Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Το «κρυφό σχολειό» θάμπωσε τις θυσίες της Εκκλησίας στο 1821

Το «κρυφό σχολειό» θάμπωσε τις θυσίες τη...
Κυριάκος Δ. Σκιαθάς

Άρθρο του Κυριάκου Σκιαθά εκπαιδευτικού αναλυτή – συγγραφέα.

Στα χρόνια της Πρώτης Τουρκοκρατίας, η υποχώρηση της ελληνικής παιδείας ήταν σημαντική. Επικρατούσε γενικευμένη αμάθεια. Μοναδικές εστίες παιδείας ήταν οι εκκλησίες και τα μοναστήρια, όπου μάθαιναν τα ελληνόπουλα ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και  έρχονταν σε επαφή με τον Απόστολο, την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία.

Η ελληνική παιδεία γνώρισε σημαντική βελτίωση στα μέσα του 17ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 18ου αιώνα. Η ηπιότερη Τουρκοκρατία επέτρεψε τη λειτουργία πολλών σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου. Επίσης, λειτούργησαν ονομαστές Σχολές στη Χίο, τη Δημητσάνα, την Πάτμο, τη Λάρισα, τον Τύρναβο, τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, τις Κυδωνιές, την Αδριανούπολη, καθώς και η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, η Αθωνιάδα Σχολή κ.α. Αναφέρεται πως σε κάθε πόλη το 1806 λειτουργούσαν τουλάχιστον 2 ή 3 σχολεία, ενώ το 1814 στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα λειτουργούσαν περίπου 2000 σχολεία.

« Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρεψαν τα σχολεία», σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Ο Χρήστος Λούκος επισημαίνει: «ούτε βρέθηκε κανένα φιρμάνι ή άλλη διαταγή του κυρίαρχου που να απαγορεύει τη λειτουργία χριστιανικών σχολείων». Σε περιόδους, όμως, έντονου εξισλαμισμού και διωγμών σε περιφέρειες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γινόταν δυσχερής η λειτουργία σχολείων, φτάνοντας μέχρι την απαγόρευση τους, όταν αυτή μάλιστα συνδεόταν με απελευθερωτικά κινήματα ή εξεγέρσεις.

Αυτή η παραδοχή δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει ιστορική βάση στο θρύλο του  «κρυφού σχολειού», που δημιουργήθηκε τα μετεπαναστατικά χρόνια και ενισχύθηκε με τη συνδρομή της τέχνης και του λόγου, όπως ο πίνακας του Νικόλαου Γύζη (1886) και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη (1899). Μάλιστα, ο πίνακας του Ν. Γύζη, 90 χρόνια αργότερα, το 1996, απεικονίστηκε στη μία πλευρά του τελευταίου χαρτονομίσματος του κύκλου της δραχμής που εκδόθηκε, ονομαστικής αξίας 200 δραχμών.

Ο πατέρας Γεώργιος Μεταλληνός στην 133 σελίδα  του έργου του Τουρκοκρατία επισημαίνει: «Το τελευταίο [κρυφό σχολειό], ατεκμηρίωτο ιστορικά, ως προς τη διαθρυλούμενη μορφή του, έχει οπωσδήποτε υπόσταση, με την έννοια, ότι την οργανωμένη παιδεία, αδύνατη για την εποχή αυτή αναπλήρωνε η ανεπίσημη και ταπεινή φροντίδα της Εκκλησίας στους νάρθηκες των ναών και στις μονές. Τίποτε όμως δεν αποδεικνύει επίσημα καθιερωμένη και συστηματική δίωξη της παιδείας από τους Τούρκους».

Σαφέστατα η έννοια του «κρυφού σχολειού» σχηματοποιήθηκε στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση τα πολύ αργότερα μετεπαναστατικά χρόνια. Διδάχτηκε στα ελληνικά σχολεία κατά τον 20ο αιώνα αποκτώντας βαρύνουσα σημασία στην ελληνική εθνική συνείδηση. «Κρυφό σχολειό πουθενά δεν στάθηκε σε χωριά ή χώρες», επιμένει ο  Γ. Βλαχογιάννης. Σήμερα, πολλοί χώροι και μοναστήρια φέρουν το τοπωνύμιο του «κρυφού σχολειού». Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Στάθη, μόλις 3 υπήρχαν προπολεμικά, 8 τη δεκαετία του 1960, ενώ αυξήθηκαν κατακόρυφα τη δεκαετία του 1970, υπερβαίνοντας σήμερα τα 100.

