SPOTLIGHT

/

Ο Μανούσος Μανουσάκης στο thebest.gr για τη νέα του ταινία "Ουζερί Τσιτσάνης"- Με 4 λέξεις περιγράφει τον μεγάλο μας μουσικό- ΦΩΤΟ & ΒΙΝΤΕΟ

Κοινοποίηση
Tweet

Η ταινια κάνει πρεμιέρα στις 3 Δεκεμβρίου

Στις 3 Δεκεμβρίου κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, «Ουζερί Τσιτσάνης».

Η ταινία, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, έχει στο επίκεντρό της τον απαγορευμένο έρωτα μιας Εβραίας και ενός Χριστιανού με φόντο την υπό γερμανική κατοχή, Θεσσαλονίκη. Κι όλα αυτά με τις υπέροχες μουσικές του Βασίλη Τσιτσάνη να υπογραμμίζουν την εξέλιξη της ιστορίας.

Με αφορμή την επικείμενη πρεμιέρα της ταινίας του καθώς και την προγραμματισμένη για τις 15 Δεκεμβρίου επίσκεψή του στην Πάτρα, ο Μανούσος Μανουσάκης, μίλησε στο thebest.gr. Μας περιέγραψε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στα γυρίσματα, τα στοιχεία εκείνα του βιβλίου που του έδωσαν την έμπνευση για να το μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη και την "γοητεία" που ασκούν πάνω του οι απαγορευμένοι έρωτες. Όσο για τον Βασίλη Τσιτσάνη τον χαρακτηρίζει απλό, επίμων, τελειομανή και ασκητικό...

 

Συνέντευξη στον Θάνο Χριστακόπουλο


Best: Καταρχάς κύριε Μανουσάκη πείτε μας δύο λόγια για την καινούργια σας ταινία “Ουζερί Τσιτσάνης” που είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ποια είναι η υπόθεση, ποιοι πρωταγωνιστούν, πότε κάνει πρεμιέρα κ.α.;

Μανούσος Μανουσάκης: Το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη αφορά σε δύο χρόνια της ζωής του Βασίλη Τσιτσάνη 1942 – 1943. Σε αυτή την ταραγμένη και κατοχική Θεσσαλονίκη το Ουζερί που άνοιξε τότε ο νιόπαντρος Τσιτσάνης (26 χρονών) έγινε το ψηφιδωτό της πόλης. Όλοι πέρασαν από εκεί.

Αντιστασιακοί και δοσίλογοι, μαυραγορίτες, εκατομμυριούχοι, χαμάληδες, γείτονες, φίλοι, όπως και ο αρχηγός της αστυνομίας, ιστορικό πρόσωπο και κουμπάρος του Τσιτσάνη, λάτρης του ρεμπέτικου, Γερμανοί αξιωματικοί διασκέδαζαν στο μαγαζί. Οι πάντες.

Ο ίδιος ο Τσιτσάνης διανύει μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής του. Τότε συνθέτει μερικά από τα αριστουργήματά του, μεταξύ των οποίων και την εμβληματική «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Το Ουζερί είναι το σκηνικό της ιστορίας μας. Το μηχανάκι που «τρέχει» το δράμα είναι ο έρωτας του συνεταίρου του Γιώργου με μια Εβραία. Μέσω αυτής της σχέσης βλέπουμε την εποχή, την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης και την εξόντωσή της από τους Ναζί. Ο Τσιτσάνης είναι ο παρατηρητής της εποχής του, που δημιουργεί, ερμηνεύοντάς την.

 

B.: Τι σας ενέπνευσε στην ιστορία αυτή και σας οδήγησε στο να την μεταφέρετε στην μεγάλη οθόνη;

M.M.: Αυτό που με γοήτευσε ήταν η δυνατότητα που μου έδινε το βιβλίο να περιγράψω μια πτυχή της ιστορίας μας ελάχιστα γνωστή μέσα από την ματιά του Βασίλη Τσιτσάνη και μέσα από έναν καταιγιστικό έρωτα.

Περιγράφοντας αυτή την ιστορία, της εξόντωσης της Εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί, έχουμε την ευκαιρία να ξεκινήσουμε ένα διάλογο με τους θεατές για τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και για τη πραγματική φύση του ναζισμού που είτε ξεχνάμε, είτε δεν γνωρίζουμε. Δύο θέματα που γίνονται δυστυχώς και πάλι πολύ επίκαιρα στην Ευρώπη αλλά και παγκόσμια σήμερα.

 

B: Μετά την μελέτη σας στον μεγάλο μας μουσικό, τον Βασίλη Τσιτσάνη, σε τι συμπεράσματα καταλήξατε  για τον χαρακτήρα του; Πώς ήταν ο Τσιτσάνης ως άνθρωπος;

M.M.: Ένας τόσο μεγάλος καλλιτέχνης έχει πολλές πτυχές στον χαρακτήρα του. Για μένα ήταν απλός, επίμων, τελειομανής, ασκητικός.

