Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Ρούλα Πισπιρίγκου Βασιλιάς Κάρολος της Αγγλίας Κέιτ Μίντλετον
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

Τι συμβαίνει με τα ψάρια στον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό; Ο καθηγητής Θαλάσσιας Οικολογίας Κ. Κουτσικόπουλος μας απαντά

Τι συμβαίνει με τα ψάρια στον Πατραϊκό κ...
Βγενόπουλος Φάνης

Η κατάσταση δεν είναι τόσο απελπιστική

Το ερώτημα μπορεί να φαντάζει απλό, αλλά είναι δύσκολο να απαντηθεί, καθώς το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό και οι επιστήμονες δεν έχουν ακριβή στοιχεία για να δώσουν μια ξεκάθαρη απάντηση.

Σύμφωνα με τις μελέτες που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας, τα αλιευτικά αποθέματα της Μεσογείου μειώνονται σταθερά, αφού η εκμετάλλευση των αλιευμάτων αυξάνεται επίσης σταθερά. Συμβαίνει όμως το ίδιο στον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό Κόλπο;

Μια πηγή θα μπορούσε να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, είναι τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για την εξέλιξη της αλιευτικής παραγωγής στον Κορινθιακό και Πατραϊκό Κόλπο.

Στα στοιχεία αυτά, που κάθε χρόνο Δημοσιοποιεί η Ελληνική Στατική Υπηρεσία, καταγράφονται τα αλιεύματα που προέρχονται από σκάφη με ιπποδύναμη μικρότερη από 20 HP, όπως επίσης και οι παραγωγές της ερασιτεχνικής αλιείας, οι οποίες στον Κορινθιακό Κόλπο ήταν ιδιαίτερα υψηλές, ενώ στον Πατραϊκό Κόλπο, συνυπολογίζεται και η παραγωγή της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου.

Ωστόσο, μπορούν να αποτελέσουν μια ένδειξη για την πορεία των αλιευτικών αποθεμάτων στους δυο Κόλπους.

Από τα στοιχεία αυτά καταγράφεται αύξηση της συνολικής αλιευτικής

παραγωγής και στις δύο περιοχές στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όπου η παραγωγή ξεπερνά τις 11.000 τόνους ψαριών για τον Πατραϊκό και τις 3500 τόνους για τον Κορινθιακό, αλλά κατακόρυφη μείωση στις ημέρες μας.

Την δεκαετία του 2000 η παραγωγή ψαριών φθίνει, σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής.

Το 2002 από τον Πατραϊκό αλιεύθηκαν 8235,9 τόνοι ψαριών και από τον Κορινθιακό την ίδια χρονιά 1421,2 τόνοι.

Το 2005 η παραγωγή πέφτει κι άλλο φτάνοντας τους 6500 τόνους για τον Πατραϊκό και από τότε βαίνει συνεχώς μειούμενη, για να φτάσουμε το 2013, που είναι και τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, όπου σύμφωνα με την Στατιστική, αλιεύθηκαν  4982,9 τόνοι.

Ίδια πάνω κάτω είναι η εικόνα και στον Κορινθιακό, από όπου το 2013 αλιεύθηκαν 887,6 τόνοι ψαριών.

Η σύγκριση των αριθμών είναι εντυπωσιακή. Από τους 11.000 τόνους το 1995 η παραγωγή έπεσε το 2013 στους σχεδόν 5000 τόνους για τον Πατραικό, ενώ για τον Κορινθιακό, από τους 3000 τόνους το 1995 φτάσαμε τους 887 τόνους το 2013.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Τα ψάρια χάνονται με τόσο εντυπωσιακούς ρυθμούς όπως δείχνουν οι αριθμοί της Στατιστικής;

Το ερώτημα αυτό, απευθύναμε στον καθηγητή του Τομέα Βιολογίας Ζώων του Πανεπιστημίου της Πάτρας, Κωνσταντίνο Κουτσικόπουλο, ο οποίος έχει αναπτύξει έντονη ερευνητική δραστηριότητα στη Θαλάσσια Οικολογία, την Αλιεία και το Περιβάλλον και τη διαχείριση φυσικών ανανεώσιμων πόρων.

Ο κ. Κουτσικόπουλος, φαίνεται μάλλον καθησυχαστικός. Κατ’ αρχήν θεωρεί ότι τα επίσημα αυτά στοιχεία μπορεί να αποτυπώνουν μακροπρόθεσμες τάσεις αλλά δεν δίνουν ακριβή εικόνα της πραγματικότητας. Οι λόγοι είναι πολλοί και συνδέονται τόσο με την πολυπλοκότητα του συστήματος της αλιείας (πολλά μικρά σκάφη διάσπαρτα στην απέραντη ακτογραμμή μας αλλά και μεγάλη ποικιλία ειδών και βαθμού ενασχόλησης των αλιέων με τη δραστηριότητα) όσο και με τον τρόπο συλλογής των στοιχείων.

Και όχι μόνο αυτό. Σύμφωνα με την επιστημονική του εκτίμηση, αν και η γενική τάση στη Ανατολική Μεσόγειο είναι να έχουμε κουράσει τα αποθέματα αλιευμάτων, δεν είναι σίγουρο ότι η υποβάθμιση είναι η ίδια σε όλες τις περιοχές και για όλα τα είδη. Τι ισχύει όμως για τον Πατραϊκό Κόλπο;

Σύμφωνα με τον καθηγητή μετά από μια μακρά περίοδο σημαντικής μείωσης υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι οι πληθυσμοί των αλιευμάτων δείχνουν μια τάση σταθεροποίησης τα τελευταία χρόνια.