Στη νεότερη ιστοριογραφία κατατάχθηκε ως μύθος της προφορικής λαϊκής παράδοσης και δημιουργήθηκε μέσα στο κλίμα της εθνικής σκοπιμότητας των μετέπειτα πολεμικών χρόνων. Έχουν δημοσιευτεί πολλά κείμενα για την ύπαρξη ή μη του «κρυφού σχολειού».  Στο ερώτημα αυτό «η απάντηση είναι οριστικά αρνητική»  για τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά (Ο πιο Ανθεκτικός Μύθος, ΤΑ ΝΕΑ 16/4/1998), συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει πλήθος ιστορικών.

Είναι γεγονός ότι ο μύθος του «κρυφού σχολειού» ανέδειξε και ισχυροποίησε τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο ελληνικό εθνικό φαντασιακό. Στο διάβα των χρόνων η αμφισβήτηση της ύπαρξης του εργαλειοποιήθηκε πολιτικά και συνδέθηκε άρρηκτα με τη συμμετοχή της Εκκλησίας στην Επανάσταση. Στις διαφωνίες που προκάλεσε η έντονη πολιτικοποίηση του μύθου προστέθηκαν κι αυτές για τον ρόλο της Εκκλησίας στον απελευθερωτικό αγώνα του Εικοσιένα.

Αδιαμφισβήτητα, στη Φιλική Εταιρεία είχαν μυηθεί αρκετοί ιεράρχες  και  κληρικοί. «Στο κόλπο [η Φιλική Εταιρεία] είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες, κοτζαμπάσηδες και προπαντός τους δεσπότες», δέχεται ο Γιάννης Σκαρίμπας (Το 1821 και η Αλήθεια, τόμος Α’, σελ.  66). Πολλοί από τους κληρικούς πολέμησαν σε διάφορα μετερίζια και έχασαν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης ή βασανίστηκαν από τους Τούρκους. Τα μοναστήρια στάθηκαν καταφύγια, αλλά και ορμητήρια τρανών αρχηγών του ‘21. «Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί σε κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν», θυμάται ο Μακρυγιάννης. «Την επανάστασην εκίνησαν και ενεψύχωσαν οι κληρικοί», επισημαίνει ο πρωτοφιλικός Εμμανουήλ Ξάνθος. Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος γράφει: «Οι Φιλικοί επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την οργανωμένην επανάστασιν και δι’ αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτες και κατώτερους κληρικούς».

Η άποψη ότι μέρος της Εκκλησίας ήταν αντίθετη στην Επανάσταση δεν στερείται ιστορικής βάσης. Η αρνητική της στάση – που εντοπίζεται στον ανώτερο κλήρο – απέναντι στην Επανάσταση (αφορισμοί, Πατριαρχική Διδασκαλία, εγκύκλιοι κ.λπ) ήταν στην κατεύθυνση υποταγής των χριστιανών στην εξουσία του Σουλτάνου.

Αυτή η «αναγκαστική» στάση του ανώτερου κλήρου και ιδιαίτερα του Πατριαρχείου ανάγκασε τους φιλικούς να περιορίσουν τις κατηχήσεις των αρχιερέων και των κοτζαμπάσηδων. Ο Αναστάσιος Γούδας «δικαιολογεί» τους φιλικούς γράφοντας: «επί τω ιδανικώ φόβω ότι και δύο αυταί τάξεις των χριστιανών, ως έχουσαι υλικάς τινάς ωφελείας υπό των Τούρκων δε ήθελον προτιμήσει τη δια θυσιών και μαρτυριών προσκτωμένην πάντοτε ελευθερίαν, υπέρ ης και μόνης οι εταίροι εργάζοντο».

Οι αφορισμοί έκαναν μεγάλη ζημιά στην έναρξη της Επανάστασης, κλονίζοντας τη πίστη του απλού λαού, όταν μάλιστα με εγκύκλιους οι ιεράρχες υπερθεμάτιζαν το κίνημα ως ολέθριο και αντιχριστιανικό. Είναι γεγονός ότι αποφασίστηκε από την Εθνοσυνέλευση του Άστρους (1823), να μη γίνονται δεκτές οι πατριαρχικές εγκύκλιοι «εφ’ όσον επικρατεί ο ελληνικός αγών».

Όσον αφορά τον κατώτερο κλήρο πήρε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821. Σε κάθε περίπτωση, κληρικοί όλων των βαθμίδων ανάμεσα τους και αρχιερείς συμμετείχαν στον απελευθερωτικό αγώνα και υπέστησαν διώξεις, φυλακίσεις, βασανισμούς και θανατώσεις. Οι Τούρκοι τους πρώτους που έπιαναν ως υποκινητές των επαναστατών ήταν οι κληρικοί. «Επίσκοποι και άλλοι εκ του κλήρου της Ανατολής εφάνησαν οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν και αποτρόπαιον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν», γράφει χαρακτηριστικά ο Κοσμάς Φλαμιάτος.

