Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

FREE TIME

/

Το Καλαβρυτινό Λεξικό!

Το Καλαβρυτινό Λεξικό!

Λέξεις που χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους της περιοχής

Οι Καλαβρυτινοί έχουν πληθώρα λέξεων και εκφράσεων που δεν συναντώνται σε άλλες περιοχές αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας αλλά και της παράδοσής μας επιβεβαιώνοντας την γνωστή έκφραση των Άγγλοαμερικάνων που όταν ψάχνουν να βρουν την κατάλληλη λέξη για κάποια έννοια λένε:

«Οι Έλληνες θα έχουν μια λέξη για αυτό». Φράση την οποίαν πρώτος είχε γράψει ο καθηγητής Όλιβερ Τάπλιν στο βιβλίο του «Ελληνικό πυρ»

Μέσα από αυτούς τους ιδιωματισμούς και την γλωσσοπλασία προβάλλονται "οι πνευματικές δυνάμεις της δημιουργικής μεγαλοφυΐας, διότι αναφορικά προς τις δυνατότητες που παρέχει (η Ελληνική γλώσσα) στην σκέψη, είναι η πιό ισχυρή και συνάμα η πιό πνευματώδης από όλες τις γλώσσες του κόσμου.» Martin Heidegger (Γερμανός φιλόσοφος, απο τους κυριότερους εκπροσώπους του υπαρξισμού του 20ου αιώνος αναφερόμενος στην Ελληνική γλώσσα)

ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ

(Και η ερμηνεία τους)

του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου

Α

Αβγαταίνω: 1. Προσθέτω (ακόμη λίγο) στο ήδη υπάρχον. 2. Διαχειρίζομαι- αξιοποιώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανεί περισσότερο απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα (π.χ. κάποιο αναλώσιμο υλικό). 3. Πολλαπλασιάζω, αυξάνω. Λέγεται και αβγατίζω.

Αβοηθάου: Βοηθάω.

Αγκρομάζουμαι: Ακούω προσεκτικά. Αφουγκράζομαι.

Αγκύλωμα: Τρύπημα με αιχμηρό αντικείμενο (π.χ. βελόνα) στο δέρμα – κυρίως στα άκρα.

Αγκωνάρι: 1. Γωνία του σπιτιού. 2.Μεγάλη πέτρα τετραγωνισμένη. 3.Ένα μεγάλο κομμάτι(ξερό) ψωμί (μεταφορικά).

Αγορά: Το κέντρο του χωριού, όπου και τα περισσότερα μαγαζιά. Λέγονταν όμως και με κάποια ειρωνεία (κυρίως από γυναίκες) για όσους (άντρες) δεν «ξεκόλλαγαν» από εκεί, αφού η αγορά μικρών χωριών των χωριών δεν είχε μεγάλες δυνατότητες και ενδιαφέρον (για τις ίδιες).

Αγοραστό ψωμί: Το θεωρούσαμε είδος «υπερ»-πολυτελείας

Αγνάντιο: Θέση με θέα. Περιοχή που είναι ορατή από το απέναντι σημείο.

Αγουρίδα: 1. Η γεύση του πολύ ξινού. 2. Το ανώριμο σταφύλι. (Ο χυμός του μπορεί

να χρησιμοποιηθεί αντί για λεμόνι στα φαγητά).

Αγουριέμαι: Κλαίω πολύ δυνατά, γοερά,

Αδερφουλιάς: Ο αδερφός. (Κάπως ειρωνικά).

Ακουμπέτι: Λέξη πού εκφράζει αγανάκτηση, π.χ. «Άσε με ακουμπέτι!»: Άσε με

επί τέλους! Ή, «καλά!…Φτάνει μέχρι εδώ!».

Ακορφάδιστη (π.χ. «ραποστιά»): Φυτό που δεν έχει κοπεί η «κορφάδα», που δεν έχει «κορφαδιστεί».

Άκουρος: Αυτός που δεν έχει κουρευτεί. Ο ακούρευτος. (α + κουρά).

Αλαφροΐσκιωτος: Αυτός πού έχει τη δυνατότητα να βλέπει τα ξωτικά. Έχει και την

έννοια του ανθρώπου με «λίγο μυαλό».

Αλέτρι: Το άροτρο.

Άλεσμα: Το δημητριακό που προορίζεται ν’ αλεστεί, ή το ήδη αλεσμένο.

Αλεστικό: Η αμοιβή του μυλωνά (σε χρήμα ή σε είδος, από το προϊόν που

αλέθει).

Αλιμουχρίζω: Πασαλείφω. Βάφω χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.

Αλισίβα: Το υποκίτρινο νερό που παίρνουμε αφού βράσουμε νερό και στάχτη, και

αφού αφαιρέσουμε το ίζημα.

Αλογόπετρα: Ο Θειικός χαλκός. Η γαλαζόπετρα.

Αλλαξίμια: Τα ρούχα πού αλλάζουμε (τα λερωμένα).

Αλώνι: 1. Πλακοστρωμένη κυκλική περιοχή, με «στύλο» στο κέντρο της,για το αλώνισμα των σιτηρών.2. Κατ’ επέκτασιν, και το γέννημα, προιόν του αλωνίσματος. 3. Η διαδικασία του αλωνίσματος. 4. Αλώνι του φεγγαριού: Ένας κύκλος μεγάλης ακτίνας, που σχηματίζεται γύρο από το φεγγάρι τους χειμερινούς μήνες και προμηνύει βαρυχειμωνιά.

Εκτός απ’ όλ’ αυτά, η λέξη αλωνίζω, έχει και την έννοια του «ανακαεύω», προκαλώ αναστάτωση, φασαρία.

Αμάκα: Υλική προσφορά σε κάποιον, χωρίς ανταπόδοση. Τζάμπα. Δωρεάν.

Αμάλλιαγο (ζώο): 1. Ζώο ή ερπετό χωρίς τρίχωμα, π.χ. φίδι, κάβουρας, σαύρα, κ.λ.π. 2. Ον που το τρίχωμά του δεν έχει αναπτυχθεί, ή στερείται τριχώματος.

Αμποδάου: 1. Βοηθάω, συμβάλλω θετικά. 2. Επιδιο

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Free time