δήμα Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου πατρίδα του.

Και της θυσίας της πιο αψηλής εγίνηκες το σύμβολο

κι ο θρύλος της ανδρείας

Κι αιώνια θα μοσχοβολάει, Βύρων προφήτη, ο τάφος σου

απ’άνθη Ελευθερίας!

Σ.Σκίπης

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Απόψεις