Ο πρωτομάρτυρας Αθανάσιος Διάκος στη μάχη της Αλαμάνας, 23 Απριλίου 1821, αιχμαλωτίστηκε και ανασκολοπίστηκε από τους Τούρκους. Ο Παπαρσένης (Αλέξανδρος Κρέστας) σκοτώθηκε στον Άγιο Σώστη τη νύχτα 27/28 Νοεμβρίου 1822, πολεμώντας τον Δράμαλη. Ο Μελχισεδέκ (Μιχαήλ Τσουδερός) σκοτώθηκε στο Πολεμάρχι Κισσάμου στις 5 Φεβρουαρίου 1823. Ο ηρωικός Παπαφλέσσας (Γρηγόριος Δικαίος) σκοτώθηκε στις 20 Μαϊου 1825 στο Μανιάκι, πολεμώντας εναντίον του Ιμπραήμ πασά. Ο Ξωπατέρας (κατά κόσμον Ιωάννης Μαρκάκης) τον Φεβρουάριο του 1828, ύστερα από πολυήμερη πολιορκία στη Μονή της Οδηγήτριας, αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους.

Μόνο στην ανατολική Κρήτη από τους 158 ιερείς οι 67 σκοτώθηκαν πολεμώντας ή εκτελέστηκαν. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, σφαγιάστηκε ο μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης. Από τους 200 αρχιερείς του ελλαδικού χώρου 73 σύμφωνα με τις πηγές συμμετείχαν στις διάφορες φάσεις του Μεγάλου Αγώνα. 45 αρχιερείς εκτελέστηκαν ή σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών

Αρκετοί βασανίστηκαν ή πέθαναν στις φυλακές, όπως ο Γρηγόριος Καλαμαράς και ο Φιλόθεος Δημητσάνης, που πέθαναν από κακουχίες στα κάτεργα της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821.

Πολλοί απαγχονίστηκαν, όπως ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ στις 10 Απριλίου 1821, στη μεσαία πόρτα του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και ο Ευγένιος Καραβιάς, μετά τον Γρηγόριο Ε’, στην Πύλη του Γαλατά. Επίσης, οι μητροπολίτες, Αδριανούπολης Δωρόθεος στο Μέγα Ρεύμα, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νεοχώρι και Τυρνάβου Ιωαννίκιος στο Αρναούτκιοϊ. Στις 3 Ιουνίου 1821 απαγχονίστηκε στον περίβολο της μητρόπολης του στα Θεραπειά ο Γρηγόριος Δέρκων. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός απαγχονίστηκε στις 9 Ιουλίου 1821. Τον κρέμασαν από μια συκιά στην πλατεία του σεραγιού της Λευκωσίας. Ο Πλάτων Φραγκιάδης, αφού φυλακίστηκε στο κάστρο της Χίου τον Απρίλιο του 1822, κρεμάστηκε από τον Βεχήτ πασά μαζί με τον διάκονο Μακάριο Γαρή ή Γέμελο και 61 πρόκριτους και κληρικούς του νησιού. Ο Ιωσήφ Ρωγών και Κοζύλης πολεμώντας αιχμαλωτίστηκε από τους Αιγυπτίους στον Ανεμόμυλο Μεσολογγίου στις 13 Απρίλίου 1826 και μισοζώντανος απαγχονίστηκε.

Ακόμα, ο Ησαϊας Σαλώνων στη μάχη της Αλαμάνας αιχμαλωτίστηκε στη θέση Χαλκωμάτα και αποκεφαλίστηκε. Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο αδελφός του Παπαγιάννης.

Αναντίρρητα, είναι μακρύς ο κατάλογος των κληρικών που πήραν μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα του Εικοσιένα. Σε καμία, όμως, χρονική στιγμή του τελευταίου αιώνα δεν αναγνώστηκε με ψυχραιμία από το σύνολο των Ελλήνων. Υπερκεράστηκε από το μικρής αξίας ανιστόρητο ιδεολόγημα του «κρυφού σχολειού», που καλλιέργησε η Εκκλησία και χρησιμοποιήθηκε τα μέγιστα από τους ιστορικούς της εθνικής σκοπιμότητας. Ένας ανθεκτικός μύθος, που κατάφερε στο τέλος να θαμπώσει τις εκατοντάδες θυσίες της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821 και οι οποίες σύμφωνα με τα γραφόμενα του Pouqueville ανέρχονται στις 6.000!

 

  

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Απόψεις