ΘΕΑΤΡΟ

/

Η Ειρήνη-Γαλήνη «ψηλαφίζει» την Πάτρα…με συνταξιδιώτες τους Δημήτρη Ινδαρέ & Παναγιώτη Φαφούτη

Κοινοποίηση
Tweet

Του Pavel

Κατά τη διάρκεια της καραντίνας τους συναντούσα όλο και πιο συχνά. Από τη μια ο Κώστας γνωστός από τα χρόνια του καφενείου «Ο Θανάσης» στην Κολοκοτρώνη τη δεκαετία του 90, από την άλλη η  κορούλα του την οποία την είχε πάντα στους ώμους του να κοιτάει τον κόσμο από ψηλά! Ένα χαμόγελο στην Ειρήνη-Γαλήνη και μια καλημέρα στον Κώστα και να το αυθόρμητο δέσιμο….

Σημείο συνάντησης οι σκάλες της Τριών Ναυάρχων. Η επιστροφή στο σπίτι για μένα και η αρχή της βόλτας για τον πατέρα και την κόρη σε όλη την πόλη! Αυτή η μικρή ψυχή που τώρα ξεκινούσε το ταξίδι της στον κόσμο, μας παρατηρούσε. Ίσως να αναρωτιόταν γιατί χαμογελούσαμε μόνο όταν την κοιτούσαμε, ενώ όταν  στρέφαμε αλλού το βλέμμα το πρόσωπό μας γινόταν σκυθρωπό... Κάθε μέρα ανακάλυπτε την πόλη, μάθαινε κάτι καινούργιο, τα κτίρια που στα μάτια της ήταν τεράστια, οι λίγοι άνθρωποι και τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν έξω.

Τελείωσε η καραντίνα και είδε μια άλλη πόλη : μικρά παιδιά να τριγυρνάνε στους δρόμους μόνα, ηλικιωμένους να ζητάνε ελεημοσύνη και μητέρες με μωρά να εκλιπαρούν για λίγο γάλα... Ο πατέρας της αδυνατούσε να της εξηγήσει πως μπορούσαν να συμβαίνουν όλα αυτά… Πώς η κοινωνία  επιτρέπει στην ασχήμια, στον πόνο και στη φτώχια να κερδίζουν τη μάχη ενάντια  στην ομορφιά, τη χαρά και  την ευημερία…  

Ευτυχώς που μπορούσε και κάτι να απολαύσει στ’ αλήθεια…: τη μουσική από τους φοιτητές που παίζανε και τραγουδούσαν στο ύψος της Ρήγα Φεραίου και Αγίου Νικολάου.

Ή τις σκιές στο πανί, τους πρώτους αγαπημένους της ήρωες τον Καραγκιόζη και την παρέα του, που στα χέρια του Χρήστου Καλπουζάνη στα σκαλάκια της Τριών Ναυάρχων  αποκτούσαν στα παιδικά της μάτια μυθική υπόσταση...

Ώσπου βρέθηκαν σε μια από τις βόλτες πατέρα και κορούλας δύο ανήσυχοι  κινηματογραφιστές ο Δημήτρης και ο Παναγιώτης· ανήκοντας στη γενιά του πατέρα της θα την έπαιρναν μαζί τους με  λέξεις, εικόνες και μουσικές, και θα της αποκάλυπταν στιγμές της πόλης...  

Στο τέλος θα τους χαμογελούσε από εκεί ψηλά που ήταν πάντα και με αυτό τον τρόπο θα τους ευχαριστούσε για όσα την έμαθαν... Το ταξίδι συνεχίζεται παντού και πάντα θα μας ψιθύριζε...

 

 

 

Αελλώ

του Δημήτρη Ινδαρέ – Σκηνοθέτη

Ήχος ταμπούρλων και μια σφυρίχτρα που προηγείται κατά τι, σαν να τραβάει τον ρυθμό από το μανίκι. Ήλιος με δόντια και η μάνα μου ωρύεται να μη βγω στο μπαλκόνι. Είναι νωρίς την άνοιξη κι εγώ με πυρετό και πρησμένες αμυγδαλές: Η ανάρρωση ενός 10χρονου στο σπίτι.