Σε αυτό φαίνεται πως έπαιξαν ρόλο τα διαχειριστικά μέτρα που έχουν εφαρμοσθεί τα τελευταία χρόνια. Ο περιορισμός της αλιευτικής ικανότητας που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 90 έχει οδηγήσει σε μείωση του επαγγελματικού αλιευτικού στόλου κατά 30%. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δυο αυτοί κόλποι είναι από τις περιοχές της Ελλάδας με τους αυστηρότερους περιορισμούς για την αλιεία.

Η πρόσφατη κρίση φαίνεται, λόγω κόστους,  να επηρεάζει και την ερασιτεχνική αλιεία που είχε εκτιναχθεί τις τελευταίες δυο δεκαετίες, και η οποία αλίευε ποσότητες όχι αμελητέες. Μάλιστα στην περιοχή μας τα μεγάλα αστικά κέντρα, η έντονη παρουσία παραθεριστικών οικισμών κυρίως στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, η εύκολη πρόσβαση από την Αθήνα αλλά και η γεωμορφολογία του Πατραϊκού και του Κορινθιακού, που είναι σχετικά προστατευμένες περιοχές σε σχέση με το ανοιχτό πέλαγος, έκαναν το πρόβλημα εντονότερο.

Ο κ. Κουτσικόπουλος όμως, θίγει και ένα θέμα σημαντικό. Θεωρεί ότι η ανεξέλεγκτη χρήση του όρου «υπεραλίευση» δεν βοηθά στη βελτίωση της κατάστασης και αυτό γιατί ο όρος αυτός έχει τεχνικό χαρακτήρα, αναφέρεται σε συγκεκριμένα είδη και αλιευτικά αποθέματα, βασίζεται σε ακριβή πρωτογενή στοιχεία και έχει πολλές διαβαθμίσεις. «Δεν ξέρω κάποιους από αυτούς που κάνουν λόγο για υπεραλίευση στην περιοχή μας να έχουν εμπεριστατώμενα στοιχεία», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Για τον καθηγητή Θαλάσσιας Οικολογίας, σημαντικότατο ρόλο στην προστασία των πληθυσμών των ψαριών, παίζει η συνολική παρέμβαση του ανθρώπου στο θαλάσσιο περιβάλλον και όχι μόνο αυτή των αλιέων. Όπως αναφέρει, σύμφωνα με διατριβή που έγινε στο Πανεπιστήμιο Πατρών, μεγάλο ρόλο στην «υγεία» πολλών ειδών ψαριών εμπορικού ενδιαφέροντος, παίζουν τα αβαθή νερά, από 20 εκατοστά μέχρι 1 μέτρο, τα οποία αποτελούν καταφύγιο και τόπο ανάπτυξης νεαρών ψαριών.

Δυστυχώς σε αυτές τις περιοχές η δραστηριότητα του ανθρώπου και η υποβάθμιση που προκαλεί είναι ανεξέλεγκτες. Οικιστικές παρεμβάσεις, έργα, ψυχαγωγία, βιομηχανία, λιμάνια, ρύπανση, αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά αυτών των οικοσυστημάτων με σοβαρές αλλά ακόμη άγνωστες επιπτώσεις στους πληθυσμούς των ψαριών. Μια συνολική προσέγγιση του θέματος είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της κατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση η σοβαρή εφαρμογή των μέτρων και διαχειριστικών διατάξεων που ήδη υπάρχουν είναι το πρώτο βήμα πριν περάσουμε σε επανεξέταση και αναθεώρησή τους.

Κατά τον κ. Κουτσικόπουλο, για να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, συστηματική παρακολούθηση των θαλασσών, η οποία γίνεται σε μεγάλο βαθμό μέσω του προγράμματος συλλογής αλιευτικών δεδομένων.

Ωστόσο, το πρόγραμμα αλιευτικής παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα έχει περάσει από… σαράντα κύματα.

Το πρόγραμμα συλλογής δεδομένων ξεκίνησε στη χώρα μας το 2003, με συγχρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Το 2007 διακόπηκε γιατί δεν χρηματοδοτήθηκε από την ελληνική πλευρά, το 2008 επαναλήφθηκε αλλά το 2009 διακόπηκε ξανά και δεν λειτούργησε τα επόμενα έτη.

Ύστερα από συνεχείς πιέσεις από την ΕΕ άρχισε ξανά στο τέλος του 2013, ωστόσο διακόπηκε το 2014 και ο προγραμματισμός είναι να ξεκινήσει φέτος.

Εκτελείται από το Ινστιτούτο Αλιευτικής Ερευνας (ΙΝΑΛΕ), που είναι συντονιστής, και το ΕΛΚΕΘΕ και οι ερευνητές αισιοδοξούν ότι μέσω αυτού θα είναι σε θέση να κάνουν τις πρώτες εκτιμήσεις οι οποίες θα μας δώσουν για πρώτη φορά μια εικόνα για το πού βρίσκονται τα ιχθυοαποθέματά μας.

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Ειδήσεις