 

B.: Ποιες ήταν οι δυσκολίες να αναπαραστήσετε με πειστικότητα την εποχή της γερμανικής κατοχής;

M.M.: Από το πιο απλό, δηλαδή τα κουρέματα και οι κομμώσεις της εποχής για τις σκηνές πλήθους και να βρούμε αδύνατα παιδιά. Τα οχήματα εποχής άλλο ένα πρόβλημα που ευτυχώς κάποια διασώθηκαν από μερακλήδες όπως ο συμπολίτης σας Σπήλιος Λαλιώτης, ο οποίος μας παραχώρησε μια εκπληκτική Μερσεντές, αλλά και από τον σύλλογο διατήρησης ιστορικών οχημάτων και τον σύλλογο ιστορικών στρατιωτικών οχημάτων.

Η πιστότητα των στολών και των όπλων όπου μας βόηθησαν η ομάδα αναβίωσης και το group ιστορικής αναβίωσης Β’ Παγκοσμίου πολέμου και εξειδικευμένοι οίκοι του εξωτερικού. Και βέβαια τεράστιο πρόβλημα ήταν το αστικό περιβάλλον, μια που η περιπέτειά μας εξελίσσεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που όπως κάθε Ελληνική πόλη έχει ανοικοδομηθεί εκ βάθρων.

Εκεί η ευρηματικότητα του σκηνογράφου μας Αντώνη Χαλκιά έκανε θαύματα. Προστέθηκαν προσόψεις, καλύφτηκαν κλιματιστικά, τσιμεντένιες κολώνες της ΔΕΗ, σηματοδοτήσεις της τροχαίας κλπ. Κλπ.

Όποιες δυσκολίες κι αν συναντήσαμε τις υπερνικήσαμε με την βοήθεια εμπνευσμένων ανθρώπων.

 

 

 

B.: «Η χώρα έχει κατεδαφίσει την ιστορία της», έχετε πει πρόσφατα. Και πράγματι σε πολλές πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της Πάτρας, σημαντικά κτίρια του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια και στην θέση τους έχουν ανεγερθεί άχαρες πολυκατοικίες. Τι σας λέει αυτό για τους Νεοέλληνες;

M.M.: Πολλές φορές το έχω πει πράγματι. Μετά τον πόλεμο, ο κόσμος είχε ανάγκη να επιβιώσει χωρίς κανέναν κρατικό σχεδιασμό, με μια πολιτεία που ενίσχυσε στο έπακρο την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Χωρίς πρόνοια για το χωριό και τους αγρότες συγκεντρώθηκαν στα αστικά κέντρα πληθυσμοί που έπρεπε να στεγαστούν.

Κερδοσκόποι ανεξέλεγκτα εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη του Έλληνα να έχει το «κεραμίδι» του όπως πατροπαράδοτα το είχε στο χωριό του. Εύκολα οι μικροϊδιοκτήτες δώσαν  τα σπίτια τους για αντιπαροχή είτε για να εξασφαλίσουν τα παιδιά τους, είτε για να καλύψουν ζωτικές και πιεστικές οικονομικές ανάγκες και να εξασφαλίσουν μία στέγη για τα παιδιά τους.

Το αιτιολογώ δεν το δικαιολογώ. Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς σκεφτόμενοι όλοι μαζί με το παρόν και το μέλλον. Δεν έγινε. Το επισημαίνω κάθε φορά γιατί τώρα που το βλέπουμε πιστεύω πολλά μπορούν να σωθούν και να διορθωθούν. Έχουμε εμπνευσμένους αρχιτέκτονες, περιβαλλοντολόγους,  και διαθέσιμους πολίτες και μπορούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον των πόλεών μας

 

B.: Οι «απαγορευμένοι» έρωτες, όπως αυτός ενός Χριστιανού και μιας Εβραίας, είναι ένα από τα αγαπημένα σας μοτίβα. Ποιο είναι το στοιχείο τους που σας συναρπάσει;

M.M.: Οι απαγορευμένοι έρωτες απασχολούν την παγκόσμια λογοτεχνία, το παγκόσμιο θέατρο, την ποίηση αιώνες τώρα. Δεν ανακάλυψα εγώ το θέμα. Με γοητεύουν όμως, αυτό είναι γεγονός, γιατί μέσα από τον απαγορευμένο έρωτα και την συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί βρίσκεις δίοδο για να εκφράσεις κοινωνικούς προβληματισμούς, να κουβεντιάσεις με του θεατές θέματα της καθημερινότητας, να εντοπίσεις το «κουκούτσι» της κοινωνίας μας


Σύνοψη

Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης.

Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.

Διάρκεια: 116’

Παραλειπόμενα

•    Στην ταινία συμμετείχαν 2.500 βοηθητικοί ηθοποιοί. Για όλους αυτούς τους ηθοποιούς χρειάστηκε ενδυματολογική μελέτη, μελέτη μακιγιάζ και κομμώσεων και πρόβες πολλών εβδομάδων. Ήταν όλοι τους τόσο απορροφημένοι στους ρόλους τους και στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία, που σε κάποια εξωτερικά γυρίσματα στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ο κόσμος σταμάταγε έκπληκτος νομίζοντας πως «οι Γερμανοί ξανάρχονται».