Κάτω από το μπαλκόνι μαθητές και μαθήτριες κάνουν πρόβα βηματίζοντας στοιχισμένοι για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Τα ταμπούρλα είναι στην ουρά της πομπής. Με  τη σφυρίχτρα στο στόμα ένας κύριος με κοστούμι και γυαλιά γλιστράει σαν αίλουρος ανάμεσα στις γραμμές των μαθητών, από τη μια πλευρά του δρόμου στην άλλη. Διορθώνει τη στοίχιση, τον ρυθμό, τις όποιες ανακρίβειες στον συγχρονισμό τους. Ανεβοκατεβαίνει στα πεζοδρόμια και την καταλληλη στιγμή διακτινίζεται στον κάθετο για να κόψει την κίνηση των αυτοκινήτων.

-Μαμά, ποιός είναι;

-Ο κύριος Σωτηρχόπουλος!

Στην αρχή του δρόμου μας, λίγο μετά το τσάκισμα που διορθώνει τη ρημοτομία της Πάτρας προς τα νότια –εκεί που ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης παραδίδει την ονοματοδοσία της οδού στον ρομαντικό ποιητή Σπυρίδωνα Βασιλειάδη-, υπάρχει ακόμη το εντυπωσιακό νεοκλασικό διώροφο που στέγαζε τότε τα εκπαιδευτήρια Σωτηρχόπουλου. Από τη σιδερένια πόρτα της αυλής με την πανύψηλη αροκάρια μπαινοβγαίναν τα παιδιά του εξατάξιου γυμνασίου.

Η αυλή του σχολείου κατελάμβανε τη γωνία του τετραγώνου. Η τρίτη πλευρά της ακουμπούσε σε μια κατάφυτη μάντρα που τη χώριζε από τον θερινό κινηματογράφο Αελλώ, μια έκταση που έμοιαζε σαν τον πίσω κήπο του κτίσματος.

Η είσοδος του κινηματογράφου ήταν από την κάτω γωνία, εκεί που ο Καραϊσκάκης ανταλλάσσει συστάσεις με τον Σολωμό. Μια κομψή μπετονένια κατασκευή με κατακόρυφες περσίδες, τοξωτό γκισέ και δικτυωτά μεταλλικά ρολά χωρίς πόρτα, έμοιαζε με ημιυπαίθρια συνέχεια του κτίσματος που στέγαζε το σχολείο. 

Από τον Μάιο και μετά, όταν η νύχτα τύλιγε την πόλη, το σκοτεινό αρχοντικό πολιορκούσε η αχλή μιας χρωματιστής και παλλόμενης ανταύγειας από τα νέον της επιγραφής και την οθόνη. Οι ήχοι και οι μουσικές των προβολών επέτειναν την απόκοσμη εντύπωση.  Ο ακόμη τότε χλωμός δημοτικός φωτισμός δεν μπορούσε να ξορκίσει τη μαγεία της νύχτας. Απλά τη συμπλήρωνε.

Αμερικάνικα, εγγλέζικα, ιταλικά και γαλλικά, σκόρπιζαν στον αέρα μια αίσθηση κοσμοπολιτισμού. Ψίθυροι, γέλια, πόρτες, βήματα, πυροβολισμοί, φρεναρίσματα κι ένα τράφικ άλλης κλίμακας από εκείνο της γειτονιάς στις αρχές του ’70, γεννούσαν στο σκοτάδι εικόνες συνειρμών αυθαίρετων,  υποκειμενικών.

Στην παιδική μου αντίληψη δεν υπήρχε αμφιβολία πως σχολείο και κινηματογράφος αποτελούσαν κοινή επιχείρηση. Ήμουνα βέβαιος πως ο κύριος Σωτηρχόπουλος, όπως επέβλεπε προσωπικά τις πρόβες της παρέλασης του σχολείου, με το ίδιο ενδιαφέρον θα φρόντιζε και τις προβολές του κινηματογράφου.

Την πρώτη φορά που οι δικοί μου με πήγαν στο Αελλώ, έψαχνα γύρω τον αεικίνητο διοπτροφόρο της παρέλασης. Καθώς το βλέμμα μου δεν τον εντόπισε πουθενά, έβγαλα το συμπέρασμα πως θα ήταν μέσα στην καμπίνα προβολής. Η κυρία στα εισιτήρια ήταν η γυναίκα του και στην καντίνα ο ανηψιός του, ο πρόθυμος νεαρός που πουλούσε πασατέμπο και τσιπς. Δεν είχα επίσης καμιά αμφιβολία για το ποιος βρισκόταν και πίσω απ’ τη δημιουργία της ίδιας της ταινίας: Ο κύριος Σωτηρχόπουλος ήταν ο σκηνοθέτης. Εκείνος δίδασκε τους ηθοποιούς. Εκείνος έγραφε τη μουσική και διηύθυνε την ορχήστρα. Κάθε ταινία ήταν δική του επινόηση, μια δική του εποποιία.

Θεωρούσα επίσης προφανές πως οι μαθητές του σχολείου άπλωναν στον κινηματογράφο τις πάνινες καρέκλες στην αρχή κάθε σεζόν, όπως επίσης και ότι τις μάζευαν με την επιστροφή από τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Φανταζόμουνα μάλιστα και μια ιεροτελεστία αντίστοιχης ακριβείας μ’ εκείνη της παρέλασης, στο ρυθμό και στον οίστρο της σφυρίχτρας του σχολάρχη: οι καρέκλες να περνούν ψηλά από χέρια σε χέρια, με τους μαθητές και τις μαθήτριες να σχηματίζουν μια ανθρώπινη αλυσίδα που κατέβαινε από την σκάλα του αρχοντικού στην αυλή κι από εκεί να καβαλάει τη μάντρα ή να βγαίνει από την αυλόπορτα και ν’ απλώνεται στο πεζοδρόμιο μέχρι την είσοδο του κινηματογράφου, να περνά στο τεραίν και ο τελευταίος να τις τοποθετεί με ακρίβεια, φυτεύοντάς τες μία-μία στο χαλίκι.

Η Πάτρα ήταν η πόλη των παρελάσεων. Τα χειμωνιάτικα απογεύματα του καρναβαλιού οι μπάντες της ξεφύτρωναν ξαφνικά  απ’ τις γωνίες και ο ρυθμός τους σε παρακινούσε να τις ακολουθήσεις. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς κάθε πόλη της Πελοποννήσου που σεβόταν τον εαυτό της έστελνε τη δική της φιλαρμονική για τη μεγάλη παρέλαση. Συγκροτήματα με καλλίγραμμες μαζορέτες από το εξωτερικό συμμετείχαν κι αυτά με δικό τους ταμπούρλο. Οι κοπέλες έμοιαζαν με εξωτικά πουλιά του πόθου, από μια γη της επαγγελίας που περίμενε κάπου μακριά να την ανακαλύψουμε μεγαλώνοντας.

Στον επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής τα χάλκινα θρηνούσαν στις πένθιμες μελωδίες δυτικών αντάτζιο και ρέκβιεμ. Η γκρανκάσα υπέβαλλε το ρυθμό συντονίζοντας βήμα και συγκίνηση στον χτύπο μιας μεγάλης καρδιάς, της καρδιάς της ίδιας της πόλης. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε, συνήθως υπό βροχή, στη λιτανεία της κάρας και του σταυρού του Αγίου Ανδρέα.

Όταν ακούς μουσική, τρέχεις να προλάβεις. Να βηματίσεις και να χορέψεις μαζί, κι εσύ να γιορτάσεις. Όλοι θέλουν να στοιχηθούν σ’ έναν σκοπό, ένα κοινό συναίσθημα. Άμα μένεις απ’ έξω, νιώθεις ζήλια. Όλοι επίσης ψάχνουμε έναν μετρονόμο, να δώσει ρυθμό στην ξεκούρδιστη ζωή μας. Ένα μονοπάτι να μας δώσει κατεύθυνση. Ασφαλώς πολλοί δυσκολεύονται. Θέλουν το τύμπανο στα δικά τους χέρια. Θέλουν στα πράγματα τους δικούς τους όρους. Και κάποιοι ονειρεύονται να βρουν τη μαγική σφυρίχτρα.

Κάπως έτσι, πάντως, η εθνική γιορτή της άνοιξης βρέθηκε να σηματοδοτεί για μένα την πρώιμη έναρξη της θερινής περιόδου, ο δε κύριος Σωτηρχόπουλος έναν μύστη της 7ης τέχνης. Κι όταν έπαψα να θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής, ήθελα πλέον να γίνω κύριος Σωτηρχόπουλος.

Η αγάπη μου για το σινεμά, τα ταξίδια, τους ηθοποιούς, τη μουσική, τους ήχους αλλά και τις παρελάσεις είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σ’ εκείνον. Ήθελα να γνωρίσω κι εγώ από κοντά τον Πήτερ Σέλλερς. Να στριμωχτώ με τον Λουί Ντεφινές και μια καθολική καλόγρια στο πιλοτήριο ενός ανεμοπλάνου. Να βρεθώ μαζί με τον κύριο Υλώ στο Χάος της κυκλοφορίας. Εσταυρωμένος δίπλα στον Μπράιαν, να σφυρίζω το ρεφραίν του Always Look On The Bright Side Of Life με μια σφυρίχτρα σαν εκείνη του κυρίου Σωτηρχόπουλου.

Κρίσιμη στάση στη διαδρομή της επιθυμίας μου αυτής ήταν η προβολή του 8½, του Φεντερίκο Φελίνι. Ο ήρωας της ταινίας,  σκηνοθέτης Γκουίντο, εγκλωβισμένος κι εκείνος στο χάος κυκλοφορίας, αποδρά πετώντας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου του. Στο βαθύ υπαρξιακό του άγχος αναζητά παρηγοριά στις αναμνήσεις και τη φαντασία, για να συνειδητοποιήσει τελικά πως η ευτυχία βρίσκεται στην αποδοχή όλων των αντιφάσεων που κουβαλάει ο καθένας μας. Στη συμφιλίωσή μας με όλα όσα έχουν γίνει αλλά και με εκείνα που δε θα γίνουν ποτέ.

Η ταινία κορυφώνεται μ’ έναν διονυσιακό χορό όπου παρελαύνουν όλα τα πρόσωπα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντός του και μαζί όλες οι γυναίκες της ζωής και της φαντασίας του. Ο Γκουίντο μπαίνει κι εκείνος στο χορό τους παρασυρμένος από τη ζωτική ενέργεια που τροφοδοτεί όχι μόνο την τέχνη αλλά και τη ζωή την ίδια. Στο φινάλε της ταινίας συνειδητοποίησα εμβρόντητος πως ο Γκουίντο, ένας καλοντυμένος Μαστρογιάννι με κοστούμι και γυαλιά, είχε κάτι από τον κύριο Σωτηρχόπουλο…

Καλοκαίρι του 1981 βλέπουμε με τους φίλους μου στο Αελλώ την τρελή κωμωδία Μια απίθανη πτήση.  Κάποια στιγμή, καθώς τρανταζόμαστε απ’ τα γέλια, σκίστηκε το πανί της καρέκλας μου. Αργότερα κατάλαβα το νόημα αυτού του μικρού ατυχήματος. Γιατί εκείνο το φθινόπωρο έφυγα απ’ την Πάτρα ψάχνοντας τον δικό μου δρόμο, αναζητώντας τη δική μου σφυρίχτρα.

Ποτέ δεν έμαθα αν ο κύριος με τα γυαλιά ήταν πράγματι ο κύριος Σωτηρχόπουλος. Όποιος και να ήταν πάντως, τον ευχαριστώ.

Σημειώσεις:

1. Ο θερινός κινηματογράφος AEΛΛΩ, 500 θέσεων, στη γωνία των οδών Καραϊσκάκη και Παπαφλέσσα στην Πάτρα, λειτουργούσε από τον Ιούνιο του 1962 έως και το καλοκαίρι του 2010.

2. Η Αελλώ ήταν μία από τις Άρπυιες. Στην ελληνική μυθολογία οι Άρπυιες ήταν θηλυκά τέρατα, κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και αδελφές της αγγελιαφόρου των θεών, θεάς Ίριδας. Οι Άρπυιες άρπαζαν τα παιδιά και τις ψυχές των ανθρώπων.

Πάτρα, 2 Νοεμβρίου 2020

Η Πάτρα μου…

του Παναγιώτη Φαφούτη – Σκηνοθέτη

Ήμουν παιδί της πλατείας Όλγας, η μάνα μου είχε μαγαζί με ρούχα-ξανθιά.

Σήμερα η σύζυγός μου η Μαρία είναι ξανθιά και έχει μαγαζί με ρούχα...

Θυμάμαι παγώνια στην πλατεία και μετά το σκάμμα και ένα φύλακα που μετά από χρόνια κατάλαβα ότι κοιτούσε τα πιτσιρίκια πονηρά...

Θυμάμαι τη ζέστη στα γήπεδα του τένις πίσω από το νοσοκομείο και τον Ινδό προπονητή μου, τις βόλτες μετά το σχόλασμα από το Πρότυπο μέχρι το σπίτι στην πλατεία Όλγας. 

Η Πάτρα είναι μια πόλη δίπλα στη θάλασσα χωρίς τη θάλασσα μέσα της. Αργότερα, όταν μελαγχολούσα, κατέβαινα με τη βροχή μέχρι το μώλο της Αγίου Νικολάου και αισθανόμουν ότι η θλίψη μου έπαιζε σε ταινία. Γουόκμαν με κασέτες...

Χρόνια μετά θα αποτύπωνα το λιμάνι σε μια μικρού μήκους εμπνευσμένη από τη Γιαννούλα την Κουλουρού.

Το λιμάνι του καρναβαλιού και σήμερα το λιμάνι των αυτοκινήτων, πάρκινγκ για βιαστικούς και μη. Πώς και πώς περιμένω την ανάπλαση: την ανάπλαση στο παραλιακό μέτωπο, την πρόσβαση στη θάλασσα, όπως στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στην Καβάλα, στην Καλαμάτα, στα Χανιά, στο Ηράκλειο, παντού εκτός από δω.

Ένα πράγμα σκέφτομαι έντονα: πόσο δύσκολα συνεννοούμαστε σ’ αυτήν την πόλη Αυτή είναι η πόλη που αποτυπώνω στις ταινίες μου: στον Παράδεισο, στη Τζοάνα στο καινούριο σενάριο που γράφω με τίτλο “Παραλιακή”. Ονειρεύομαι μια πόλη που να είναι ένα κέντρο για φεστιβάλ και συνέδρια και campus κάθε είδους: όπως το Μονπελιέ που είχα βρεθεί κάποτε.

Μεγάλωσα με σινεμά: Ελίτ, Ιντεάλ, Άστυ, Αελλώ, Δαναός, σήμερα φτώχια… μόνο η λέσχη και ψήγματα καλών ταινιών δεξιά κι αριστερά.

Πολύς καφές, πολύς μεζές, πέφτω κι εγώ στην παγίδα.  Μου λείπουν οι ωραίες συζητήσεις, οι ωραίες εκδηλώσεις οι ξαφνικές, στρίβοντας στη γωνία…

Μου λείπουν οι συνέργειες.

Ευτυχώς που υπάρχουν και τα γκράφιτι, ευτυχώς που υπάρχει και το Δηπεθέ, η Δραματική του και τα θέατρα.

Ευτυχώς που υπάρχουν οι φοιτητές. Ίσως η μοναδική πόλη (στον κόσμο;) που οι φοιτητές έχουν διαφορετικά στέκια από τους Πατρινούς. Ενσωμάτωση μηδέν;  Πού είναι και η συνομιλία του Πανεπιστημίου με την πόλη; εννοώ ανοιχτά για τους πολλούς, για τους πολίτες.

Αναρωτιέμαι που παίζουν ακόμα καλή μουσική; Μήπως εγώ δεν το γνωρίζω; Όμως όσο κι αν παραπονιέμαι πάντα εδώ επιστρέφω: στην οικογένειά μου και στους φίλους μου, στο Γκόγκο, το Σωκράτη, την Κατερίνα και το Μίλτο, στο Θόδωρο, το Νίκο και τον Ξενοφώντα, στις εύκολες βόλτες στις γύρω θάλασσες και εξοχές, στις πολλές καλημέρες που δέχομαι και επιστρέφω.

Θυμάμαι μπροστά στον Άγιο Ανδρέα να μαθαίνουμε βήματα για να βγούμε στην παρέλαση στο Καρναβάλι. Το Καρναβάλι είναι πια μέσα μου, εντός μου, αγωνιά να βγει εκτός να διασκεδάσει και να δημιουργήσει όπως παλιά, μπορεί να φταίει και που μεγαλώνω.

Πάντα μου άρεσε το μέλλον, εκνευρίζομαι μ’ αυτούς που διηγούνται περασμένα μεγαλεία: 

Αλλά τότε υπήρχε η Αρένα, τα μαγαζιά του Κοτοπούλη, ο Ζαφείρης, ροκ σταρ σε λάθος τόπο και χρόνο. Τότε που ανακαλύπταμε το house και την techno…

Μου λείπει ν’ ακούω μουσική. 

Προς το παρόν, μαζί με τη μικρή μου κόρη ακούω συνέχεια “για πού για πού για πού, τραβάει η αλεπού” και μετά λέει “αφήνει τα κουνέλια και πάει για τσιφτετέλια”: όλη η σημερινή Ελλάδα σ’ έναν αθώο στίχο.

Όταν ταξιδεύω εκτός Ελλάδας, όλες οι πόλεις που πηγαίνω, έχουν σαν κέντρο τους την παλιά πόλη: όλα συμβαίνουν εκεί, εμείς εδώ την παλιά πόλη την αισθανόμαστε σαν αγγαρεία, είναι κι αυτή η ανηφόρα…

Όμως έχουμε ωραίους φούρνους. Α εδώ ναι, μπορούμε να είμαστε περήφανοι!  Περήφανοι και για και για...προσπαθώ να σκεφτώ για τι, αλλά δυσκολεύομαι...δε μου έρχεται κάτι αβίαστα. 

Για τον τουρισμό μας (το πιο σύντομο ανέκδοτο…).

Ένας δρόμος έγινε και η Αθήνα ήρθε πιο κοντά, ένας δρόμος ακόμα θερίζει, βλέπεις τα τροχαία δεν είναι κορονοϊός…

Έρχεται και το τρένο, έχει κάνει περίπου 10 χρόνια, αλλά ποιος νοιάζεται;

Όμως ακόμα επιλέγω να είμαι εδώ, δε θέλω να πάω αλλού. Τι είναι αυτό που μας τραβάει στον πυρήνα αυτής της πόλης;

Ότι είναι χύμα, ασυντόνιστη όπως αυτό το κείμενο.

Την αγαπάω την Πάτρα, σαν έναν παλιό συγγενή που αναγκάζομαι να αγαπήσω για να αισθανθώ οικογένεια, κι αυτό έχει τρυφερότητα μέσα του, ε; 

Πάτρα, 3 Νοεμβρίου 2020

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture