Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

H ιστορία της φουστανέλας και τα όπλα του αγώνα- Το dress code του '21 μέσα από τα μάτια των μαθητών του 6ου Γυμνασίου Πάτρας και του Γυμνασίου Σαραβαλίου

H ιστορία της φουστανέλας και τα όπλα το...
Κοντογεωργοπούλου Γιώτα
[email protected]

Παρουσιάζουν και μέσω του thebest.gr την σημαντική δουλειά τους

Δούλεψαν μήνες για να μπορέσουν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στην κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάτρας πριν από λίγες ημέρες, αλλά η έρευνά τους, την οποία παρουσιάζει σήμερα το thebest.gr  είναι πράγματι εντυπωσιακή και άξιζε τον κόπο.

Ο λόγος για την παρουσίαση του Πολιτιστικού Προγράμματος του 6ου Γυμνασίου Πάτρας: «Η ιστορία της φουστανέλας», από τους  μαθητές Κελεπούρη Μιχάλη, Κουντούρη Γιάννη, Ρογδάκη Ρένα και Χατζέλα Γιάννη, με υπέυθυνους καθηγητές την φιλόλογο Αλμπάνη Βασιλική και την εικαστικό Ελένη  Καυκά και την  Παρουσίαση του Πολιτιστικού Προγράμματος του Γυμνασίου Σαραβαλίου: «Τα όπλα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας», από τους  μαθητές Σπανού Φωτεινή, Κοντοδημητρόπουλο Λέανδρο και Φαλτσέτο Χάρη με υπεύθυνους καθηγητές την Αγγελική Γκενεράλη, φιλόλογο και την Ανδρονίκη Αντζουλάτου, τεχνολόγο.

Στην εκδήλωση συμμετείχαν επίσης οι μαθητές:

Από το 6ο Γυμνάσιο Πατρών: Γαλανάκη Μαριλένα,    Χαραλαμποπούλου Βάλια, Γαλάνης Γιάννης, Ριζοπούλου Ελίζα, Μουγκού Μαρία, Κυρίτση Ελένη, Ζάνι Κατερίνα, Χότζα Ζήνα, Κοτσιρά Μαρία.

Από το Γυμνάσιο Σαραβαλίου: Κωτσοπούλου Βασιλική, Σπυροπούλου Αντωνία, Μπίρμπα Ηρώ,                               Στασινόπουλος Χρύσανθος, Αναστασοπούλου Μαρία, Ντεντοπούλου  Σοφία, Τσιτσάρας Γιάννης, Κωνσταντακόπουλος Χρήστος, Λιάπη Δήμητρα, Αγγελόπουλος Αριστομένης, Κακαφώνης Νίκος.

Οι μαθητές που δούλεψαν μήνες ευρευνώντας διαδίκτυο και βιβλιογραφία και κατέγραψαν την διαδρομή της ενδυμασίας που μυρίζει Ελλάδα και των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν για την ιδέα μιας ελεύθερης πατρίδας, είχαν και την πολύτιμη βοήθεια των μελών  της Ιστορικής & Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου - Ιστορικού Μουσείου, για να προσεγγίσουν βιωματικά το ντύισμο του αγωνιστή και  την αρματοσιά του.

Ιδού λοιπόν πώς γεννήθηκε η φουστανέλα και πώς λένε εκείνα τα περίεργα όπλα που ζωνόμαστε κάθε χρόνο σε επατειακές εκδηλώσεις.

 

Η ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑ

Η φουστανέλα ήταν παραδοσιακό ένδυμα των αντρών, των ποιμενικών κυρίως ομάδων, στα Βαλκάνια. Πρόκειται για μια κοντή πολύπτυχη λευκή φούστα.

Κατασκευάζεται από πολλά ορθογώνια τρίγωνα τεμάχια υφάσματος, που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και μετά σουρώνονται στη μέση. Τις πιο πολλές φορές η φουστανέλα κατασκευάζεται σε δύο ξεχωριστά τμήματα και δένει στη μέση δεξιά και αριστερά. Το γεγονός ότι οι παλιότερες φουστανέλες είχαν κορμί, ήταν λιγότερο πτυχωτές και μακριές ως τη μέση της γάμπας, κάνει πιο πιθανή την προέλευσή της από το πουκάμισο.

Μέχρι τη δεκαετία του 1890 φοριόταν και στην Ελλάδα, και στη συνέχεια αντικαταστήθηκε για λόγους μόδας από "τα φράγκικα", αυτό δηλαδή που σήμερα αποκαλούμε παντελόνι.

Από πού όμως προήλθε η ονομασία της;

Όπως αναφέρει η λαογράφος και ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου, το όνομά της το παίρνει από το ύφασμα φουιστάν, το οποίο κατασκεύαζαν σ’ ένα προάστιο του Καΐρου της Αιγύπτου, το Φουστάτ. Ήταν λευκό χοντρό δίμιτο, κάτι σαν τζιν. Η παραγωγή του διαδόθηκε σε όλη τη Μεσόγειο, όπου ήταν γνωστό ως fustagno.

Στα ιταλικά, όπως άλλωστε και σήμερα, fustagno σημαίνει βαμβακερό ύφασμα -απ΄ όπου το Fustana, με υποκοριστικό το Fustanella. Οι Τούρκοι το μετέτρεψαν σε fistan από τα ελληνικά. Υπήρχε και ιστιοφόρο πειρατικό πλοίο με το όνομα fusta, πιθανόν από το ύφασμα που ήταν κατασκευασμένα τα πανιά του.

Μελετητές αναφέρουν σχετικά με τη φουστανέλα πως προέρχεται από μια σειρά αρχαίων ελληνικών ενδυμάτων, όπως ο χιτώνας.

Επίσης σε βυζαντινά όστρακα και αγγεία, πολεμιστές εμφανίζονται να φέρουν όπλα, φορώντας τη βαριά πολύπτυχη φουστανέλα.

Η θεωρία του καθηγητή Αντώνη Κεραμόπουλλου για την καταγωγή της φουστανέλας από το ρωμαϊκό στρατιωτικό ένδυμα φαίνεται πιο πιθανή. Ο Κεραμόπουλλος δέχεται ότι η φουστανέλα πέρασε με τους εκάστοτε μισθοφόρους των Ρωμαίων στο χώρο της Ηπείρου. Από ενδυματολογική άποψη, αν αφαιρεθούν τα πολύ νεώτερα επίρραφα χρυσοκεντήματα από εξαρτήματα, όπως τα γιλέκα και οι περικνημίδες, μένει ένα μεσαιωνικό ευρωπαϊκό ένδυμα.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος αναφέρει πως η φουστανέλα είναι η εθνική ενδυμασία των αρβανιτάδων. Με την αρβανίτικη επιδρομή στο Μοριά, η φουστανέλα καθιερώθηκε και ως ενδυμασία των ελληνορθόδοξων Πελοποννησίων. Η Ρούμελη είχε προηγηθεί. Συναντάμε λογής λογής φουστανέλες: στην Ήπειρο κυριαρχούσε ο ντουλαμάς (από σκούρο ντρίλι), ενώ χαμηλά, στο Μοριά (όπου δεν κάνει κρύο) αρκούσε μια ελαφριά φουστανέλα κι ένα γελέκι.

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΘΕΤΑΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ 6ΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΠΑΤΡΑΣ

- Η φουστανέλα φορέθηκε αρχικά από τους αρματολούς, τους κλέφτες και τους αγωνιστές του 1821.

Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου.

- Δηλαδή;

Δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο. Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά.

-Αυτό το γνωρίζω…. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης, ο μεροκαματιάρης.

- Στη συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών οι οποίοι μοιάζανε ή καλλίτερα δεν παραλλάζανε στις εκδηλώσεις της ζωής τους.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το κεφάλι…

Κεφάλι

-Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά.

Η μαντηλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή. Χαλκογραφίες εκείνης της εποχής μας δείχνουν ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι.

Επίσης φορούσαν το χρυσοκέντητο πόσι, όπως βλέπουμε στη διαφάνεια να το φορούν ο Μακρυγιάννης και ο  Νικηταράς

και τέλος είχαν την άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα που τη φορούσαν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Πανουργιάς και άλλοι αγωνιστές.

Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση.

- Κάμποσοι δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγγιόρος – ταγματάρχης – του εγγλέζικου στρατού στα Επτάνησα το 1808 και την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του.

Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι, όπως ο Καραϊσκάκης, κι η φούντα του ήταν μικρή και στέκονταν στην κορφή.

Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσαν αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ’ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνήθιζαν.

ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ

- Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα ομορφοχτενισμένα μακριά μαλλιά τους.

Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά.

Οι Μοραΐτες συνήθιζαν να έχουν πιο μακριά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Ξακουστά ήταν τότε τα ξανθά μακριά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.

Ας συνεχίσουμε τώρα με τα υπόλοιπα μέρη της φορεσιάς.

ΚΟΡΜΟΦΑΝΕΛΑ

- Κατάσαρκα  φορούσαν την κορμοφανέλα. Μονάχα στην άκρη, στο μανίκι κεντιόταν με κεντίδια μαύρα, γαλάζια ή κόκκινα. Σήμερα αυτή αντικαταστάθηκε από ένα βαμβακερό μακρυμάνικο μπλουζάκι άσπρο ή μαύρο.

ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

Πάνω από το μπλουζάκι ο αρματωμένος φορά το πουκάμισο ή κάμσο που τα μεταγενέστερα χρόνια έγινε  φαρδομάνικο. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Οι αρματωμένοι συνηθίζουν να γυρίζουν τα μανίκια και να τα πιάνουν με παραμάνες από την κορυφή του ώμου.

ΓΕΛΕΚΙ, Η ΓΙΛΕΚΟ

-Πάνω από το πουκάμισο βάζανε το γελέκι, που τα παλιότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν δυο ειδών: το ανοιχτό και το σταυρωτό.

Από πάνω τους φορούσαν τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά.

Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Φτιάχνονταν από μαύρο ή μπλε μάλλινο δίμιτο ύφασμα ή από ύφασμα ευρωπαϊκό, την τσόχα.

Το φερμεδογέδεκο είχε φανταχτερά διακοσμητικά κουμπιά δεξιά κι αριστερά. Τη μέση έσφιγγε ένα ειδικά υφασμένο ζωνάρι.

Μια καλή φορεσιά έπρεπε να έχει τρία γιλέκια. Πρώτο έμπαινε το γιλέκι, που κούμπωνε στο κέντρο του στήθους, μετά η φέρμελη που έμενε πάντα ξεκούμπωτη και είχε μακριά μανίκια που φοριούνταν προαιρετικά και τελευταίο φοριόταν το φερμεδογέδεκο ή φερμελωτό γιλέκι, που κι αυτό έμενε ξεκούμπωτο.

ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑ

- Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Αποτελούνταν από δυο φύλλα και κάθε φύλλο από σαράντα περίπου λαγκιόλια, σύνολο τετρακόσια ογδόντα. Τα φύλλα φοριούνται το ένα μπρος και το άλλο πίσω και ενώνονταν στα πλάγια της μέσης με κουμπιά ή σιδερένιες κόπιτσες.

Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακριά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσοι Ρωμιοί έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες.

- Τι σημαίνει άραγε ο στίχος του δημοτικού τραγουδιού «φουστανέλα μου λερή / ποιος λεβέντης σε φορεί;».

- Η φουστανέλα μ’ όλο που ήταν καμωμένη με άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Στην πραγματικότητα, η φουστανέλα ήταν εντελώς βρόμικη γιατί τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους, το χαρμπί και τα μαχαίρια τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» ή για να είναι αδιάβροχη την άλειφαν με χοιρινό λίπος.

- Στα πόδια τους τι φορούσαν;

- Η ποδεμή τους δηλαδή η ποδεσιά τους, αυτά που φορούσαν στα πόδια τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά. Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοϊδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά.

Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.

Τα πόδια τους τα σκέπαζαν ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες.

Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις σημερινές γκέτες – σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Ονομάζονταν επίσης τύρκια.

ΦΛΟΚΑΤΑ- ΚΑΠΑ

- Η φορεσιά ολοκληρώνεται με την Φλοκάτα και την Κάπα.

Για τη βαρυχειμωνιά είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις ύφαιναν με «φλόκο», δηλαδή κρόσια, το χρώμα τους ήταν το άσπρο ή το μαύρο  και τις  φορούσαν από μέσα για να ζεσταίνονται πιο πολύ.

Σαν νυχτώνονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα.

Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.

ΝΤΟΥΛΑΜΑΣ

- Υπήρχε όμως και ο ντουλαμάς που ήταν παραλλαγή  της φλοκάτας. Πρόκειται για ένα είδος πανωφοριού της πρώτης και παλιότερης αντρικής ενδυμασίας.  Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από μαύρη ή βαθυγάλαζη τσόχα, δουλεμένη στον αργαλειό που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι.  Ήταν ίσος ή λίγο μακρύτερος από τη φουστανέλα.

Ο επίσημος ντουλαμάς ήταν ένα ενδυματολογικό αριστούργημα ως προς το σχήμα και τη διακόσμηση. Ήταν τμήμα ενός μονοκόμματου αμάνικου πανωφοριού, που πάνω από αυτό μπορούσαν να φορέσουν τη φέρμελη.

Ο ανδρικός ντουλαμάς στην Πελοπόννησο ήταν κόκκινος, κεντημένος άλλοτε με χρυσά και άλλοτε με μαύρα τερχήλια. Η ενδυματολόγος Ι. Παπαντωνίου έχει τη γνώμη ότι είναι κεντροαασιατικό ένδυμα που κατέληξε να κατασκευάζεται με υπέροχο τρόπο στην περιοχή των Ιωαννίνων και από κει να διοχετεύεται σε όλα τα Βαλκάνια.

ΣΕΛΑΧΙ

-Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελάχι, μια ζώνη-θήκη, που την έζωναν στη μέση τους και εκεί έβαζαν τα όπλα τους. Ως σχήμα φέρνει στο νου τη θήκη του αρχαίου τόξου.

Ήταν φτιαγμένο από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα – φύλλα, για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με λογιώ-λογιώ χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες.

- Η θεωρητική παρουσίαση του θέματος, συμπληρώθηκε από τη Βιωματική προσέγγιση του ντυσίματος του Αγωνιστή, που έγινε  από τα μέλη της Ιστορικής & Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου και το Σκοπευτικό Όμιλο παραδοσιακών όπλων Πάτρας  κ. Κωτσάκη Θεόδωρο, κ. Τριανταφυλλόπουλο Τριαντάφυλλο, κ. Βαγγελάκο  Κων/νο,  κ. Παπαδόπουλο Δημήτριο και κ. Κωνσταντόπουλο Αντώνη.

ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΑΡΑΒΑΛΙΟΥ

Εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να νοηθεί η φορεσιά χωρίς τα άρματα. Ήταν αναπόσπαστο μέρος. Γυμνοί και κουρελήδες πολλοί, μα χωρίς άρματα κανείς. Φλωροκαπνισμένα, ασημοστόλιστα, σκαλιστά και σαββατλίδικα. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παλικάρι,το μεράκι για τα άρματα ήταν το ίδιο. Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.
Μεγάλη σημασία έδιναν οι αγωνιστές στον οπλισμό τους και γι’ αυτό ανέπτυσσαν στενό δεσμό μαζί τους.

Ο καθένας είχε το δικό του όπλο, που το τιμούσε σαν να ήταν σύντροφος ή στενό συγγενικό του πρόσωπο. Πολλοί, μάλιστα, τα βάφτιζαν δίνοντάς τους αγαπημένα ονόματα: «Κυρά Βασιλική» ήταν το καριοφίλι του Καραϊσκάκη, «Παπαδιά» το καριοφίλι του Διάκου, «Ασήμω» η σπάθη του Ανδρούτσου, «Θοδωρούλα» το όπλο του Γρίβα.


Τον δεσμό αυτό αλλά και την οικονομική κατάσταση του κατόχου φανερώνει ο τρόπος με τον οποίο διακοσμείται ο οπλισμός.
Χάλυβας, χαλκός, χρυσός και φίλντισι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, δέρμα, ακόμη και μαργαριτάρια και κοράλλια ήταν τα διακοσμητικά υλικά σε λαβές τουφεκιών, γιαταγανιών και σπαθιών. Εργαστήρια για την κατασκευή των όπλων υπήρχαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στην Ήπειρο και τα Άγραφα.

Σελάχι
Το σελάχι ήταν ανδρική ζώνη-θήκη που φοριόταν με τη φουστανέλα.

Μέσα από το σελάχι ξεπετάγονταν πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες.

Στην έξω θήκη του σελαχιού βρίσκονταν το χαρμπί ή οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι.

Χαρμπί

Το χρησιμοποιούσαν για το γέμισμα του όπλου, αλλά και ως λίμα για το τρόχισμα των σπαθιών.

Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Όταν το ξεθηκαρώνανε γινόταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή.

Παλάσκα

Οι αγωνιστές του 1821 φορούσαν γύρω από την μέση τους την παλάσκα, μία μικρή μεταλλική ορθογωνική θήκη για τις τσακμακόπετρες των πυροβόλων όπλων τους, στην οποία τοποθετούσαν τα πολεμοφόδιά τους, καθώς και το “μεδουλάρι”.

Μεδουλάρι

Ήταν μεταλλική θήκη, όπου φυλαγόταν το μεδούλι (λίπος) για την λίπανση των όπλων.

Κρεμόταν από τη μέση, στερεωμένο στο σελάχι ή το ζωνάρι, συνήθως στην αριστερή πλευρά.

 

Τα όπλα των αγωνιστών του 1821 χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: Τα Αγχέμαχα και τα Πυροβόλα. Ας δούμε πρώτα τα Αγχέμαχα:

Γιαταγάνι

Μαχαίρι με μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά ήταν της Δαμασκού, γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ήταν τόσο γερά που τρυπούσαν λαμαρίνα και άντεχαν να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά.

Μπελ χατζάρι - Τοπούζι - Τσεκούρι
•Το Μπελ χατζάρι, δίκοπο μικρό μαχαίρι, βρισκόταν πιασμένο στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελαχιού. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι. Οι Έλληνες το είχαν όσοι το απέκτησαν ως λάφυρο.

•Το τούρκικο τοπούζι (ή κεφαλοθραύστης) ήταν ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος, που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό.

•Στο σελάχι ήταν ζωσμένο και το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι,όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι, και ήταν συμβολικό.

Πάλα

Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους κρεμόταν η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα. Το θηκάρι της ήταν στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικά όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο.

SHAMSHIR

Οθωμανική σπάθη η οποία ελάχιστα διαφέρει από την πάλα. Οι διαφορές μεταξύ πάλας και shamshir είναι οι κρίκοι ανάρτησης και το σχήμα της λάμας. Κατά τα άλλα τα δυο ξίφη είναι ¨πανομοιότυπα¨ και στο ¨γενικό¨ σχήμα καθώς και στα υλικά κατασκευής.

Σπάθη-Σπάθα

Την κυρτή ανατολικού τύπου Σπάθη, την αναρτούσαν με μεταξωτά κυλινδρικά κορδόνια από τον ώμο τους ή σπανιότερα την αναρτούσαν με δύο λεπτά λουριά σε μία επίσης λεπτή δερμάτινη ζώνη την οποία φορούσαν στην μέση τους. Είχε επιμήκη λάμα, κυρτή στη ράχη της, ενώ στην κόψη ήταν κοίλη και προς την αιχμή γινόταν κυρτή. Η λαβή αποτελούνταν από δύο τμήματα ξύλου που στο κάτω άκρο τους αποκτούσαν πλατιά, κυρτή επιφάνεια, εσωτερικά και εξωτερικά επίπεδη.

Jambiya/Χατζάρι

Αραβικό μαχαίρι που τοποθετούνταν κι αυτό στο σελάχι. Την εποχή του 1821, λόγω των πολλών Αράβων και Αιγυπτίων που πολέμησαν ως μισθοφόροι των Οθωμανών, υπήρχε πλήθος τέτοιων μαχαιριών στον ελληνικό εξοπλισμό προερχόμενα από λαφυραγώγηση. Το μαχαίρι αυτό είναι ιδιαίτερα κυρτό δημιουργώντας ένα σχήμα «j».

Τα υλικά κατασκευής του διαφέρουν, από απλό ξύλο και κόκαλο μέχρι πολύτιμους λίθους, ασήμι και χαλκό.

KINDJAL

Καυκάσιου τύπου μαχαίρι, κυρίως από την Γεωργία, με χαρακτηριστική φαρδιά λάμα η οποία ήταν αιχμηρή και από τις δυο πλευρές. Το μαχαίρι αυτό, όπως και τα προηγούμενα, φοριόταν στο σελάχι. Η λαβή των kindjal ήταν κατασκευασμένη από κόκαλο ή ξύλο και είχε σχήμα ¨I¨ δημιουργώντας ένα ημικύκλιο στο πίσω μέρος. Η θήκη του είχε ξύλο ως βασικό δομικό υλικό και απέξω ήταν ντυμένη με μέταλλο και δέρμα. Στα περισσότερα συναντάται ασήμι με σαββάτι.

Τώρα ας δούμε τα Πυροβόλα:

Καριοφίλι

Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo e Figli (Κάρολος & Υιοί). Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, τα ξεχωρίζανε όμως σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια.

(Τα καριοφίλια της επανάστασης είχαν επίσης διάφορα ονόματα που προέρχονταν από την τεχνοτροπία ή τον τόπο κατασκευής τους. Μερικά από αυτά ήταν: «Λαζαρίνα», «Μιλιώνη», «Τρικών», «Αρμούτι», «Γκιζαήρ», «Νταλιάνι» (από το Ιταλιάνοι), «Σισανές», «Σαρμάς», «Χαρέ Σαρμάς», «Μουτσονίγος», «Βενετσιάνος», «Ψαλιδιάς», «Σαντέ», «Ντάνσικα», «Φιλύντρα» (ήταν το όπλο που είχε επισκευαστεί) κ.λ.π.)

Νταλιάνι

Κοντόκαννο καριοφίλι ιταλικής προέλευσης, με ραβδωτή κάννη, που το χρησιμοποιούσαν οι έφιπποι και είχε τη δυνατότητα μεγάλης ακρίβειας στη σκόπευση.

Σισανές

Ένα παλιότερο αλλά πολύ καλής ποιότητας βαρύ όπλο, με πολυγωνικό κοντάκι και δαμασκηνή κάννη του 18ου αιώνα. Προέρχεται από την τουρκική λέξη sisane = πολεμικό τουφέκι.

Πιστόλα ή Μπιστόλα

Κοντόκαννο όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση από τους αγωνιστές του 1821. Ήταν μονόκαννες και δίκαννες. Τις δίκαννες τις έλεγαν διμούτσουνες.
Τρομπόνι

Σε αντίθεση με τους στεριανούς οι Έλληνες ναυτικοί δεν κρατούσαν τα καριοφίλια αλλά τα λεγόμενα τρομπόνια, βραχύκαννα δηλαδή όπλα, με κάννη σε σχήμα χοάνης, τα οποία έβαλλαν ταυτόχρονα πολλά μικρά σφαιρίδια μαζί.

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Ειδήσεις