•    To μπουζούκι του Τσιτσάνη που χρησιμοποιήθηκε κατά τα γυρίσματα είναι μια ευγενική παραχώρηση της Γιώτας Νέγκα.

•    Ο Αντρέας Κωνσταντίνου έκανε μάθημα μπουζουκιού για πολλούς μήνες. Το ίδιο και ο Νίκος Ιωαννίδης με την κιθάρα. Ενώ ο Γιώργος Παναγιωτίδης, Θεσσαλονικιός, δεν χρειάστηκε μαθήματα. Είναι μουσικός, παίζει και μπουζούκι και μπαγλαμά. Η αγάπη του για τον Βασίλη Τσιτσάνη τον έφερε στην Αθήνα πολλές φορές για τα γυρίσματα.

•    Όλα τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν με όργανα της εποχής. Η ορχήστρα συμπεριλάμβανε ελληνικά λαϊκά όργανα, όπως μπουζούκια, μπαγλαμάδες και τζουράδες, αλλά και δυτικά όπως κουαρτέτο εγχόρδων και συμφωνικά τύμπανα.

•    Στο soundtrack της ταινίας περιλαμβάνεται μια σπάνια εκτέλεση της «Συννεφιασμένης Κυριακής» από το προσωπικό αρχείο της οικογένειας Τσιτσάνη, ερμηνευμένο από τον Βασίλη Τσιτσάνη και την Ελένη Γεράνη.

•    Όλοι οι ηθοποιοί, που ερμηνεύουν ρόλους Εβραίων έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα «Λαντίνο», τη γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, παράλληλα με τα Ελληνικά. Έχοντας έρθει από την Ισπανία το 1492, διωγμένοι από την Ισαβέλλα την Καθολική, οι Εβραίοι διαμόρφωσαν το γλωσσικό αυτό ιδίωμα μέσα στους αιώνες.

•    Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 6000 κοστούμια, πολλά από τα οποία είναι αυθεντικά ενδύματα της εποχής. Η έρευνα για τα κοστούμια έγινε σε βεστιάρια επαγγελματικά και ιδιωτικά, σε σεντούκια μαμάδων και γιαγιάδων, με τη συμβολή ειδικών σε θέματα στρατιωτικών στολών και αξιοπιστίας.  Tα διακριτικά των στολών παραγγέλθηκαν σε εξειδικευμένους οίκους του εξωτερικού. Οι πρόβες των ρούχων για κάθε ηθοποιό διήρκησαν πολλές ημέρες.

•    Για την ολοκλήρωση του σεναρίου χρειάστηκαν τρία χρόνια με ιστορικό σύμβουλο αλλά και με ανθρώπους που εκτός από την ιστορία γνώριζαν τα ήθη και τα έθιμα της εποχής.

•    Ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός της Θεσσαλονίκης είναι ο πραγματικός σταθμός από όπου το 1943 ξεκίνησαν τα τρένα για το Άουσβιτς. Το τρένο μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη με τη βοήθεια του ΟΣΕ, καθώς τα βαγόνια ήταν διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα και η ατμομηχανή βρέθηκε εγκαταλελειμμένη στη Δράμα. Επισκευάστηκε από τεχνικούς του ΟΣΕ και λειτούργησε ξανά.

Συντελεστές:

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης, Χριστίνα Χειλά–Φαμέλη, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Λάκης Κομνηνός, Αλμπέρτο Εσκενάζυ, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλης Αεράκης, Γιάννης Αϊβαζής, Ξανθή Γεωργίου, Θοδωρής Αντωνιάδης

Mια παραγωγή της ΤΗΛΕΚΙΝΗΣΗ Α.Ε. σε συμπαραγωγή με τους ΟΤΕ TV - ΣΑΜΠΥ ΜΙΩΝΗ  Με την υποστήριξη των: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου - TOPCUT MODIANO

ΣΚΗΝΙΚΑ: Αντώνης Χαλκιάς

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Άννα Μαχαιριανάκη
ΜΟΥΣΙΚΗ: Θέμης Καραμουρατίδης

ΜΟΝΤΑΖ: Λάμπης Χαραλαμπίδης

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κωστής Γκίκας

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΗΧΟΥ : Μανώλης Μανουσάκης

ΜΙΞΑΖ : STUDIO 19 – Κώστας Μπώκος

VISUAL EFFECTS: Αντώνης Νικολάου

ΗΧΟΣ: Δημήτρης Αθανασόπουλος

ΣΕΝΑΡΙΟ: Βασίλης Σπηλιόπουλος – Άντα Γκουρμπαλή – Μανούσος Μανουσάκης

ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Μαρία Μανουσάκη

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Γιώργος Παπαδάτος

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μανούσος Μανουσάκης

 

 

 

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Spotlight