Μια συζήτηση με τον συγγραφέα της συλλογής διηγημάτων «Μind the gap» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα»
Μια γυναίκα-σκιά γίνεται θάλασσα που πνίγει τους θύτες της. Ένα χαρτάκι με το νούμερο 32 πέφτει στην άκρη κάποιου πεζοδρομίου.
Κάποιος περπατάει δεκαπέντε χιλιόμετρα για να καταθέσει ένα δελτίο στο Στοίχημα, μια κίτρινη μπλούζα περιμένει υπομονετικά στη βιτρίνα κάποιου κλειστού καταστήματος και ένας έφηβος ερωτεύεται παράφορα έξι κρυστάλλινα ποτηράκια του λικέρ. Μικρές ιστορίες που φλερτάρουν με το παράδοξο, την φετιχοποιήση, το ασήμαντο που ανάγεται σε σημαίνον με μια ανάσα, παρίες που γίνονται ήρωες για λίγες στιγμές και το κενό που χάσκει αλλά γεμίζει με μπίτερ λιχουδιές.
Ο Λάζαρος Αλεξάκης γεννήθηκε επιτυχώς στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέρασε την εφηβική ζωή του προσπαθώντας να δραπετεύσει από αυτό. Σπούδασε Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και αργότερα Ψυχολογία στην Αγγλία, όπου βράχηκε αρκετά, φορώντας πάντα λάθος ρούχα. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Ηράκλειο και αρθρογραφεί στο περιοδικό ΜΟΤΟ. Έχει εκδώσει αρκετά μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και κόμικς. Συζητήσαμε για το φύσημα στις πληγές, παλιές μοτοσικλέτες και την εξιδανίκευση της συγγραφής.
- Συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου-
Στον πρόλογο του βιβλίου σου μιλάς για το πώς παρατηρώντας τους πελάτες πίσω από το τζάμι του περίπτερου που δούλευες παλιότερα, εστίαζες στους «ανθρώπους-γρίφους». Μπορείς να μας πεις ποιοι είναι αυτοί; Έχουν αλλάξει σήμερα;
Ελάχιστα. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι, μόνο οι καιροί. Οι ευκαιρίες που έχουμε να τους σκιαγραφήσουμε, και οι καταστάσεις μέσα από τις οποίες τους σκιαγραφούμε, αλλάζουν. Καθώς βέβαια και η ματιά μας όσο μεγαλώνουμε. Οι άνθρωποι-γρίφοι συνήθως κρύβουν κάτι πικρό μέσα τους, σπάνια θα κρυφτεί μια μεγάλη χαρά. Για αυτό και η παρατήρηση στο Mind the Gap βγάζει συχνά αυτή την πικρίλα μιας ιστορίας που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται.
Στις ιστορίες σου υπάρχει ένα πικρό, υποδόριο χιούμορ, σαν να θες να φυσήξεις πάνω σε πληγές και προβλήματα. Κουβαλάμε το παρελθόν σαν χαρακιά ή μας αρέσει να τζολεύουμε το καύκαλο;
Ναι, το κουβαλάμε. Και το δεχόμαστε, χωρίς να το εξιδανικεύουμε. Αυτή είναι μια πολύ λεπτή ισορροπία, που δυσκολεύτηκα και προσωπικά να βρω. Έγραψα κάπου πριν από λίγο καιρό σε κάποιο σάιτ: «Τι τυχερός που είμαι που έζησα την εποχή με την καλύτερη μουσική, τα καλύτερα αυτοκίνητα, τα καλύτερα κόμικ, τα καλύτερα παγωτά, τις καλύτερες ταινίες, τα καλύτερα καρτούν…». Αυτό είναι κάτι που πιστεύουν δυστυχώς πολλοί, χάνοντας το τώρα, το σήμερα, που είναι πάντα απείρως πιο ελκυστικό και γοητευτικό.
Και να μην ήξερα πως αρθρογραφείς στο ΜΟΤΟ, η αγάπη σου για τα δίκυκλα είναι φανερή και απροκάλυπτη. Μιλάς για παλιά μοντέλα με τρόπο λιμπιστικό. Τι είναι αυτό που σε συγκινεί στις (παλιές) μοτοσικλέτες; Πώς το vintage διατηρείται αγνό και δεν αλλοιώνεται από φασαίικες παρεμβολές;
Οι παλιές μοτοσικλέτες, τα παλιά πράγματα γενικότερα, είχαν υλικά πρωτογενή. Ξύλο, σίδερο, ατσάλι. Αυτό που με συγκινεί είναι ότι δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, «προϊόντα με κύκλο ζωής», μιας και πολλά από αυτά φτιάχτηκαν για να αντέξουν δεκαετίες – για να μην πω για πάντα. Έχω στην κατοχή μου αρκετές μοτοσικλέτες από το 1976 μέχρι το 1985 και δουλεύουν όλες περίφημα χωρίς να ζητάνε παρά ελάχιστα. Τι είναι πιο οικολογικό, να έχεις μια μοτοσικλέτα 70 χρόνια, ή σε αυτή τη διάρκεια να έχεις αλλάξει 16 διαφορετικά μοντέλα, με τα περισσότερα μέρη τους να είναι πλαστικά; Τώρα, για το δεύτερο ερώτημα, όλα αλλοιώνονται, απλώς, όταν αλλοιωθούν, το καταλαβαίνεις από μακριά.
Στο διήγημα «Σταμπάι» αποτίνεις φόρο τιμής στα exploitation film του ’70 και στους αφανείς ήρωες που λέγονται stunt workers. Τι ξύπνησε τον Ταραντίνο μέσα σου για να γράψεις αυτό το κινηματογραφικό διήγημα;
Νομίζω ο Ταραντίνο, και ειδικά το παλπ, δεν κοιμήθηκε ποτέ μέσα μου, είμαι τεράστιος λάτρης του είδους και δεν θα μπορούσε να λείπει ένα τέτοιο διήγημα. Ξαναγυρίζω στο περίπτερο όπου διάβαζα σε βίπερ ό,τι παλπ κυκλοφορούσε, το ίδιο και σε σκληρά κόμικ όπως του Tardi. Μάλιστα, σε μια συλλογή που με ζόρισε πάρα πολύ στη γραφή, συναισθηματικά, το «Σταμπάι» ήταν η ανάσα μου, όπως σηκώνεις το κεφάλι στα μισά του κολυμβητικού αγώνα πριν ξαναβουτήξεις. Απόλαυσα τη γραφή του, και ίσως οδηγήσει σε κάτι μεγαλύτερο με τον καιρό αυτή η κλωστή, σε μυθιστόρημα ή σε κάτι άλλο.
Το βιβλίο κλείνει με το «Φοντάν», έναν ύμνο σε όλους αυτούς που ονειρεύονται να συγγράψουν, να δουν στα καλάθια του σουπερμάρκετ βιβλία με την υπογραφή τους, να μείνουν στην ιστορία… Πόσο «Λάζαρο» κουβαλάει αυτή η ιστορία; Κι αν δεν εκδώσει κάποιος βιβλίο, τι έγινε; Ή τι δεν έγινε;
Έλα ντε. Για το τελευταίο αναρωτιέμαι κι εγώ. Πολλοί εξιδανικεύουν πιστεύω τη συγγραφή, δίνοντάς της χαρακτηριστικά όπως ο φίλος στο διήγημα που πιστεύει ότι είναι ο τρόπος να πλησιάσει την κοπέλα στο σούπερ. Άλλοι πάλι ίσως το σκέφτονται σαν κάτι γοητευτικό και απόλυτα στιλιζαρισμένο, όπως να κάθεσαι με ένα παλιό ουίσκι μπροστά σε μια γραφομηχανή. Κανείς από τους φίλους μου συγγραφείς δεν λειτουργεί έτσι. Οι περισσότεροι γυρνάμε σπίτι κουρασμένοι από τη δουλειά, και καθόμαστε και γράφουμε γιατί πρέπει να πιάσουμε το όριο των λέξεων που έχουμε βάλει για εκείνη τη μέρα – κι ας τις κάψουμε μετά. Δεν περιμένεις καμία έμπνευση, ούτε έχει καμιά μαγεία, πέρα από κείνες τις λίγες στιγμές που θα σε συνεπάρει και σε ταξιδέψει, κάτι που δεν δικαιολογεί την παράνοια του τυπάκου στο Φοντάν, ο οποίος όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με το λευκό χαρτί αρχίζει να καταρρέει.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr